Η Σκύρος στην Επανάσταση του 1821

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΣΚΥΡΙΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Η παρακάτω μελέτη είναι έργο του καθηγητή, συγγραφέα κι ερευνητή κου Νίκου Βαρσάμου.
Διαβάστηκε από τον ίδιο το βράδυ του Σαββάτου 15 Ιουνίου 2002, στο υπαίθριο θέατρο της Σκύρου “Μάνου Φαλτάϊτς”, στα πλαίσια του εορτασμού για την 172η επέτειο απελευθέρωσης της Εύβοιας από τους Τούρκους.
 varsamos1

ο καθηγητής κος Νίκος Βαρσάμος

   Η συμβολή των Σκυριανών στην επανάσταση του 1821 είναι ένα πολύ ενδιαφέρον και πολύ σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της Σκύρου. Και λυπούμαι, γιατί, σύμφωνα με τον προγραμματισμό της οργανωτικής επιτροπής για τις διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις της Ομοσπονδίας Ευβοϊκών Συλλόγων, είμαι υποχρεωμένος μέσα σ’ ένα σύντομο χρόνο, να παρουσιάσω μια μεγάλη σειρά από γεγονότα, καταστάσεις και πρόσωπα που συνθέτουν την εικόνα αυτής της ιστορικής περιόδου του νησιού. Θα προσπαθήσω όμως.
   Ξεκινώντας οφείλω να σας διαβεβαιώσω ότι η διαπραγμάτευσή μου στηρίζεται σε όλες τις μέχρι τώρα εκδοθείσες σχετικές πηγές πληροφοριών και σ’ όλα τα σχετικά μελετήματα που μέχρι τώρα έχουν δημοσιευθεί. Όμως, ο περιορισμένος χρόνος που έχω στη διάθεσή μου δεν αφήνει περιθώρια για παραπομπές σε δημοσιεύματα και συγγραφείς.
    Λοιπόν. Οι μελετητές της ιστορίας της Σκύρου κατά την περίοδο της επανάστασης έχουν επισημάνει όλες τις πλευρές που συνθέτουν την εικόνα της συμβολής των Σκυριανών στον απελευθερωτικό αγώνα. Τις αναφέρω κατ’ αρχήν, συνοπτικά:
1) Πάρα πολλοί Έλληνες από διάφορα μέρη κατέφυγαν τότε στη Σκύρο αναζητώντας ασφάλεια και βοήθεια.
2) Ομάδες από ένοπλους Έλληνες και Αρβανίτες σ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα παρέμεναν στο νησί συντηρούμενοι από τους Σκυριανούς. Όλα αυτά τα τμήματα των άτακτων και οι οπλαρχηγοί τους κατά τους σχεδιασμούς της κεντρικής επαναστατικής κυβέρνησης επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, όπου η ανάγκη θα το απαιτούσε. Όμως και οι άνδρες και οι αρχηγοί των άτακτων είχαν ληστοπειρατικό παρελθόν και είχαν βλάψει τη Σκύρο και προ του 1821. Στη διάρκεια της παραμονής τους στο νησί δε ξέχασαν τις ληστοπειρατικές τους συνήθειες και έβλαψαν με πολλούς τρόπους τους Σκυριανούς.
3) Αρκετοί Σκυριανοί πήραν μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στη στεριά και τη θάλασσα και μερικοί ανέπτυξαν, σε ειδικές περιπτώσεις, εξαίρετες υπηρεσίες. Θεωρείται δε βέβαιο, ότι υπήρξαν και Σκυριανοί, μέλη της Φιλικής Εταιρείας.
4) Ενδιαφέρον έχουν και οι κατάλογοι που υπέβαλλαν οι Σκυριανοί το 1828 στον Καποδίστρια, στους οποίους σημειώνονται οι προσφορές τους στον αγώνα και οι ολικές ζημιές που υπέστησαν απ’ τα προαναφερθέντα τμήματα των άτακτων. Στους καταλόγους αυτούς γίνεται, από τους συντάκτες τους και συνολική χρηματική εκτίμηση προσφορών και ζημιών σε γρόσια.
