Καθαρά Δευτέρα 1944

Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Σκύρο

-Χρονικό-

Μάνος Φαλτάϊτς

 

   Η Καθαρά Δευτέρα του 1944, εορτάστηκε στη Σκύρο με πάνδημο τρόπο.

   Ήταν η πρώτη Καθαρά Δευτέρα μετά την φυγή των Ιταλών, που έγινε τον Σεπτέμβρη του 1943 και ο λαός είχε ανασάνει και ήθελε να γιορτάσει και να ξεδώσει.

   Η ελευθερία χόρταινε με αισιοδοξία κι ελπίδα στο μέλλον τους κάτοικους του νησιού.

   Τα μπαούλα ανοίχτηκαν τότε και βγήκαν οι καλές φορεσιές.

   Έβαλαν εκείνη την ημέρα τις πιο καλές παραδοσιακές οικογενειακές φορεσιές των οι νέοι και οι νέες, και ολόκληρο το Χωριό επάλλετο από τραγούδια και χαρούμενα λόγια και γέλια.

   Έλαβα και εγώ μέρος για πρώτη φορά στην μέγιστην τούτη γιορτήν των Σκυρίων….

germans in Skyros

Μα τι γυρίσματα έχει η μοίρα!

Ως φαίνεται, βασκαθήκαμε μόνοι μας.

Το ξεφάντωμα της Καθαράς Δευτέρας, κατά την οποίαν ευλογούσαμε τον Μεγαλοδύναμον δια την ελευθερίαν που είχαμε πλέον χωρίς ίχνος κατακτητή στο νησί μας, έγινε ξαφνικά βραχνάς την επόμενη.

Διότι, την άλλην ημέραν, την Καθαράν Τρίτην, μία ομάδα Γερμανών κομάντος, ειδικευμένων στην καταδιώξιν ανταρτών, κατάλαβαν το νησί.

Οι επίλεκτοι αυτοί Γερμανοί στρατιώτες, εφτάσαν στη Σκύρο ξαφνικά, χωρίς να τους πάρει κανένας χαμπάρι.

Είχαν κάνει απόβαση στο νησί με ατμακάτους κατασκευασμένες από κάποιο πλαστικό υλικό, τσιμέντο όπως λέγαμε εμείς.

Ήταν κάτι ως το ελενίτ υποθέτω, ή έτερο πλαστικό, αγνώστου μέχρι τότε σε μας, το οποίον εσχολιάζετο με θαυμασμόν από τους κατοίκους, ανάμεσα στα παράξενα και πρωτοφανή όπου βλέπαμε.

Και οι ατμάκατοι μας ήταν πρωτοφανείς ως είδος πλεούμενου, ουδεμίαν σχέσιν έχουσες με τις βάρκες και τα τρεχαντήρια που γνωρίζαμε εμείς μέχρι τότε. Μερικοί τις αποκαλούσαν αυτοκίνητα της θαλάσσης.

Δύο είχαν αποβιβαστεί στη Λίμνα κάτω, κοντά στην παραλίαν των Μαγαζιών. Μία στη Λιναριά και μία στη Θεοτόκο.

Έτσι είχαν μπλοκάρει ολόκληρο σχεδόν το νησί και απ ότι φαίνεται, ήξεραν πολύ καλά τα περάσματα μεταξύ Χωριού και της υπόλοιπης Σκύρου.

Οι χωρικοί γεωργοί και ποιμένες που εξεκινούσαν αυγή εκείνη την Καθαράν Τρίτην από τα σπίτια της πόλης προκειμένου να πάνε στες μάντρες και τα άλλα των κτήματα, ευρέθησαν αντιμέτωποι των Γερμανών ετούτων κομάντος.

Ευρίσκοντο στην Παναγιά Κατρακύλα κοντά στο δημόσιον Υδραγωγείον τον Σλήνα, στο Νυφήρι, απ’ όπου πηγαίναμε στα Μελακτά, στα Μισόχωρα και στο Τραχύ, στα Περάματα που οδηγούσε ο δρόμος στον Κάμπο, στη Μανωλιά και Τραχύ, στο δρόμο της Ατσίπολης και Αγιάς, στο μονοπάτι που οδηγούσε στο Μπάσαλε. Από τούτους τους δρόμους πηγαίναμε στ’ Αγαλήνι, στην Καλαμίτσα, στο Βουνό, στις Αχερούνες, στη Λιναριά.

