“Σκύρος Ανεμόεσσα” Βιβλίο

book

Ο παρών τόμος σκιαγραφεί μοναδικά το «πρόσωπο» της Σκύρου όπως το είδαν Έλληνες και ξένοι λογοτέχνες τους τελευταίους περίπου τρεις αιώνες. Ένα χρήσιμο απάνθισμα λογοτεχνικών κειμένων, πεζών και ποιημάτων, που συγκροτεί την πιο ολοκληρωμένη, αξιόπιστη και συναρπαστική μαρτυρία για τον τόπο και την ιστορία του, τα ήθη και τα έθιμα, τους ανθρώπους και τις ανθρώπινες σχέσεις της Σκύρου.

Ανθολογούνται πενήντα δύο καταξιωμένοι και λιγότερο γνωστοί συγγραφείς και ποιητές. Δώδεκα ξένοι και σαράντα Έλληνες μεταξύ των οποίων Έλλη Αλεξίου, Βασίλης Βασιλικός, Ηλίας Γκρής, Γεώργιος Δροσίνης, Γιάννης Κιουρτσάκης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, Τάκης Παπατσώνης, Άγγελος Σικελιανός, Περικλής Σφυρίδης, Κων/νος Τσάτσος, Πέτρος Χάρης.

Ένα ανεπανάληπτο έργο λογοτεχνίας, σημαντική κατάθεση για την πανέμορφη Σκύρο, εμπλουτισμένο με δεκαέξι πίνακες της ζωγράφου Φρίντας Σφυρίδη.

Η Κερασία Κάραλη γεννήθηκε στην Αθήνα όπου και ζει. Αποφοίτησε από το ιστορικό-αρχαιολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών και εργάζεται ως φιλόλογος στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση.

Έχει λάβει μέρος στις ανασκαφές του προϊστορικού οικισμού στη θέση Παλαμάρι της Σκύρου. Έχει μεταφράσει ιταλούς και άγγλους ποιητές. Η Σκύρος Ανεμόεσσα είναι το πρώτο της βιβλίο.

Από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ

κυκλοφόρησε η ανθολογία των 250 σελίδων της Κερασίας Κάραλη

«ΣΚΥΡΟΣ ΑΝΕΜΟΕΣΣΑ – Το νησί στη λογοτεχνία»

 

Απόσπασμα από το βιβλίο:

Γνώρισα τη Σκύρο πριν γεννηθώ. Ήταν τότε που ήρθε o πατέρας μου με τη μητέρα μου Ευτέρπη έγκυο σε μένα και πήγαν στα Μαγαζιά, την περίφημη παραλία του νησιού, κάνοντας βόλτες στο ακροθαλάσσι. Εκείνος της διηγούνταν ιστορίες απ’ τη Σκύρο, συμβάντα και περιστατικά, πρόσωπα και σόγια που με τα χρόνια γνώρισα κι εγώ, και πέρασαν στη συνείδησή μου. Είναι σε κείνη την ίδια παραλία, που έγκυος στο γιο μου έλεγα τις ίδιες ιστορίες στον άντρα μου, όταν ήρθαμε στο πρώτο μας ταξίδι στο νησί και περπατούσαμε στην άμμο μιλώντας με φόντο τη χώρα που σκούραινε κάτω απ’ τον φθινοπωριάτικο ουρανό.

Η πρώτη μου οπτική επαφή με τη Σκύρο έγινε όταν, οκτώ χρονών, επισκέφθηκα το νησί με αφορμή το οικογενειακό πανηγύρι του Αι-Λιά του Ψηλέ, στο βουναλάκι απέναντι απ’ το ιστορικό Αχίλλι, απ’ όπου ο Αχιλλέας απέπλευσε μετά τη διαμονή του στο παλάτι του Λυκομήδη, με τη συνοδεία του Οδυσσέα, προκειμένου να ενσωματωθεί στο εκστρατευτικό σώμα για την Τροία. Εκεί, απέναντι απ’ το Αχίλλι, ψηλά στον Αι-Λιά, πρωτάκουσα τα υπέροχα σκυριανά τραγούδια, έζησα το ολονύχτιο γλέντι των ντόπιων, φίλων και συγγενών, καθώς κάθονταν αποβραδίς έξω από το περίκλειστο με μάντρα εκκλησάκι. Όταν γέρναμε να κοιμηθούμε τις πρωινές ώρες, θυμάμαι τον ουρανό κατάσπαρτο με ολόφωτα άστρα, τόσο κοντά, που θα νόμιζε κανείς ότι μπορεί να τα αγγίξει.