5) Είναι γεγονός ότι η Σκύρος, εξ’ αρχής της επανάστασης, εντάχθηκε στους διοικητικούς, πολιτικούς και οικονομικούς μηχανισμούς της. Η Σκύρος στην πραγματικότητα, από το 1821 είναι ελεύθερη!
6) Η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζούσαν οι Σκυριανοί σ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα κυριαρχείτο από μεγάλη συγκινησιακή ένταση.
     Στη συνέχεια θα παραθέσω περισσότερα στοιχεία σχετικώς με τις προδιατυπωθείσες περιπτώσεις. Θεωρώ όμως αναγκαίο, να θέσω προηγουμένως υπ’ όψιν σας, τα εξής: η Σκύρος, από το 1538 που υπετάγη στους Τούρκους, τελούσε υπό ειδικό καθεστώς. Από τα μέσα του 17ου αιώνα δεν παρέμενε στο νησί Τουρκική φρουρά. Μόνο ένας Καδής (Τούρκος ιεροδικαστής) με λίγους Τούρκους χωροφύλακες έμενε στη Σκύρο κι όχι πάντοτε. Θεωρείται πιθανότατο ότι επισκεπτόταν κατά διαστήματα το νησί. Με αυτές τις πολιτικές συνθήκες στη Σκύρο, η επανάσταση της σκλαβιάς ήταν πιο ήπια. Γι’ αυτό, τον 17ο αιώνα, κυρίως όμως τον 18ο και στις αρχές του 19ου -μολονότι οι κίνδυνοι απ’ την πειρατεία ήταν πάντοτε μεγάλοι- έχουμε στο νησί αξιολογότατη ανάπτυξη της οικονομίας (βιοτεχνία, κτηνοτροφία, αμπελουργία, μελισσοκομία, καλλιέργεια σιτηρών και εμπόριο). Έχουμε επίσης, μεγάλη ανάπτυξη του παραδοσιακού πολιτισμού σε όλες τις μορφές του. Κατά τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα, στο νησί υπήρχαν 12-13 καΐκια με δυνατότητα επιτόπιας ναυπήγησης κι επισκευής τους. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου οι Σκυριανοί ανέπτυξαν πολύ ενδιαφέροντες θεσμούς αυτοδιοίκησης και απονομής δικαιοσύνης.
   Η Σκύρος κατά το 1800 είχε περίπου 2.000-2.500 κατοίκους και αρκετοί Σκυριανοί τότε ήταν απόδημοι σε διάφορα μέρη, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη. Επίσης στη Ρωσία και στη Μολδοβλαχία -μια περιοχή της Ρουμανίας η οποία ήταν τότε επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διοικούμενη από Έλληνες ηγεμόνες διορισμένους απ’ το σουλτάνο.
   Αλλά ας δούμε κάπως πληρέστερα τα πράγματα σχετικώς με το κύριο θέμα μας: φοβούμενοι τους διωγμούς των Τούρκων πολλοί Έλληνες από διάφορα μέρη άρχισαν να καταφθάνουν στη Σκύρο. Συνολικά, μέχρι το 1824 κατέφυγαν στη Σκύρο πάνω από 5.000. Και το 1825 βρίσκονταν πολλοί στο νησί. Προέρχονταν από τη Μακεδονία (1821), από τη Θεσσαλία, από την Κρήτη, από το Αϊβαλί της Μ. Ασίας, από την Κύμη και την υπόλοιπη Εύβοια, από τη Σάμο, από τα Ψαρά, από τη Λήμνο, από τη Χίο και από το Άγιο Όρος αρκετοί καλόγεροι. Συγκεκριμένα: 2.000 προήλθαν από το Αϊβαλί, 1.000 από την Κύμη και την υπόλοιπη Εύβοια (Οκτώβριος 1821), 2.500 απ’ τα Ψαρά (Ιούνιος 1824) και μικροομάδες από τ’ άλλα μέρη που συνέχισαν να έρχονται μέχρι το 1828. Βέβαια, δεν έμειναν όλοι επί μακρύ χρονικό διάστημα. Εντούτοις, πολλοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Σκύρο, πιθανότατα γύρω στους 500.