Ο αποκλεισμός ήτο απόλυτος και ο έλεγχος των διαβάσεων σταθερός.

Προς όποιο πέρασμα κι αν κατευθύνοντο οι συμπατριώτες μας, εύρισκαν εμπρός των Γερμανούς ενόπλους κομάντος.

Οι Σκυριανοί εντυπωσιάστηκαν από τούτο το γεγονός.

Που ήξεραν τα περάσματα;

Απόδειξη πως η κατασκοπία των ελειτουργούσε θαυμάσια προ καιρού.

Ο αείμνηστος Τάκος Γιαλόφτης, εσχολίαζε το επεισόδιον τούτο πολλά έτη αργότερα σε μιάν συζήτησιν μεταξύ παλαιών Σκυριανών, στο καφενείο του Γιώργη Φτούλη, καλούμενου και Ψιψή.

Τους είχε εντυπωσιάσει το γεγονός των επακριβών και συντονισμένων κινήσεων όπου κάναν οι Γερμανοί, οι οποίοι δρούσαν παντελώς αλλοιώτικα απ’ τους Ιταλούς στρατιώτες που ξέραμε.

Αυτοί πράγματι ήτανε στρατιώτες .Οι Ιταλοί ήταν για λύπηση και για γέλια πολύ περισσότερο απ ότι για φόβο.

Οι χωρικοί μας εκείνο το πρωί αντιληφθέντες τον κίνδυνον, εγυρίσανε πίσω στα σπίτια των, μεταφέροντες την απαίσια είδησιν στους υπολοίπους κατοίκους.

Τα νέα εκυκλοφορήσαν αστραπιαία από στόμα σε στόμα.

Ο κόσμος επάγωσε πάλι και οι άνθρωποι μαζευτήκαν στα σπίτια των.

Κανείς δεν μπορούσε να υποθέσει τι επρόκειτο να συμβεί.

Έτσι αι κινήσεις των Γερμανών, εγένοντο σιωπηρώς και χωρίς επεισόδια.

Ανέβηκαν στην πόλη.

Ο παιδικός μου φίλος Κωστής Φτούλης, μου είπε χρόνια μετά, ότι μία ομάδα Γερμανών, είχε εγκατασταθεί στο σπίτι των. Ήταν αυτοί που εχειρίζοντο το τηλέφωνο.

Μου ανέφερε δε και εν περιστατικόν, μία ανταλλαγή μαρμελάδας που έδωσε η μητέρα του σε έναν Γερμανό στρατιώτη και αυτός της έδωσε κάποια τρόφιμα από το στρατιωτικό του σιτηρέσιο. Κουραμάνα η δεν ξέρω τι άλλο.

Έστησαν το φορητόν χειροκίνητό των τηλέφωνο στο κέντρο της Αγοράς, κοντά στο σπίτι του παπα-Σταμάτη Φτούλη, σε ένα ακάλυπτο οικόπεδο που ήτανε τότε, το πριν λίγα χρόνια σουβλατζίδικο του Δημήτριου Κατσαρέλια άντρα της βαφτισιμιάς μας Κωστούλας.

Θυμάμαι ότι η δύναμίς των αποτελείτο κυρίως από νέα αγόρια αμούστακα 15-18 χρονών και αρκετά απ αυτά ήταν Αυστριακοί.

Έμοιαζαν περίπου σαν πρόσκοποι, όπως τους σύγκρινα αργότερα βλέποντας για πρώτη φορά μου προσκόπους.

Δεν ξέρω αν αυτή η ομάδα των νέων παιδιών, ανήκαν αποκλειστικά σε ειδική υπηρεσία τηλεφωνητών και μου εφαίνοντο έτσι άκακοι και ακίνδυνοι.