paint3

Έκτοτε, του Προφήτη Ηλία κάθε χρόνο ανεβαίναμε στο οικογενειακό εκκλησάκι και το πρωί, μόλις οι πρώτες αχτίδες μας πύρωναν, σηκωνόμασταν να δούμε τον ήλιο που’ βγαινε μέσα από τη θάλασσα. Γινόταν η λειτουργία και ύστερα άρχιζαν τα κεράσματα με λουκούμια, τηγανίτες, άρτους, σκυριανό τυρί και δροσερό καρπούζι.

Κάπως έτσι μπορώ να συνδέσω την πρώτη μου επαφή με τη Σκύρο, που έμελλε να γίνει για μένα, τόπος διαρκούς επιστροφής.

Τοποθεσίες του νησιού συνδέθηκαν σιγά-σιγά στη μνήμη μου με ιστορικές στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή του. Γιατί η Σκύρος δεν είναι μόνο, όπως κάποιοι μονότονα προβάλλουν, οι όμορφες παραλίες, το μέλι της, το νόστιμο κατσικίσιο κρέας, το ξυνοτύρι, τα σπάνια κεραμικά της και ξυλόγλυπτα. Είναι και αυτά. Αλλά πρωτίστως είναι η ζώσα ιστορία της που πάλλεται, σα συνέχεια της ωραίας μυθολογίας.

Η Σκύρος, το νησί του βασιλιά Λυκομήδη, δε μπορεί να περιοριστεί σε μια στεγνή τουριστική αντίληψη που θέλει να πουλάει τα μικρά και εφήμερα, προβάλλοντας μάλιστα μια ελληνικότητα προς άμεση κατανάλωση για εύκολο πλουτισμό. Αλλά είναι και όλα εκείνα που συνομιλούν με την αιωνιότητα. Είναι το θρυλικό κάστρο του Λυκομήδη, τα ερείπια του βυζαντινού ναού της Επισκοπής στο κάστρο, έργο του 9ου αιώνα, και ο ναός του Αγίου Γεωργίου, έργο των ετών 1599-1602. Είναι ο σημαντικότατος προϊστορικός οικισμός στο Παλαμάρι, που ανέδειξε η αρχαιολογική μέριμνα και το μεράκι της Μαρίας Θεοχάρη, της Λιάνας Παρλαμά και της Ελισάβετ Χατζηπούλιου. Είναι ο μονήρης τάφος του ρομαντικού ποιητή Ρούπερτ Μπρούκ, που συνάντησε το θάνατο το 1915 στις 23 Απριλίου, εκεί στις Τρείς Μπούκες, όπου ναυλοχούσε το αγγλικό πολεμικό στο οποίο υπηρετούσε ως ανθυποπλοίαρχος. Είναι το οργιαστικό μοναδικό καρναβάλι του νησιού με τους γέρους, τους φράγκους και τις κορέλες, που συνδέει το διονυσιακό παρελθόν με το παρόν. Είναι το αρχαίο λατομείο στα Πουριά, που προμήθευε πωρόλιθο τους ντόπιους προγόνους. Είναι η Ατσίτσα στα Β.Δ. του νησιού, με τα απομεινάρια των μεταλλείων σιδήρου που έκαναν πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αυτή την απόμακρη ειδυλλιακή περιοχή, να σφύζει από ζωή, μιας και κατοικούσαν εκεί γύρω στις 300 οικογένειες. Είναι η Πλατεία της Αιώνιας Ποιήσεως προς τιμήν του Ρούπερτ Μπρούκ, απ’ όπου ο επισκέπτης αγναντεύει τα περίφημα Μαγαζιά με τον Κάμπο, τα Γυρίσματα και τον Άγιο Ερμόλαο. Είναι το πολύτιμο Αρχαιολογικό μουσείο κάτω από τον Μπρούκ και δίπλα το σημαντικό Λαογραφικό Μουσείο των Μάνου και Αναστασίας Φαλτάιτς. Αυτά είναι όλα όσα συνθέτουν το ελκυστικό πρόσωπο και την ακατάβλητη συνείδηση του νησιού. Κι αυτά είναι που με ώθησαν να καταπιαστώ με την παρούσα ανθολογία, που νομίζω ότι ανασυγκροτεί μεσ’ από τον έντεχνο λόγο το αληθινό πρόσωπο του νησιού, όπως το σκιαγραφούν ποιητές και πεζογράφοι, Έλληνες και ξένοι, σε χρονικό διάστημα από το 17ο αιώνα μέχρι σήμερα.