    Γενικά, οι πρόσφυγες και τα άτακτα τμήματα ενόπλων με τους οπλαρχηγούς των, αποτέλεσαν ένα δυσβάσταχτο φορτίο για το κοινό της Σκύρου το χρέος του οποίου για την αντιμετώπιση διαφόρων δαπανών προς εξυπηρέτηση προσφύγων και οπλαρχηγών το 1829 ήταν ένα εκατομμύριο γρόσια. Ιδίως οι οπλαρχηγοί και οι άνδρες τους προκάλεσαν τεράστιες ζημιές στο ζωικό κεφάλαιο των Σκυριανών, στη γεωργική παραγωγή τους, στη τεχνολογία παραγωγής κρασιού, στα περισσότερα σπίτια της κωμόπολης. Μέχρι την εποχή του Καποδίστρια παρέμεναν στο νησί διάφοροι οπλαρχηγοί με τους άνδρες τους. Υπολογίζονται σε αρκετές εκατοντάδες οι άνδρες αυτοί. Με οπλαρχηγούς αλληλομισούμενους και αλληλομαχούμενους, αδίστακτους και άπληστους. Είχαν τόσο αποθρασυνθεί, ώστε επιχείρησαν να καταλάβουν και το Κάστρο στα μικρά σπίτια του οποίου οι Σκυριανοί έκρυβαν ότι πολύτιμο είχαν. Έβαλαν στο νου τους να οικειοποιηθούν και κτήματα των Μονών. Απέτυχαν, αλλά το κάστρο παραλίγο να πέσει στα χέρια τους.
    Στις προαναφερθείσες ζημιές, πρέπει να προσθέσουμε και τη μεγάλη φθορά που έπαθαν τα καΐκια της Σκύρου. Γιατί οι Σκυριανοί στον πόλεμο με τους Τούρκους διέθεσαν και τα καΐκια τους, εξοπλισμένα με λίγα σιδερένια κανόνια. Ήταν καλοί ναυτικοί και μ’ αυτά πολέμησαν γενναία τον κατακτητή. Πρέπει επιπλέον να μνημονεύσουμε και το γεγονός ότι διέθεσαν στον αγώνα και μέρος από τα ασημοκάνδηλα των εκκλησιών τους.
    Επιχειρήθηκε, με βάση τους προαναφερθέντες καταλόγους να υπολογισθούν σε γρόσια οι υλικές θυσίες των Σκυριανών. Το ποσό του επιχειρηθέντος υπολογισμού ανήλθε σε 4.546.000 γρόσια. Στην πρόσφατη αξία του δραχμικού συστήματος το ποσό αυτό υπολογίσθηκε σε 2.000.000.000 δραχμές. Η μετατροπή στο τωρινό σύστημα συναλλαγών μας, κάνει περίπου έξι εκατομμύρια ευρώ. Σημειώνω ότι ο έλεγχος που έχει γίνει στις πηγές πληροφοριών οδήγησε στη βεβαιότητα ότι στους καταλόγους του 1828, που συντάχθηκαν από τους τότε δημογέροντες, τα στοιχεία είναι φουσκωμένα με την ελπίδα ότι -ως φαίνεται- μεγαλύτερων αποζημιώσεων. Σε μία περίπτωση η δήλωση φθάνει σχεδόν στο διπλάσιο εκείνων που πράγματι προσφέρθηκαν. Αν λάβουμε υπ’ όψιν αυτό ως μέτρο και περιορίσουμε τον υπολογισμό στο ½ του προαναφερθέντος συνολικού ποσού, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι και σ’ αυτήν την περίπτωση οι υλικές θυσίες των Σκυριανών ήταν μεγάλες. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνουν αναμφισβήτητες ενδείξεις: στο τέλος της επανάστασης το ζωικό κεφάλαιο των Σκυριανών είχε σχεδόν καταστραφεί εξ’ ολοκλήρου. Τα σπίτια τους είχαν πάθει τεράστιες ζημιές. Το κοινό βρέθηκε καταχρεωμένο, όσα καΐκια διασώθηκαν έπρεπε ριζικώς ν’ ανακαινισθούν. Τα περισσότερα εργαλεία στα πατητήρια τους είχαν καταστραφεί. Πάρα πολλά νοικοκυριά είχαν περιέλθει σε κατάσταση φτώχειας. Ας σημειωθεί ότι τελικώς οι Σκυριανοί δεν πήραν καμιά αποζημίωση.