Αν οι μεγάλοι είχαν τους φόβους των και αποφεύγαν να περπατούν σε μέρη όπου ευρίσκοντο οι κομάντος, εμείς που ανήκαμε στην Συμμορία του Χάντακα, ηλικίας από 5 έως 12 χρόνων, αψηφούσαμε κάθε κίνδυνον, όπως συνέβαινε εκείνη την εποχήν μέ όλα σχεδόν τα παιδιά της Ελλάδος, που είμαστε κατ εξοχήν εξοικειωμένα στο να παρακολουθούμε το τι γινόταν στους τόπους μας, μεταφέροντες επακριβώς ότι βλέπαμε στους δικούς μας.

Και έτσι οι μεγάλοι εγνώριζαν άριστα τα καθέκαστα, χωρίς να έχουν βγεί απ το σπίτι των.

Οι νεαροί αυτοί Γερμανοί στρατιώτες, δεν μας φόβιζαν ιδιαίτερα εμάς τα παιδιά, μια και εμπόρεσα να παρακολουθώ εγώ με τους φίλους μου της Συμμορίας του Χάντακα το στήσιμο και την λειτουργία του φορητού χειροκίνητου τηλεφώνου των.   Δεν μας έδιωξαν που εκοιτάζαμε. Δεν εβάζαν φωνές.

Αυτός ο οποίος μας έδιωχνε βίαια κραδαίνων τον βούρδουλα που είχε πάντα στο χέρι του, ήτο ο αστυνόμος Νταβάκος και ο χοντρός μυστακοφόρος χωροφύλαξ Αννίβας. Αλλά πως μπορούσαν να δαμάσουν την τεραστίαν περιέργειαν όπου είχαμε να παρακολουθούμε από κοντά πάντα τα τεκταινόμενα γεγονότα και μάλιστα τα τόσον μεγάλα και σοβαρά, στην πατρίδα μας;

Μόλις επήγαιναν πάρα πέρα οι χωροφύλακες, εμείς εγυρνούσαμε αμέσως ξανά παρακολουθώντας τες κινήσεις των Γερμανών, με μέγιστη περιέργειαν.

Φυσικά δεν το παρακάναμε κι όλας. Γνωρίζαμε να κρατούμε τες αποστάσεις καλώς και να μην προκαλούμε.

Κάναμε πως είμαστε περαστικοί και πως εκ συμπτώσεως περνάγαμε απ τον τόπο που ευρίσκοντο στρατοπεδευμένοι και μέναμε βλέποντας με διάκρισιν.

Δεν γνωρίζαμε απ την πρώτη στιγμή τους λόγους για τους οποίους είχαν έρθει οι Γερμανοί στο νησί.

Το πληροφορηθήκαμε συν τω χρόνω.

Οι Γερμανοί είχαν έρθει στη Σκύρο, μέσα στα πλαίσια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που οργάνωναν εκείνη την περίοδο εναντίον των ανταρτών. Επρόκειτο περί της φάσης όπου οι Γερμανοί έκαναν εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα εναντίον όλων των ανταρτικών ομάδων, ανεξαρτήτως ιδεολογίας.

Ο Μανώλης Φεργάδης στο καφενείο του εδιηγήθει σε μένα και μερικούς φίλους μας παλιούς Σκυριανούς που μιλούσαμε για το παρελθόν, το Δεκέμβρη του 1998, τον τρόπο που δρούσανε οι κομάντος, ανιχνεύοντας με σύστημα ολόκληρο το νησί. Μας είπε ακόμα τον τρόπο που έτρωγαν και τι εφόδια είχαν στα στρατιωτικά των σακίδια.

Κύριά τους τροφή – αυτό τουλάχιστον έκανε εντύπωση στο Μανώλη για να το θυμάται τόσο καλά – ήταν ψωμί και κρεμμύδια, που το έβαζαν ανάμεσα στο ψωμί όπως μπαίνει το σαλάμι στο σάντουϊτς.

Το ψωμί τους, ήταν μπαγιάτικο και εν πολλοίς μουχλιασμένο.

Οι Γερμανοί τον είχανε βρεί στο Αλόρθο Πουρί καθώς επήγαινε στο Βουνό και τον πήραν μαζί τους για κάποια απόσταση.

Έτσι μπόρεσε να δει και να μάθει αυτά που σας είπα.

Δεν βρήκαν κανένα ίχνος ανταρτών και καθησυχάστηκαν απ’ την πλευρά της ύπαρξης πυρήνων αντάρτικων.