Ωστόσο, υπάρχει και η αθάνατη αρχαία ελληνική γραμματεία, όπου η Σκύρος έχει ένα μερίδιο τιμής, καθώς έχουμε αναφορές στο νησί ακόμη και πριν από τον Όμηρο, που την αναφέρει στην Ιλιάδα ως «βραχωμένη Σκύρο». Και πρώτα-πρώτα, στα «Κύπρια Έπη» που θεωρούνται το πρώτο έπος του Τρωικού κύκλου και αναφέρονται στην προϊστορία του Τρωικού πολέμου μέχρι την έναρξη της Ιλιάδας. Τα Κύπρια έπη, ως προγενέστερα της Ιλιάδας, αναφέρονται και στο γνωστό μύθο που θέλει τον Αχιλλέα με τις οδηγίες της μητέρας του Θέτιδος, να κρύβεται στη Σκύρο στο παλάτι του Λυκομήδη, για να αποφύγει την εκστρατεία στην Τροία. Μύθο στον οποίο θα στηρίξουν τις δύο, όχι και τόσο γνωστές τραγωδίες τους, ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής, με τίτλο Σκύριοι. Η τραγωδία του Σοφοκλή είναι η μόνη που εν μέρει διασώθηκε με πέντε αποσπάσματα, από δεκαεννέα εν συνόλω στίχους. Στην Ποιητική του Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.) επισημαίνεται από τον μεταφραστή Ι. Συκουτρή το 1936, ότι από την τραγωδία Σκύριοι που έχει χαθεί, εσχάτως ευρέθη τεμάχιον επί παπύρου.

Στο ίδιο έργο ο Αριστοτέλης τονίζει, ότι από τα Κύπρια Έπη γίνονται πολλές τραγωδίες και από το έργο Μικρά Ιλιάς (που ανήκε επίσης στον επικό κύκλο) γίνονται «πλέον ή οκτώ» τραγωδίες, μεταξύ των οποίων αναφέρει τραγωδία «Νεοπτόλεμος». Με τη σειρά του ο Πρόκλος, νεοπλατωνικός φιλόσοφος του 5ου μ.Χ. αιώνα, στο έργο Χρηστομάθεια αναφερόμενος στο θέμα, τονίζει ότι ο Οδυσσέας αφού έφερε τον Νεοπτόλεμο από τη Σκύρο, του έδωσε τα όπλα του πατέρα του και φαντάστηκε σ’ αυτόν τον Αχιλλέα.

paint1

Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Σκύριοι, αναφερόταν στην παραμονή του Αχιλλέα στο νησί, όπου, ντυμένος γυναικεία με το όνομα Πύρρα, κρυβόταν ανάμεσα στις κόρες του βασιλιά Λυκομήδη. Οι Έλληνες έστειλαν πρεσβεία με επικεφαλής τον Οδυσσέα, προκειμένου να τον φέρει πίσω για να ακολουθήσει στην εκστρατεία της Τροίας. Ο Λυκομήδης αρνήθηκε ότι φιλοξενούσε τον Αχιλλέα, αλλά τους επέτρεψε να ψάξουν το παλάτι. Τότε ο Οδυσσέας έφτιαξε γυναικεία στολίδια για τις κόρες του βασιλιά κι ανάμεσα σ’ αυτά έκρυψε κι ένα ξίφος. Ο Αχιλλέας μόλις το είδε δε συγκρατήθηκε, άρπαξε το όπλο και πετώντας τα γυναικεία ρούχα, αποκαλύφθηκε.

Η τραγωδία Σκύριοι του Σοφοκλή (ο Αισχύλος δυο φορές την αναφέρει Σκύριαι), αναφέρεται στο ίδιο θέμα της διαμονής του Αχιλλέα στο παλάτι του Λυκομήδη, τη σχέση του με τη Δηιδάμεια, την άφιξη του Οδυσσέα κ.λπ.