    Αλλά πέρα από τις υλικές θυσίες υπάρχει και η συμμετοχή Σκυριανών σε πολεμικές συγκρούσεις στη στεριά και στη θάλασσα. Προ της επαναστάσεως αρκετοί Σκυριανοί εργάζονταν στα εμπορικά καράβια των Ψαριανών όπου μερικοί είχαν και μερίδιο. Με την έναρξη της εξέγερσης βρέθηκαν (με τη θέλησή τους βέβαια) να είναι ναύτες σε πολεμικούς αγώνες. Ο Γ. Λαλεχός με δικό του πλοίο, την «Αφροδίτη» που ναυπηγήθηκε στη Σκύρο, πήρε μέρος στον αγώνα. Πιο πριν συμμετείχε στον αγώνα ως κυβερνήτης στο υδραίικο πλοίο «Λυκομήδης». Οι αδελφοί, Μιχαήλ και Δημήτριος Ανέστη, κυβερνήτες σ’ ένα μυστικό (ειδικό ταχύπλοο σκάφος) διέπρεψαν στις αρχές της επανάστασης σε καταδρομικές επιχειρήσεις. Και όταν ο Μιχαήλ σκοτώθηκε σε μια ναυμαχία, ο Δημήτριος συνέχισε ν’ αγωνίζεται στα πυρπολικά. Το 1821, όταν ετοιμαζόταν επιχείρηση για κατάληψη της Καρύστου από τους εξεγερμένους Ευβοείς, ο Δ. Υψηλάντης κάλεσε τους Σκυριανούς και τους άλλους νησιώτες να στείλουν άνδρες. Η Σκύρος πρόθυμα ανταποκρίθηκε στην παραγγελία να αποσταλούν εκατό άνδρες. Γνωρίζουμε τα ονόματα αρκετών Σκυριανών (εκτός των προαναφερθέντων) που πήραν μέρος στον αγώνα: Ο Γ. Κάψος, ο Δημ. Αγγελής, ο Σταμ. Φεργάδης, ο Σταμ. Ματζουράνης, ο Κ/νος Μιχάλης, ο Δημήτριος που αναφέρεται στις πηγές πληροφοριών ως Σκυριανός (όπως και ο Σταμάτης), ο Ι. Καλημέρης, ο Δημ. Γιαλούρης, ο Ι. Σφυρίδου που υπηρέτησαν σε Ψαριανά καράβια. Επίσης, ο Γεωργαντής Φάλταγης που, καθώς λέγεται, ήταν μαζί με τον Καραϊσκάκη και ο Ι. Κορομπός που ήρθε απ’ το Τριέστι (την Τεργέστη η οποία ανήκε τότε στην Αυστρία) για να αγωνισθεί υπέρ της ελευθερίας. Και ακόμη ο Γ. Αγραφιώτης, ο Κ. Στεργίου, ο Γ. Κάτσος, ο Γιάννης Χιώτης, ο Α. Ματζουράνης, ο Παντελής, οι δυο γιοι του Γ. Μικέ που σκοτώθηκαν στον αγώνα, ο Σωτήρος Αυλωνίτης και ο πατέρας του που έπεσαν και αυτοί μαχόμενοι. Ο αδελφός του Σωτήρου Αυλωνίτη αγωνίσθηκε αλλά επέζησε έχοντας μείνει ανάπηρος. Και ακόμη ο Αντώνης Παπαζαχαριάς.