Ο κόσμος είχε παγώσει κι έτρεμε από κανένα κακό που μπορούσε ανά πάσαν στιγμήν να συμβεί.

Φοβηθήκαμε μόνιμον εγκατάστασιν των Γερμανών στο νησί και ότι άλλο κακό όπου μπορούσε να συμβεί απ’ αυτούς.

Ο κίνδυνος παραμόνευε. Από στιγμή σε στιγμήν ήτο δυνατόν να μπλέξουν τα πράγματα. Το φρόνιμον επομένως ήταν να φύγουν όσο γίνονταν γρηγορότερα.

Τις οίδε τι μπορούσε να συμβεί από στιγμή σε στιγμή.

Ο Διάβολος σε παρόμοιες καταστάσεις τρίβει τα χέρια του και σκαρφίζεται παιχνίδια σε βάρος των φιλησύχων κι αθώων.

Αρχές δεν υπήρχαν προκειμένου να κατευθύνουν τα πράγματα όπως πρέπει.

Και ναι μεν ο αστυνόμος Νταβάκος, είχε καθησυχάσει τους Γερμανούς βεβαιώνοντάς τους ότι δεν δρούσαν ούτε υπήρχαν αντάρτες στη Σκύρο, αλλά οι Γερμανοί ήθελαν να εξακριβώσουν οι ίδιοι την αληθινή κατάσταση στο νησί.

Εκτός απ’ το χτένισμα της υπαίθρου, προσπάθησαν να μάθουν απ’ τους ίδιους τους κάτοικους του Χωριού, οποιαδήποτε άλλη πληροφορία.

Μέσα σε τούτη την τακτική τους, το απόγευμα της παραμονής πριν φύγουν απ τη Σκύρο, οι Γερμανοί είχαν μπλοκάρει μερικές δεκάδες χωρικούς, προκειμένου να συγκεντρώσουν πληροφορίες, για το αν είχαν δει αντάρτες στις εξοχές. Αλλά ο κόσμος το όντι δεν είχε ιδέαν περί ανταρτών και αντάρτικου διότι μέχρις εκείνης της εποχής, ευρίσκετο απομονωμένη η Σκύρος ουσιαστικώς και απόμακρη από τα γεγονότα της υπολοίπου Ελλάδος.

Το μπλόκο έγινε λίγο πιο πάνω απ το κουρείο του Γεώργιου Χριστοδούλου, μέχρι το φαρμακείο του Σακαλή.

Ήταν κυρίως τσοπάνηδες, απ’ τις γειτονιές της Ελεημονήτριας, του Λάλαρε και του Πέργου, όσοι έτυχε να περνούν από κει.

Οι άνθρωποι δεν ήξεραν τι να κάνουν.

Οι Γερμανοί δεν είχαν διερμηνέα μαζί τους και η αδυναμία αυτή επικοινωνίας έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.

Ούτε ήξεραν τι τους λέγαν οι Γερμανοί ούτε φυσικά μπορούσανε να απαντήσουν.

Η κατάσταση ήταν από μία πλευρά αστεία, απ’ την άλλη πολύ σοβαρή.

Μια βιασμένη άστοχη κίνηση, μπορούσε να φέρει καταστροφή.

Ο Γερμανός αξιωματικός, ήτανε ψύχραιμος μεν στην αρχή, αλλά στη συνέχεια είχε αρχίσει να δείχνει εκνευρισμό και ύψωνε τη φωνή του που απόβλεπε και να τρομοκρατήσει αυτούς που βρισκόταν μπροστά του.

Τα πράγματα άρχισαν έτσι να αγριεύουν.

Οι μπλοκαρισμένοι έδειχναν φανερά πως άρχισε να μεγαλώνει ο φόβος τους.

Υπήρχε ο τεράστιος κίνδυνος να χάσουν την ψυχραιμία τους και να επιχειρήσουνε μερικοί να το σκάσουν κάποια στιγμή τρεπόμενοι σε φυγή σ’ ένα από τα στενοσόκακα.

Σε μια τέτοια περίπτωση θα ακολουθούσε σφαγή.