Από τα διασωθέντα πέντε αποσπάσματα, ο Σοφοκλής στο πρώτο περιγράφει την επίπληξη που δέχτηκε ο Αχιλλέας από τον Οδυσσέα, διότι έμενε στη Σκύρο ανάμεσα στις κοπέλες:

Την δε προς τον Αχιλλέα τον εν Σκύρω καθήμενον εν τοις παρθένοις γεγενημένην επίπληξιν υπό του Οδυσσέως.

Ενώ στο δεύτερο απόσπασμα προσπαθεί να τον ρίξει στο φιλότιμο θυμίζοντάς του, ότι είναι απόγονος πατέρα άριστου μεταξύ των Ελλήνων και αναρωτιέται πώς (ο Αχιλλέας) μπορεί ν’ αφήσει να σβήσει το λαμπρό φως του γένους (των Ελλήνων):

   Συ δ’ ω το λαμπρόν φως αποσβεννύς γένους ξαίνεις, αρίστου πατρός Ελλήνων γεγώς;

Για να έρθει (ο Σοφοκλής) στη συνέχεια (γ΄ απόσπασμα) και να θυμίσει την κατάρα του πολέμου που αγαπά να αρπάζει νέους.

Φιλεί γαρ άνδρας πόλεμος αγρεύειν νέους.

Και οι δύο ποιητές φαίνεται ότι στηρίχτηκαν στα Κύπρια έπη, χαμένα σήμερα, και τα οποία κατέγραφαν σε έντεκα βιβλία, τα προ του Τρωικού πολέμου.

Στον κατάλογο των «υμνωδών» της Σκύρου περιλαμβάνεται βέβαια και ο Βίων από τη Σμύρνη, με ένα εκτενές απόσπασμα του ποιήματος του Επιθαλάμιος, Αχιλλέως και Διηδάμειας. Αποσπάσματα από τους 32 διασωθέντες στίχους του ποιητή που αφορούν τη Σκύρο, ως δείγμα αρχαιοελληνικού μέτρου και σπάνιας μουσικότητας, παρατίθενται μόνο με την αυθεντική τους μορφή στην αρχή του τόμου.

Γίνεται φανερό, ότι επιδίωξη της ανθολογίας είναι να γνωρίσει ο φιλόμουσος αναγνώστης το νησί σε όλο του το εύρος, μεσ’ από την πέννα γνωστών, καταξιωμένων συγγραφέων, αλλά και λιγότερο γνωστών, που θέλησαν να αποτυπώσουν εμπειρίες, βιώματα, σκέψεις και οραματισμούς για το νησί που αγάπησαν.

Κριτήριο επιλογής των προς ανθολόγηση συγγραφέων, ήταν η αξία και η καλλιτεχνική πληρότητα των κειμένων, σε συνδυασμό με την εκδοτική, λογοτεχνική παρουσία ενός εκάστου. Μέριμνά μου στάθηκε η ανεύρεση κειμένων σκυριανών συγγραφέων όσο και λογοτεχνών εκτός νήσου, ευρύτερα γνωστών. Δουλειά όχι και τόσο εύκολη, καθώς ήμουν υποχρεωμένη να ψάξω σε παλιά αρχεία, σε βιβλιοθήκες, να ρωτήσω παλιούς λόγιους του νησιού και να φυλλομετρήσω αμέτρητα ποιητικά και πεζογραφικά βιβλία.

Η κατάταξη του υλικού γίνεται σε τρείς μεγάλες ενότητες.