    Είναι αξιοσημείωτο ότι οι γονείς των πεσόντων πήραν συντάξεις μετά την επανάσταση. Συντάξεις έλαβαν και επιζήσαντες αγωνιστές. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι οι επιζήσαντες αγωνιστές έλαβαν τιμητικά διπλώματα και πιστοποιητικά αρκετά από τα οποία διασώζονται. Διαβάζω:

Πιστοποιητικό Δημητρίου Ανέστη
“Ο υποσημειούμενος πλοίαρχος κατά τον ιερό αγώνα επί του πυρπολικού πλοίου ονομαζόμενου «Μέγαιρα», δηλοποιώ ο εκ Σκύρου συναγωνιστής μου, κος Δημήτριος Ανέστης εχρημάτισεν επί του ειρημένου πλοίου, ναύτης Ά τάξεως και παρευρέθη εις τη ναυμαχίαν της Σάμου και της Μυτιλήνης κατά το 1826, εις την Αλεξάνδρειαν το 1827, ότε επυρπολήσαμεν το εχθρικόν βρίκιον και κατά το 1828 εις την είσοδον του Αμβρακικού κόλπου με το, υπό την διεύθυνσιν μου, πολεμικόν, η «Χαρίκλεια» όπου διεκρίθη με πολλή γενναιότητα.”
Ο πλοίαρχος Αναστάσιος Παχής

Πιστοποιητικό Ιωάννου Κορομπού
“Ο Ι. Γ. Κορομπός, Σκυριανός, ήλθεν υπό την οδηγία μου από το Τριέστι κατά το 1821, εν μηνί Ιουνίου, δια να μεθέξει εις τον ιερόν αγώνα. Κατ’ αρχάς εδούλεψε εις το τακτικόν ως στρατιώτης. Εστάλη υπό την οδηγίαν του κου Τοπαλίδου εις την πολιορκία του Νεόκαστρου όπου επληγώθει εις τον δεξιόν χέρι και έμεινε ανενεργόν. Ευρέθη εις το φρούριον της Κορίνθου ως στρατιώτης. Εις τα χρέη του εστάθη πάντα πρόθυμος και καλός πατριώτης και άξιος στρατιώτης.”
Παύλος Παρασκευόπουλος
Επιθ/τής Ελληνικών στρατευμάτων

 varsamos2

   Θα αναφέρω περιληπτικώς τα γραφόμενα για μερικούς άλλους:
ο Κων/νος Στεργίου αγωνίσθηκε ως τον ερχομό του Καποδίστρια στο Τρίκερι, στο Νεόκαστρο, στην Αρμήλια, στην Αταλάντη. Ήταν τίμιος και γενναίος. Ο Γ. Αγραφιώτης αγωνίσθηκε στην Κασσάνδρα (1821), στο Τρίκερι, στο Άγιον, στην Αταλάντη με ζήλον και ευπείθειαν. Ο Δημήτριος στην Πελοπόννησο. Ο Γ. Κάτσος ήταν ναύτης, έλαβε μέρος σε πολλές ναυμαχίες όπως εκείνη της Τενέδου (1822). Ο Ιωάννης Χιώτης πολέμησε στην Πελοπόννησο. Ο Αναστάσιος Ματζουράνης ήταν ναύτης σε σπετσιώτικο πυρπολικό. Ο Παντελής υπηρέτησε στον αγώνα ως ναύτης σε μυκονιάτικο πυρπολικό. Ο ένας γιος του Γ. Μικέ έπεσε στα Ψαρά (1824). Ο Αυλωνίτης (πατέρας) και ο γιος του Σωτήρος έπεσαν στην πολιορκία της Ακρόπολης (1826). Ο Δημήτριος Γιαλούρης έλαβε βεβαιωτικό για τους αγώνες του κατά ξηράν και θάλασσαν με την εξής σημείωση: “φιλοτιμείται ο Σκυριανός Δημήτριος Γιαλούρης και τρέχει με όλη τη γενναιότητα εναντίον των τυράννων δι’ αγάπην της πίστεως και της πατρίδος, έτοιμος να θυσιάσει τον εαυτόν του όπου η χρεία τον καλέσει. Εις ένδειξιν δίδεται το παρόν διηγώντας την φιλογένειαν του (Μάιος του 1821-η βουλή των Ψαρών)”.