Οι κομάντος θα πυροβολούσανε στο ψαχνό οπωσδήποτε και θα θεωρούσανε βέβαιο ότι όσοι επιχειρούσαν να φύγουν θα είχαν λόγους να το κάνουν και πιθανόν να είχαν σχέση με τους αντάρτες – σκιά που έψαχναν να ανακαλύψουν οι Γερμανοί.

Εκείνη εκεί τη στιγμή, ανεβαίναμε με τον πατέρα μου απ’ το σπίτι της μητέρας μου στη Μελικαρού, για να πάμε στον οίκο του Παλαιόπυργου.

Ο πατέρας μου με έπαιρνε σχεδόν πάντα μαζί του για συντροφιά, να με εκπαιδεύει συνέχεια και να με έχει πάντοτε αγγελιοφόρο, κάθε φορά που θα παρουσιαζόταν ανάγκη.

Σταθήκαμε λίγο πιο κάτω απ’ το κουρείο του Γιώργη του Χριστοδούλου.

Ο πατέρας μου εκτίμησε σωστά την κατάσταση.

Διαπίστωσε πως από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να συμβεί τεράστια συμφορά.

Οι Σκυριανοί έδειχναν φανερά ότι φοβότανε μια πιθανή επίθεση εναντίον τους, καθώς έβλεπαν να αγριεύουν οι Γερμανοί.

Παρατηρούσα εκείνη την εξαιρετικά επικίνδυνη σκηνή που ξετυλιγόταν μπροστά μου. Απ τη μια μεριά αγριεμένους τους πάνοπλους Γερμανούς στρατιώτες με τον αξιωματικό τους να φωνάζει και απειλεί κι απ’ την άλλη τους Σκυριανούς χωρικούς, φοβισμένους και κοιτάζοντας προς τα που θα ήτανε ευκολότερο να ορμήσουν για να σπάσουνε τον κλοιό των κομάντος και να τραπούν σε φυγή.

Θα ήταν βέβαια το απόλυτο λάθος, αλλά παρόμοια περιστατικά συμβαίνουν συχνά σε ανάλογες περιπτώσεις. Αν γινότανε οποιαδήποτε κίνηση από ένα και μόνο Σκυριανό να ξεφύγει, οι Γερμανοί θα πυροβολούσανε αδιάκριτα και θα επακολουθούσε σφαγή.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή είχαμε στρίψει το δρόμο της Αγοράς κάτω απ το ναό του Αγίου Μηνά για να ανηφορίσουμε στον Παληόπυργο.

Μόλις είδανε τον πατέρα μου οι Σκυριανοί, ανασάνανε.

Κατά κάποιο τρόπο ησύχασαν.

Του είχαν εμπιστοσύνη απεριόριστη.

Ήταν η πραγματική ψυχή ολόκληρου του λαού.

Ο καταξιωμένος και αναγνωρισμένος απ όλο τον κόσμο Ταγός.

Και για άλλη μίαν φορά παρενέβει σωτήρια και έσωσε την κατάσταση.

Ο πατέρας μου κινήθηκε με τόλμη κι αποφασιστικότητα προς τον Γερμανό αξιωματικό και μιλώντας του γαλλικά, τον κάλεσε να μην προχωρήσει σε βιαιότητες σε βάρος των κατοίκων, γιατί κανείς δεν ευθύνετο γιά τίποτα και ότι αν ήθελαν να τα έχουν καλά μαζί τους, όφειλαν να μην πειράξουν κανένα.

Η παρέμβασίς του υπήρξε σωτήρια.

Αν δεν είχε παρέμβει θα είχε συντελεστεί πολύ πιθανόν ένα απροσδόκητο μακελειό, χωρίς λόγο, από μια παρεξήγηση και έλλειψη ψυχραιμίας κι από τις δύο πλευρές.

Ο Γερμανός επικεφαλής των κομάντος, άκουσε με προσοχή τον πατέρα μου.

Κατάλαβε πως είχε να κάνει με φιλήσυχους χωρικούς που φοβότανε για την τύχη τους, καθώς δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν στο ελάχιστο με τους ένοπλους στρατιώτες.

Κι απ τον φόβο αυτό και την έλλειψη ψυχραιμίας, μπορούσαν να καταφύγουν σε μια απονενοημένη κίνηση προσπαθώντας να ξεφύγουν απ τον κλοιό που βρισκότανε.