Στην πρώτη ενότητα «Η Σκύρος στη δόξα του λόγου», ανθολογούνται δεκαεπτά ποιητές και πεζογράφοι καταξιωμένοι, με το έργο τους ευρύτερα γνωστό: Έλλη Αλεξίου, Βασίλης Βασιλικός, Ηλίας Γκρής, Γεώργιος Δροσίνης, Γιάννης Κιουρτσάκης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Τάκης Παπατσώνης, Κλέων Παράσχος, Άγγελος Σικελιανός, Περικλής Σφυρίδης, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Σπύρος Τσακνιάς, Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, Πέτρος Χάρης, Ντίνος Χριστανόπουλος. Από τους δεκαεπτά οι τέσσερις είναι αμιγώς πεζογράφοι (Ε. Αλεξίου, Γ. Κιουρτσάκης, Α. Μωραϊτίδης, Π. Σφυρίδης). Με πεζογράφημα ή αφηγηματικό κείμενο ανθολογούνται οι έντεκα, εκ των οποίων ο ένας (Γ. Δροσίνης) ανθολογείται και με δύο ποιήματα. Οι τρείς (Η. Γκρής, Μ. Μαλακάσης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος) ανθολογούνται με ποιήματα. Τα κείμενα των Τάκη Παπατσώνη, Κλέωνος Παράσχου, Άγγελου Σικελιανού και Πέτρου Χάρη, βρέθηκαν ατιτλοφόρητα στον τόμο «Αι εν Σκύρω εορταί των Αποκαλυπτηρίων του μνημείου του Άγγλου ποιητή Ρούπερτ Μπρούκ», απ’ όπου και τα πήρα. Διακινδύνευσα επιπλέον την αυθαιρεσία να τα τιτλοφορήσω, προκειμένου να ενσωματωθούν αρμονικά στη δομή και το όλο ύφος του βιβλίου. Επίσης στην τρίτη ενότητα τιτλοφόρησα το κείμενο του Σωτηρίου Τσιάνη από τον πρόλογο του βιβλίου του.

Αξίζει να επισημανθεί ότι από τους δεκαεπτά, Σκυριανός την καταγωγή που κρατάει μια διαρκή σχέση ζωής με το νησί, είναι μόνον ο Περικλής Σφυρίδης.

Η Έλλη Αλεξίου, γνωστή συγγραφέας με πολύπλευρο κι επιβλητικό έργο, παίρνει αφορμή από μια «φυλακισμένη» πέρδικα της Σκύρου σε πολυκατοικία της Αθήνας, για να υμνήσει το ιδεώδες της ελευθερίας, κυρίως όμως, να τονίσει τη μοναξιά. Ο Βασίλης Βασιλικός που επισκέφθηκε τη Σκύρο το καλοκαίρι του 1959, αρχίζει το βιβλίο του Κ. με έναν ήρωά του να επισκέπτεται το νησί. Ο ποιητής Ηλίας Γκρής ανθολογείται με δύο ποιήματα: το ένα γραμμένο το 1996, ύστερα από το πρώτο ταξίδι του στη Σκύρο και την επίσκεψη του στον τάφο του Μπρούκ, δημοσιευμένο στη συλλογή του «Αλφειός πρόγονος» 2005, και το άλλο γραμμένο τις απόκριες του 2000 και μέχρι τώρα αδημοσίευτο.