    Οι προαναφερθέντες είναι οι μέχρι τώρα γνωστοί Σκυριανοί αγωνιστές. Αξίζει να θυμόμαστε τη διάθεση της ψυχής με την οποία αγωνίσθηκαν, το γεγονός ότι μερικοί έπεσαν μαχόμενοι και ότι κάποιοι έμειναν ανάπηροι. Το γεγονός επίσης, ότι μερικοί αγωνίσθηκαν σ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης. Τέλος, ας σημειωθεί ότι όλοι οι Σκυριανοί αγωνιστές προέρχονταν απ’ όλες, τις τότε, κοινωνικές ομάδες του νησιού.
    Ο λόγος στη συνέχεια θα είναι για τρεις διακεκριμένους Σκυριανούς των χρόνων της επανάστασης: ο Γ. Τζάννου ζούσε στη Ρωσία με τον αδελφό του. Είχε αποκτήσει μεγάλη μόρφωση. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Οδησσό. Μόλις εξερράγη η επανάσταση βρέθηκε κοντά στον Υψηλάντη με τον οποίο είχε φιλία. Ο Υψηλάντης τον χρησιμοποίησε στη διεκπεραίωση απορρήτων υποθέσεων. Τον έστειλε στη Γαλλία και στην Πελοπόννησο. Έτσι έγινε γνωστός για τις ικανότητές του. Γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε σε ανάλογες αποστολές και στα επόμενα χρόνια. Το 1824 εστάλη στη Γερμανία. Εκεί εγνώρισε τον Καποδίστρια. Το 1826 εγνώρισε στην Ιταλία, τον μητροπολίτη Ιγνάτιο, ο οποίος χειριζόταν διπλωματικές υποθέσεις της επανάστασης. Ο Ιγνάτιος χρησιμοποίησε τον Γ. Τζάννου για να στείλει μηνύματα στην επαναστατική κυβέρνηση (1826). Σε επιστολή του προς τον Κουντουριώτη, γράφει ο Ιγνάτιος: “σας έγραψα προ ημερών και θέλει να σας εγχειρίσει το γράμμα μου ο κος Τζάννου εκ Σκύρου”.
    Ο Γ. Τζάννου και ο αδελφός του ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Μέλος της Φιλικής Εταιρείας ήταν και ο Σκυριανός Δ. Παπάζογλου που βρισκόταν τότε στη Μολδοβλαχία όπου είχε αποκτήσει πλούτη και κοινωνική επιρροή. Πιθανολογείται ότι Φιλικός ήταν και ο Γ. Οικονόμου, Σκυριανός με μεγάλη παιδεία, που στα χρόνια της επανάστασης βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη.
    Διαφορετική ήταν η περίπτωση του Σκυριανού αρχιμανδρίτη Σεραφείμ. Το κοσμικό του όνομα ήταν Σταμάτιος Κουτσούπης. Λίγο πριν την επανάσταση, ο Σεραφείμ, απ’ τη Μονή Καρακάλου του Αγίου Όρους (όπου εμόναζε) στάλθηκε σαν ηγούμενος στο μετόχι της Μονής αυτής, στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Γρηγόριο Παπαφλέσσα κι αφοσιώθηκε στους σκοπούς της Εταιρείας. Κατέλαβε σπουδαία θέση στους κύκλους της. Γι’ αυτό μπορούσε να επικοινωνεί απευθείας με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Τον Φεβρουάριο του 1821, ο Υψηλάντης από τη Ρωσία πέρασε στο Ιάσιο. Στις 29 του ίδιου μηνός, στο ναό των Τριών Ιεραρχών του μετοχίου όπου ηγούμενος ήταν ο Σεραφείμ, ο μητροπολίτης Βενιαμίν Κωτσάκης ευλόγησε τη κήρυξη της επανάστασης και περίζωσε τον Υψηλάντη με σπαθί. Εκεί βέβαια, παρών ήταν ο Σεραφείμ που είχε εργασθεί δραστήρια για κείνη τη μεγάλη στιγμή και ασφαλώς συμμετείχε στην ιεροτελεστία με την οποία ξεκινούσε η πιο μεγάλη προσπάθεια του νέου ελληνισμού.