Οι Γερμανοί ηρέμησαν κι αφήσαν τον κόσμο να φύγει.

Το επεισόδιο τούτο, έκανε όπως ήταν επόμενο μεγάλη εντύπωση στους Σκυριανούς, που είχανε εμπλακεί σε εκείνη την περιπέτεια και μνημόνευαν επί έτη αργότερα την σωτήρια παρέμβαση του πατέρα μου .

Η Μαυρικία Φεργάδη – Βαθάκου μου είπε, ότι της ομιλούσε συχνά για το περιστατικό αυτό ο πατέρας της, για την παρέμβαση του δικού μου πατέρα.

Οι Γερμανοί έμειναν ευτυχώς δυο τρεις μέρες μονάχα και έφυγαν ύστερα, έτσι ξαφνικά και αθόρυβα όπως είχαν εμφανιστεί.

Επιλογικά

Το περιστατικό της εισβολής των Γερμανών στο νησί, μου είχε κάνει βεβαίως εντύπωσιν. Και προσπαθούσα να πάρω και άλλες πληροφορίες στα χρόνια που πέρασαν, από μεγαλυτέρους από εμένα συμπατριώτες .

Ήθελα να ολοκληρώσω όσο γίνονταν περισσότερο την εικόνα εκείνων των ημερών και φυσικά δεν ήμουν παντού για να έχω προσωπικήν εμπειρίαν όλων των γεγονότων όπου συνέβησαν.

Πάντως το γεγονός ήτο σημαντικόν και οι μεγαλύτεροι αναφερόταν σ’ αυτό, καθώς φέρναν τες μνήμες των σ εκείνη την εποχή.

Στα καφενεία συνήθως εγένοντο παρόμοιες συζητήσεις. Κι όπως συνήθιζα να πηγαίνω και να κουβεντιάζω, ώρες πολλές, με τους μεγαλύτερους αποκτών τις ιστορικές γνώσεις και την σοφίαν που είχαν εκείνοι, μπόρεσα να μάθω περισσότερα απ ότι θυμόμουν και είχα ζήσει εγώ.

Δεν είναι εύκολο να βρεις άτομα ικανά να σου μεταδώσουν πληροφορίες τέτοιας μορφής. Οι περισσότεροι άλλωστε κι όταν είναι μέσα στα γεγονότα, ούτε βλέπουν, ούτε ακούνε, πολύ δε περισσότερο ούτε σκέφτονται τίποτα.

Το μόνο που μένει επομένως στην μνήμη των, είναι τα καθαρά προσωπικά των βιώματα.

Αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τα γεγονότα με μια ευρύτερη οπτική.

Το φαινόμενο τούτο μου έχει κάνει εντύπωσιν.

Και είχα επιλέξει εκείνους με τους οποίους μπορούσα να ομιλώ περί αυτών των θεμάτων.

Οι περισσότεροι άλλωστε κλεινόταν στα σπίτια των όταν επρόκειτο για ένα σημαντικό γεγονός. Από αδιαφορία, η φόβο. Και επομένως αντικειμενικά δεν εγνώριζαν τίποτα.

Δεν τους αφορούσε το θέμα.

Τέτοια είναι η ψυχολογία του όχλου.

Αδιαφορεί παντελώς για παν ότι δεν αφορά άμεσα το εγώ του και τα μέλη της οικογένειάς του.

Περί όλων των άλλων, έχει μια ασαφή εικόνα .

Για την ολιγοήμερη κατάληψη του νησιού μου, από τους Γερμανούς Κομάντος την καθαρά Τρίτη του 1944, πέρα από τις προσωπικές αναμνήσεις μου, πληροφορίες μου έδωσαν: ο Βασίλης Καραμπίνης, ο Τάκος Γιαλόφτης, ο Μανώλης Φεργάδης, η Μαυρικία Φεργάδη – Βαθάκου και ο πρώην Δήμαρχος Σκύρου Κωστής Παπα -Σταμάτη Φτούλης.

 

Μάνος Φαλτάϊτς

7 Γενάρη 1999

Βιγλατορία του Παλαιόπυργου- Σκύρος