Ο Γεώργιος Δροσίνης με όσα γράφει στο αφήγημα «Το νησί των μύθων», πρέπει να επισκέφθηκε τη Σκύρο τρείς φορές (το1924, το1925 και το 1926). Καρπός αυτών των επισκέψεων ήταν το ανθολογούμενο αφήγημα και τα δύο ποιήματα. Το δεύτερο ποίημα με τίτλο «Βραδινές ώρες» γράφτηκε, όπως λέει ο ίδιος, ένα σούρουπο παρατηρώντας απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού που διέμενε, το ψαρολίμανο της Λιναριάς. Ο Γιάννης Κιουρτσάκης, τακτικός επισκέπτης, διαμένει για μεγάλο διάστημα στο Γιαλό και συγγράφει. Σε ένα μάλιστα από τα βιβλία του διεξέρχεται αναλυτικά το σκυριανό καρναβάλι. Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης δε φαίνεται να επισκέφτηκε τη Σκύρο, συγκινήθηκε όμως από το θάνατο του Άγγλου ποιητή κι έγραψε το ποίημα που ανθολογείται και το οποίο διάβασε στην τελετή των αποκαλυπτηρίων του μνημείου του Ρούπερτ Μπρούκ, στις 5 Απριλίου του 1931, η Μυρτιώτισσα. Ο Σκιαθίτης Αλέξανδρος Μωραϊτίδης με το ανθολογούμενο διήγημα, παρουσιάζεται γνώστης της μυστικής γοητείας που ασκούσε στους ναυτικούς ο όρμος Τρεις Μπούκες. Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος παραβρέθηκε ως νέος ποιητής, σε κείνες τις εκδηλώσεις που λάμπρυνε με την παρουσία του ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Φαίνεται ότι έγραψε το ποίημα που ανθολογείται εδώ πολύ αργότερα και το περιέλαβε στη συλλογή του «Το παράθυρο του κόσμου» 1961. Ο δοκιμιογράφος και ποιητής Κλέων Παράσχος, ο επίσης δοκιμιογράφος και πεζογράφος Πέτρος Χάρης, καθώς και ο Κων/νος Φαλτάιτς, γνωστός δημοσιογράφος στην εποχή του μεσοπολέμου και συγγραφέας, παρέστησαν στην τελετή των αποκαλυπτηρίων του μνημείου Ρούπερτ Μπρούκ και την κάλυψαν με ρεπορτάζ στις εφημερίδες που εργάζονταν. Ο Τάκης Παπατσώνης με κείμενο του στη «Καθημερινή», μιλώντας σε παρόντα χρόνο για το μνημείο και τον Ρούπερτ Μπρούκ, δε φαίνεται να επισκέφτηκε τη Σκύρο και ότι παρέστη στην τελετή των αποκαλυπτηρίων, καθώς δεν επιβεβαιώνεται από οποιαδήποτε πηγή. Άλλωστε το κείμενο του δημοσιεύτηκε την ίδια ημέρα (5 Απριλίου 1931) που γίνονταν οι εκδηλώσεις στη Σκύρο. Η διεισδυτική ματιά του ποιητή στο έργο του Μπρούκ, δείχνει ότι τον συγκλόνισε ο πρόωρος θάνατος του και η «πρωτόγονη» ταφή του στην ερημιά του ελαιώνα στις τρείς Μπούκες. Ο Άγγελος Σικελιανός ανθολογείται με απόσπασμα της ομιλίας που εκφώνησε με θέμα το υψηλότερο νόημα της αιώνιας ποιήσεως. Ο Περικλής Σφυρίδης «ζωντανεύει» τη Σκύρο σε ένα μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος του «Ψυχή μπλε και κόκκινη» και σε έξι διηγήματα του. Στο μυθιστόρημα, μέρος του οποίου ανθολογείται εδώ, βασική ηρωίδα του είναι η «κυρία Πίτσα», η περίφημη δασκάλα της Σκύρου, αδελφή του πατέρα του που έμεινε όλη της τη ζωή στο πατρικό της στη Μεγάλη Στράτα. Στα διηγήματα του ξεχωριστή θέση κατέχει ο καπετάνιος της Σκύρου, ο Θόδωρος Ευσταθίου με τη γυναίκα του Κοκαλένια. Από την πλευρά του ο Σπύρος Τσακνιάς, συνδαιτυμόνας του Στρατή Τσίρκα στις ταβέρνες του νησιού, μας αφήνει ένα κείμενο για τον Τσίρκα στο οποίο εκείνος του εξιστόρησε το πόσο ο καπετάν-Θόδωρος νοσταλγούσε το μαγείρεμα της Κοκαλένιας, που διατηρούσε την πρώτη ταβέρνα στο Μώλος (υπάρχει ακόμα). Ο Στρατής Τσίρκας που συνδέθηκε για πολλά χρόνια φιλικά με Σκυριανούς, έμενε επί μεγάλο χρονικό διάστημα στο νησί τη δεκαετία του ‘70, όπου και, όπως μαρτυρείται, έγραψε το μυθιστόρημά του «Χαμένη Άνοιξη». Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ανθολογείται με όσα αφηγείται για την εξορία του στη Σκύρο και τη διαμονή του στα Μαγαζιά στη διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας, έτσι όπως τα καταγράφει στο δίτομο έργο του Απολογία μιας ζωής. Τέλος, ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος που επισκέφθηκε το νησί τέσσερις φορές ανάμεσα στα χρόνια 1980-1988, ξεκίνησε με τον Περικλή Σφυρίδη για τον τάφο του Ρούπερτ Μπρούκ στις Τρείς Μπούκες, κάτι που έγινε αφορμή για να γράψει το ανθολογούμενο αφήγημά του «Στη Σκύρο».

Στη δεύτερη ενότητα «Με τα μάτια των ξένων», ανθολογούνται δώδεκα ξένοι συγγραφείς που επισκέφθηκαν τη Σκύρο για διάφορους λόγους, από το 17ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Ανθολογούνται με ποίημα οι ποιητές: Αιμίλ Βερράρεν και Ρούπερτ Μπρούκ. Το ποίημα του Μπρούκ «Ο Στρατιώτης», γράφτηκε το Δεκέμβρη του 1914, τέσσερις μήνες πριν να αφήσει ο ποιητής την τελευταία του πνοή στ’ ανοιχτά της Σκύρου. Παρ’ ότι αποτελεί ύμνο για τη Αγγλία και δε φαίνεται να συναρμόζει στο περιεχόμενο της ανθολογίας, ένας στίχος του το φέρνει κοντά στη Σκύρο και στην ανθολογία. Λέει: εάν πέθαινα, αυτό για μένα σκέψου μόνο: ότι υπάρχει κάποια γωνιά σ’ ένα ξένο χωράφι που είναι για πάντα Αγγλία. Τέσσερις μήνες μετά, τον έθαψαν σε αυτόν τον τόπο όπου υπάρχει ο τάφος – μαρμάρινο μνημείο με εγχάρακτο το προαναφερθέν ποίημα. Με αφήγημα, επιστολή ή ταξιδιωτικές εντυπώσεις μιας ορισμένης λογοτεχνικής αξίας, ανθολογούνται οι: Πωλ Βάντερμπορντ, Μαρκερίτ Γκινέ, Τζέημς Λορντ, Ζαν Μπλο, Μισέλ Ντεόν, Αντων Προκές Φον Όστεν, Μαίρη Ρενώ, Ρομπέρ Σωζέ, και Κάρλ Φίντλερ. Ο Ιταλός ποιητής και συνθέτης, Πιέτρο Μεταστάζιο, ανθολογείται με αποσπάσματα από το ποιητικό του δράμα «Ο Αχιλλέας στη Σκύρο».

Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε στο Ζαν Μπλο, με τις μαρτυρίες του για τον αλησμόνητο στοχαστή Κώστα Παπαϊωάννου και τη σχέση του με τη Σκύρο.

paint2

Στην τρίτη ενότητα «Ο ντόπιος λόγος και ο λόγος των φίλων» ανθολογούνται εικοσιτρείς συγγραφείς από τους οποίους οι έντεκα δεν είναι Σκυριανοί, αλλά βίωσαν μια ισχυρή σχέση με το νησί και τους κατοίκους του. Ορισμένοι από αυτούς είχαν μια σύντομη «γνωριμία» με το νησί, ενώ άλλοι συνδέθηκαν γερά με τον τόπο και τους ανθρώπους του: ο Βάσος Βογιατζόγλου λ.χ. που ανθολογείται με ένα τρίπτυχο ποίημα, έμεινε αρκετό καιρό στο νησί ως αγροτικός γιατρός, ενώ ο Πάνος Παναγιωτούνης επισκεπτόταν το νησί για διακοπές επί εικοσιπέντε χρόνια κι έγραψε ολόκληρη ποιητική συλλογή γι αυτό. Ο Ιωάννης Βογιατζής είναι γυμνασιάρχης στη Σκύρο και είναι φυσικό να έχει αναπτύξει μια σχέση ζωής. Σε αυτήν την ενότητα εντάσσονται δώδεκα γηγενείς που διαθέτουν κάποιο χάρισμα γραφής και αφηγούνται ιστορίες και στιγμιότυπα από τη ζωή και τα έθιμα του νησιού, με τρόπο ζωντανό που διανθίζεται από την ντόπια λαλιά. Από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα τέτοιας γραφής είναι «Ο Μοζηθροφάγος» του Α.Ι. Φραγκούλη και «Η φυλλάδα των Λιάπηδων», αγνώστου. Η μέχρι τώρα αναφορά ή η παράθεσή της γινόταν χωρίς όνομα συγγραφέα. Ό,τι έφτασε ως εμάς, οφείλεται -σύμφωνα με τον Ξ. Α. Αντωνιάδη- στον πατέρα του Ζαχαρία Αντωνιάδη, ο οποίος το 1943 έδωσε το φυλλάδιο στο νεαρό τότε φιλόλογο συμπολίτη μας, Τάκη Ρήγα Θεοχάρη. Ο μετέπειτα καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αντέγραψε αμέσως το κείμενο, αλλά έχασε το πρωτότυπο μέσα στις περιπέτειες της Κατοχής. Ο ίδιος ο Θεοχάρης μάλιστα, το είχε ονομάσει «Φυλλάδα των Λιάπηδων», αγνώστου συγγραφέα. Όμως, από τα εξαντλητικά στοιχεία που παραθέτει ο αείμνηστος ναύαρχος, σπουδαίος ερευνητής Ξ. Α. Αντωνιάδης, μπορεί σήμερα να συναχθεί με κάποια σχετική ασφάλεια το συμπέρασμα, ότι ο συγγραφέας της «ποιητικής αφήγησης» δε μπορεί παρά να είναι ο Κομνηνός Γιάννη Κομνηνός, ένας από τους τρεις γιούς του Γιάννη Κομνηνού, που διετέλεσε δημογέροντας το 1807-1808. Γενικότερα, πάντως, στα κείμενα των Σκυριανών διακρίνει κανείς μια ατόφια λυρική διάθεση, που τους προσδίδει το γλαφυρό ύφος της ηθογραφίας. Η γραφή τους, άμεση και ειλικρινής, μας κάνει κοινωνούς των μυστικών της Σκυριανής ζωής κι αυτό δεν είναι λίγο.

Η όλη προσπάθεια της ανθολογίας ολοκληρώνεται με έργα της Φρίντας Σφυρίδη, που πλέον διαμένει στη Σκύρο τους περισσότερους μήνες του χρόνου και έχει κάνει τρείς ατομικές εκθέσεις με θέματα παρμένα από το νησί (στη Σκύρο – 1998 και 2000 και μια στη Θεσ/νίκη το 2004).

Η Σφυρίδη που χρησιμοποιεί ως υλικό, άλλοτε την ακουαρέλα κι άλλοτε τη μικτή τεχνική (τέμπερες, κολλάζ, μονοτυπία), κατόρθωσε να αποδώσει με στοιχεία άλλοτε ιμπρεσσιονιστικής και άλλοτε εξπρεσιονιστικής διάθεσης, τα πολλά όμορφα ξωκλήσια, τους διάσπαρτους μύλους, τις βάρκες στο Μώλος και τους «γέρους» της Σκύρου και τέλος να απεικονίσει σε μια σειρά από έργα της, τα μοναδικά σκυριανά αλογάκια.

Όλα αυτά συνιστούν μιαν «οπτική» η οποία, ενώ δεν απομακρύνεται από την ρεαλιστική απεικόνιση, εκφράζει ταυτόχρονα τη δύναμη της συγκίνησης, αποκαλύπτοντας ξεκάθαρα ένα κοίταγμα αυστηρώς προσωπικό.

Διατηρώ την ελπίδα-προσδοκία, ότι η εργασία αυτή αποτελεί μια συνεισφορά στην ανάδειξη του πνεύματος, που ενέπνευσε και καλλιέργησε η Σκύρος.

Κλείνοντας, οφείλω να ευχαριστήσω ορισμένους ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βοήθησαν σ’ αυτή την προσπάθεια. Και πρώτα-πρώτα, θερμά να ευχαριστήσω το χορηγό αυτής της έκδοσης Νίκο Ρεμαντά και την κόρη του Νεφέλη, που η γενναιόδωρη προσφορά τους έκανε δυνατή αυτή την έκδοση. Τον εκδότη Σάμη Γαβριηλίδη για την άριστη συνεργασία μας και το άρτιο αποτέλεσμα. Ευχαριστίες οφείλω επίσης στους συγγραφείς Περικλή Σφυρίδη, Γιώργο Αράγη, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, Ηλία Γκρή και Θανάση Αναγνωστόπουλο, διευθυντή του πολύτιμου «Θησαυρού της Ελληνικής Γλώσσας». Επίσης, θερμές ευχαριστίες στις Σκυριανές και στους Σκυριανούς: Μυρσίνη Μανδηλαρά, Μαρία Συβίτου, Άννα Γιαννακοπούλου – Ξανθούλη, Ανέστη Φραγκούλη και βέβαια στον Γιώργο Πετριόλη για το πολύτιμο ενδιαφέρον του.

Ευχαριστώ όλους τους μεταφραστές των ξένων κειμένων. Τους ζώντες ανθολογούμενους για την τιμή που μου έκαναν να μου εμπιστευτούν τα κείμενα τους. Και βέβαια τη ζωγράφο και ακριβή φίλη Φρίντα Σφυρίδη, που πρόσφερε τα έργα της για να κοσμήσουν την έκδοση.

 

Αθήνα,26 Μαΐου 2005

Κερασία Κάραλη


 

Εκδόσεις «Γαβριηλίδης»

Μαυρομιχάλη 18, Αθήνα 10680

τηλ.: 210 3636514