   Είναι γνωστό ότι η ελληνική επανάσταση στη Μολδοβλαχία όπου ζούσαν τότε πάρα πολλοί Έλληνες, απέτυχε. Όμως, η στρατηγική και ηθική σημασία εκείνης της αρχής ήταν μεγάλη για την κήρυξη και σταθεροποίηση της επανάστασης στην κυρίως Ελλάδα.
    Ο άλλος Σκυριανός αρχιμανδρίτης, ο Μακάριος Βαρλαάμ (κατά κόσμον Μανώλης Βαρλάμος) από ιερομόναχος στη Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους, βρέθηκε πρωτοσύγκελος στη Μητρόπολη της Χαλκίδας. Ικανός και δραστήριος καθώς ήταν, έγινε πολύ γνωστός και ασκούσε μεγάλη επιρροή. Μόλις άρχισε η επανάσταση στην κυρίως Ελλάδα, ο Μακάριος Βαρλαάμ πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια επέκτασής της και στην Εύβοια. Δραστηριοποιήθηκε στο κεντρικό τμήμα της. Στο Άγιον, μερικές ώρες έξω απ’ τη Χαλκίδα, επιδόθηκε στη συγκρότηση στρατοπέδου συνεργαζόμενος με άλλους πρωτεργάτες του ξεσηκωμού. Τελικά, από τη Λίμνη Ευβοίας εκδόθηκαν προκηρύξεις επαναστατικές και με την υπογραφή του Μακάριου που προέτρεπαν στην απολύτρωση από του τουρκικό ζυγό. Σε λίγο άρχισαν οι πρώτες αψιμαχίες με τους Τούρκους και οργανώθηκε επιχείρηση για την απελευθέρωση της Χαλκίδας. Δυστυχώς όμως, η προσπάθεια αυτή απέτυχε. Ίσως από κακή συνεννόηση των συνεργαζομένων οπλαρχηγών.
   Ακολούθησαν κι άλλες ατυχείς συγκρούσεις και τελικώς η επανάσταση στην Εύβοια κατά το 1821 κατέληξε σε αποτυχία. Τότε είναι που κατέφυγαν στη Σκύρο 1.000 περίπου πρόσφυγες από την Κύμη και την υπόλοιπη Εύβοια (Οκτώβριος του 1821). Μετά την αποτυχία της εξέγερσης ο Μακάριος έφυγε από την Εύβοια. Από το 1822 εγκαταστάθηκε μονίμως στη Σκύρο όπου αργότερα έφθασε και ο Σεραφείμ. Και οι δύο επιβραβεύθηκαν από την ελεύθερη ελληνική πολιτεία κι έζησαν τιμημένοι από τους συμπολίτες τους.
    Στη Σκύρο, κατά τα χρόνια της επανάστασης, η τοπική διοίκηση ασκείτο μ’ ένα νέο σύστημα εκλεγομένων γερόντων που για πρώτη φορά στο νησί ονομάσθηκαν δημογέροντες. Το 1824 ήταν δώδεκα αποκαλούμενοι και έφοροι. Καθώς προανέφερα, η Σκύρος, μόλις άρχισε η επανάσταση εντάχθηκε αμέσως στους μηχανισμούς της. Οι Σκυριανοί έπαυσαν να πληρώνουν φόρους και άλλα δοσίματα στους Τούρκους και πλήρωναν προς την επαναστατική κυβέρνηση την κατ’ άνδρα εισφορά και τη φορολογία επί της παραγωγής. Οι διαδικασίες αυτές προκαλούσαν και αντιθέσεις ανάμεσα στους δημογέροντες και στο λαό, ανάμεσα στους πρόκριτους, ανάμεσα στην τοπική διοίκηση και στους εκπροσώπους της επαναστατικής κυβέρνησης. Αυτά τα γεγονότα, η παρουσία των προσφύγων, η αυθάδης και καταστροφική συμπεριφορά των οπλαρχηγών και των άτακτων που στάθμευαν στο νησί, οι συχνές αφίξεις στη Σκύρο των εκπροσώπων της επαναστατικής κυβέρνησης, η διογκούμενη ημέρα με την ημέρα οικονομική δυσπραγία δημιουργούσαν μια τεταμένη ατμόσφαιρα.
   Όμως, σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, κυριαρχούσε η ταραχή του πολέμου, η αγωνία, ο φόβος, το έντονο ενδιαφέρον για τα συμβαίνοντα, η ελπίδα για την αίσια έκβαση του ιερού αγώνα. Αναφέρω ένα περιστατικό: το 1825 έφθασε στη Σκύρο ένας Ευρωπαίος περιηγητής. Ανέβηκε στην κωμόπολη. Κάποιοι Σκυριανοί μαζεύτηκαν γύρω απ’ την παρέα του. Τους κάλεσαν στο καφενείο για να τους κεράσουν. Μέσα βρίσκονταν αρκετοί άλλοι καθισμένοι σε πάγκους. Κουβέντιαζαν για τον αγώνα στο Μοριά και για το στόλο του Καπουδάν Πασά που με κάμποσα πλοία βρισκόταν στη Μυτιλήνη. Άκουγαν με θέρμη τις πληροφορίες. Αυτή την εποχή (1825) υπήρχε κάποια συμφωνία ανάμεσα στους Σκυριανούς και τους οπλαρχηγούς οι οποίοι με μισθό ανέλαβαν καθήκοντα άμυνας του νησιού. Επιπλέον, για την άμυνα υπήρχαν και αρκετοί ένοπλοι νέοι Σκυριανοί. Επάνω στο κάστρο, που πάντα οι Σκυριανοί φύλαγαν καλά, υπήρχαν λίγα κανόνια χρησιμοποιούμενα με δυσκολία. Ας σημειωθεί εδώ και η συμπεριφορά του επισκόπου της Σκύρου. Είναι γνωστό ότι η Σκύρος από τον 17ο αιώνα μέχρι το 1837 είχε επίσκοπο. Επίσκοπος στα χρόνια της επανάστασης (και πριν απ’ αυτήν μέχρι το 1837) ήταν ο Γρηγόριος Επιφάνιος. Ήταν θερμός υποστηρικτής των ιδανικών του αγώνα. Μιλούσε στους Σκυριανούς για τα δεινά της δουλείας. Έγραφε για τους ιερούς αγώνες των Ελλήνων με ενθουσιασμό, για την ελευθερία και εξ’ αυτής ευδαιμονία. Σύμφωνα με παραγγελίες της κεντρικής επαναστατικής διοίκησης (1825) που τις αποδέχθηκε ο Γρηγόριος, γίνονταν δεήσεις στη Σκύρο για τους μαχόμενους υπέρ της πίστεως και της πατρίδος. Οι ιερείς στις εκκλησίες, σύμφωνα με εντολή του, έκαναν παράκληση δυο φορές την ημέρα και ανέπεμπαν ευλογίες για τους αγωνιζόμενους. Επιπλέον ο Γρηγόριος, σύμφωνα με παραγγελία της κεντρικής διοίκησης, ετέλεσε μνημόσυνα υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του Ιωάννη Βαρβάκη, του Ιωάννη Μαυρομιχάλη και των πεσόντων στο Νεόκαστρο και το Ναβαρίνο αξιωματικών, στρατιωτών και ναυτών. Οι Σκυριανοί ζούσαν τον απελευθερωτικό αγώνα σ’ όλη την έντασή του.
   Αλλά, σ’ αυτό το σημείο πρέπει να τερματίσω. Πιστεύω ότι έδωσα -έστω και αδρομερώς- μια εικόνα της συμβολής των Σκυριανών στο μεγάλο αγώνα του 1821. Να προσθέσω μόνο ότι αυτή η εικόνα προβλέπεται ότι κάθε τόσο θα πλουτίζεται με νέα στοιχεία που θ’ αποκαλύπτουν οι αρχειακές πηγές. Πάντως, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, η συμβολή της μικρής Σκύρου στην επανάσταση του 1821 μπορεί δικαιολογημένα να θεωρηθεί και σπουδαία και αξιομνημόνευτη.

ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΣΑΜΟΣ