Του Αγίου Δημητρίου το Μοναστήρι
σειρά κειμένων του Ιωάννη Βογιατζή
Εν Σκύρω τη φιλτάτη
Αφιερωμένο στην κυρία Αμέρισσα
Τη μέρα που αποφάσισα ν’ αφήσω τη θάλασσα και να κυλήσω ως τις πηγές του Κηφισού ποταμού με την αέναη συντροφιά των νυμφών, πήρα μαζί μου χωρίς να ξέρω το γιατί και τον Ηράκλειτο. Φτάνοντας στη μονή του Αγίου Δημητρίου δεν ήξερα καν πως όταν η Ποίηση έρχεται και κατοικεί την υπόσταση, δάφνες και πεύκα ξαναφτιάχνουν τη χαμένη μας ζωφόρο.
Η μονή του Αγίου Δημητρίου στην περιοχή του Φερεκάμπου στέκει εκεί τόσους αιώνες σα σύννεφο έτοιμο να πετάξει έξω απ’ τον ουρανό μας κάθε συμφορά για να γεμίσει τα πηγάδια της μνήμης. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που οι άνθρωποι με λαβωμένους αγκώνες έφταναν ως εδώ για ν’ ανακαλύψουν μέσα στις ροδοδάφνες και τα ρείκια τη μυσταγωγία της προσευχής. Τώρα μοναχά η κυρία Αμέρισσα τυραννισμένη από τους ίσκιους και τον καιρό σιωπηλή και με βήμα αργό ανάβει τα καντήλια ψέλνοντας. «Μέγαν εύρατο εν τοις κινδύνοις, σε υπέρμαχον η οικουμένη, αθλοφόρε τα έθνη τροπούμενον …»[1]. Εν τοις κινδύνοις, εξόριστοι απ’ τους εαυτούς μας ουρλιάζουμε πάνω από τάφους δίχως νεκρούς και πένθος. «Εν τοις κινδύνοις», η ιστορία, δεδιωγμένη απ’ τη ζωή κι απ’ το θάνατο, μια γραμμή σ’ ένα νεκρό όνειρο, λέξη φθαρμένη πάνω σε επιτύμβια στήλη όπως η ψυχή μας. Κάποτε πιστεύαμε στη συγκίνηση, αγγίζαμε τους μύθους στα πυρρόξανθα μαλλιά των νυμφών, γράφαμε ιστορία στις πρύμνες των πλοίων με τις προσευχές των ναυτικών. Τώρα θνητοί κι ως προς τη ζωή εκείνων πεθαμένοι, ούτε θωρούμε ξυπνητοί ούτε κοιμισμένοι ονειρευόμαστε.[2]
Χωρίς να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις η οικοδόμηση του ναού ανάγεται στα τέλη του 16ου αιώνα. Σύμφωνα με την επιγραφή στο εξωτερικό της πόρτας του ναού:
«ετεληόθι δια χυρός του μαστρο Νικολάου μηνός Οκτωβρίου 10 1611 ανηγέρθη το έξοθεν τηχόκαστρο του μοναστηρίου διά εξόδου και συνδρομής π[α]νοσιοτάτου καθηγουμένου Κίρου ιερ[ο]μον[ά]χου και [ι]ερέως ης μνημόσυνο αυτού»
Εάν λοιπόν το τείχος χτίστηκε στα 1611, το καθολικό της μονής πρέπει να χτίστηκε νωρίτερα, ίσως στα τέλη του 16ου αιώνα.
Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Δέφνερ υπήρχε μια επιγραφή στο υπέρθυρο της εισόδου του ναού που βεβαίωνε ότι το καθολικό της μονής ιστορήθηκε «δια χειρός ζωγράφου Δαμασκηνού ιερομονάχου και Δημητρίου εξ Ιωαννίνων»[3]. Ήρθαν στο νησί οι αγιογράφοι αυτοί από τη μονή Μεγίστης Λαύρας σταλμένοι από τον ηγούμενο της Τιμόθεο ο οποίος καταγόταν από τη Σκύρο. Μάλιστα στα 1719 ο Δαμασκηνός θα τελειώσει τις τοιχογραφίες της Πορταΐτισσας της Μεγίστης Λαύρας όταν ακόμη ηγούμενος της μονής ήταν ο εκ Σκύρου Τιμόθεος.[4] Έτσι λοιπόν οι τοιχογραφίες του Αγίου Δημητρίου πρέπει να τοποθετηθούν πριν το 1719, στα τέλη ίσως του 16ου αιώνα. Ο Δ. Παπαγεωργίου θεωρεί ότι είναι προγενέστερες και του 1691[5]. Όσον αφορά δε παλαιότερες ζωγραφίσεις που έχουν εντοπιστεί σε ορισμένα σημεία του ναού δεν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία.
Η άποψη ότι αγιογράφος είναι ο Μιχαήλ Δαμασκηνός από την Κρήτη, ένας από τους σημαντικότερους του 16ου αιώνα, δεν αποδεικνύεται από πουθενά. Ο Μιχαήλ Δαμασκηνός αγιογράφησε κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και πέθανε μετά το 1591, γιατί το έτος αυτό αγιογράφησε την παράσταση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου στον Άγιο Μηνά Ηρακλείου. Το καθολικό όμως της μονής του Αγίου Δημητρίου ιστορήθηκε πολύ αργότερα [17ος αιώνας] από τον ιερομόναχο εξ Ιωαννίνων Δαμασκηνό γνωστό τοιχογράφο του 17ου – 18ου αιώνα. Μαθήτευσε στην αγιογραφική σχολή του Αγίου Όρους. Έργα του με έντονα τα λαϊκά στοιχεία σώζονται και στο καθολικό της μονής Βατοπεδίου και στο παρεκκλήσι της Πορταΐτισσας.
Όπως συνάγεται από έγγραφα που έχει συγκεντρώσει ο Βασ. Ατέσης, “Στην Ιστορία της εκκλησίας της Σκύρου”, η μονή του Αγίου Δημητρίου υπέφερε από φτώχεια κι έλλειψη έμψυχου δυναμικού. Παρά την ερήμωση όμως ο οικείος επίσκοπος, δημογέροντες και κάτοικοι μετά την απελευθέρωση ζητούν από την κυβέρνηση τη λήψη μέτρων για να μη χαθεί το μοναστήρι το οποίο από τα εισοδήματά του ενίσχυε οικονομικά με 500 γρόσια το ελληνικό σχολείο.
Ο P.Tournefort που επισκέφτηκε το νησί στις αρχές του 18ου αιώνα χαρακτηρίζει τη μονή μικρή και φτωχή.[6] Στα 1832 από έγγραφο της επί των εκκλησιαστικών Γραμματείας πληροφορούμεθα ότι το μοναστήρι είναι «σεσαθρωμένον» και κινδυνεύει να γκρεμισθεί. Έτσι «από 25ης Σεπτεμβρίου 1833 ελλείψει επαρκούς αριθμού μοναχών κατηργήθη, η δε περιουσία της μονής ετέθη υπό την διαχείρησιν της Κυβερνήσεως».
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Δήμος Σκύρου επιδίδεται σ’ έναν αγώνα για να παραχωρηθούν τα κτήματα του διαλυμένου μοναστηριού στο δήμο. Η αποστολή μάλιστα του παπά Δημήτρη Οικονόμου και του αντιπροέδρου του δημοτικού συμβουλίου Σταματίου Φάλνταγη στην Αθήνα στα 1838 δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Αρνητική ήταν και η απάντηση του υπουργείου στις εκκλήσεις του δημάρχου Γ. Νικολάου στα 1839: «τολμώ να παρακαλέσω γονυκλινώς όπως μας αφεθώσι τα κτήματα του διαλελυμένου κοινοτικού ιερού μοναστηριού…» Για το λαό της Σκύρου το μοναστήρι θεωρούνταν κοινοτικό, ιδιοκτησία δηλαδή της κοινότητας η οποία το προίκισε όλ’ αυτά τα χρόνια με τις συνεισφορές της. Ποτέ όμως ακόμα και στα 1851 μετά τις αναφορές των βουλευτών των Β. Σποράδων η επί των εκκλησιαστικών γραμματεία δεν απεδέχθηκε τις αξιώσεις της τοπικής κοινότητας.
Το καθολικό της μονής, χτισμένο γύρω στα τέλη του 16ου αιώνα, είναι ένας μονόχωρος τρουλαίος ναός. Βλέποντάς τον καταλαβαίνουμε και πως γενικότερα μια κοινωνία ή ένας πολιτισμός αντιλαμβάνονται τον προορισμό του ανθρώπου. Οι ναοί μικροί στις ανθρώπινες διαστάσεις γεννούν ομορφιά και ζεστασιά. Ο τρούλος που ακουμπάει με δέος πάνω σε τυφλά αψιδώματα κι ενώνεται με τη μάνα – γη και το λαό του Θεού αισθητοποιεί έναν Θεό που αγιάζει την ανθρώπινη ζωή σε κάθε του διάσταση, υλική και πνευματική. Μέσα σ’ έναν τέτοιο πολιτισμό ο άνθρωπος όχι απλώς μπορεί να γίνει Θεός αλλά «και να γεννήσει μέσα στην ιστορία το Θεό… να γίνει Θεοτόκος» [7].
Όταν εισέρχεσαι στο καθολικό κατακλύζεσαι από το χρώμα έστω κι αν σε πολλά σημεία είναι φθαρμένο. Χρώμα πλούσιο, σεμνό, ταπεινωμένο. Ύστερα σχέσεις χρωμάτων που μεταβάλλουν την άψυχη επιφάνεια του τοίχου σε χαρμόσυνο κήρυγμα, πανηγύρι πανηγύρεων, ανάσταση ή βαθιά περισυλλογή, δάκρυ ήσυχο και τραγικό. Και τέλος, πρόσωπα, κινήσεις, γεγονότα, η ίδια η Ιστορία της σωτηρίας μας.
Μορφές ασκητών, ο άγιος Αντώνιος, ο άγιος Ευθύμιος, ο άγιος Σάββας με μάτια βυθισμένα στις κόγχες, βλέμμα διαπεραστικό και με κείνη την ήρεμη και πράα έκφραση. Στρατιώτες άγιοι, ο άγιος Δημήτριος με την εικονογράφηση του μαρτυρίου του, ο άγιος Θεόδωρος, ο άγιος Γεώργιος. Η Γέννηση του Χριστού, η Βάπτιση, η Μεταμόρφωση, η Βαϊφόρος, η Σταύρωση και η Ανάσταση, η Πεντηκοστή και η Κοίμηση της Θεοτόκου. Αλλού πάλι οι πατριάρχες της Π.Δ., οι προφήτες, οι άγιοι Σπυρίδων, Κύριλλος Αλεξανδρείας και Αθανάσιος υπερασπιστές της πίστεως και του τριαδολογικού δόγματος σε ολόσωμη παράσταση στο ιερό βήμα ακριβώς απέναντι από κείνη την παράσταση που αναφέρεται στη διαίρεση του «άραβου» χιτώνα του Χριστού από την αίρεση του Αρείου.
Στην κόγχη του ιερού βήματος η Παναγία και ο Χριστός που διαγράφεται στο χιτώνα της. Δεξιά οι τρεις παίδες εν καμίνω και αριστερά η θυσία του Αβραάμ ενώ από κάτω στην κόγχη της προθέσεως αντί της παράστασης της γεννήσεως του Χριστού όπως συνηθίζεται κυρίως από τον 11ο αιώνα και μετά, βρίσκουμε την Άκρα Ταπείνωση. Ας μην ξεχνάμε ότι η μεταφορά των Τιμίων Δώρων από την πρόθεση στην αγία Τράπεζα συμβολίζει την Αποκαθήλωση και τον ενταφιασμό του Κυρίου. Ένας απόλυτος δηλαδή συσχετισμός του αμνού της Π.Δ. με τον αμνό τον «αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου».
Πάνω από την κόγχη υπάρχει ένα θέμα καθαρά δογματικό κι όχι λειτουργικό όπως θα περιμέναμε στο ιερό βήμα. Είναι η φιλοξενία του Αβραάμ που προτυπώνει την Αγία Τριάδα και στις άκρες φιλοξενείται το θέμα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Στον τρούλο θα πρέπει να δέσποζε ο Παντοκράτορας. Η παράσταση όμως έχει καταστραφεί. Διασώζεται όμως η ουράνια λειτουργία και στα σφαιρικά τρίγωνα οι τέσσερις Ευαγγελιστές.
Άφησα τέλος την παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας ίσως γιατί είναι όχι μόνο εικονογραφικά συγκλονιστική καταλαμβάνοντας όλο το βορινό τοίχο αλλά και γιατί λειτουργεί, όχι μόνο σε μένα πιστεύω, σαν στοργικό χέρι που αποκρίνεται στο λυγμό της εποχής μας. Ο θρόνος του Χριστού που περιβάλλεται από εξαπτέρυγα και τάγματα αγγέλων, οι δίκαιοι, οι άγιοι Πάντες εισερχόμενοι εν τω Παραδείσω, η Παναγία ένθρονη να υποδέχεται τον μάρτυρα της πίστεως και δίπλα με μια πύρινη γλώσσα ως χώρισμα η Κόλαση. Ο τόπος της τιμωρίας και της εξιλέωσης. Άνθρωποι που τιμωρούνται από ζώα φοβερά και τρομερά, η θεία δικαιοσύνη κι ο ανθρώπινος πόνος. Η πύρινη ρομφαία υψώθη κι ο Άδης βοώντας το σκοτάδι έδειξε κι απ’ την άλλη πλευρά πάλι σκοτάδι σ’ όσους την ψυχή τους μηδένισαν αρνούμενοι την αστραπή της θεότητας.
Όλα μέσα σ’ ένα μυστήριο χρωματικής αρμονίας και θρησκευτικής έξαρσης. Μια πειθαρχία αυστηρή όσο κι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή αυτό που λέμε ψυχή δηλαδή ζωή.
Όταν πια ο νους γεμίζει απ’ την τόση δοξολογία βγαίνεις έξω πορφυρογέννητος, έτοιμος να ζωντανέψεις αισθήματα και κηρύγματα. Κι επειδή τα πάντα μπορεί να χαθούν στη λήθη, κρατά σφιχτά τούτο το φως, τη γραμμή στο πρόσωπο, τις σκιές κάτω απ’ τα μάτια, το βαθύ στοχαστικό βλέμμα, το υψηλό πνευματικό ήθος των προσώπων. Μόνον όταν η όψη μας σχηματιστεί μέσα απ’ την απόγνωση, θα μπορέσουμε να δούμε και να ερμηνεύσουμε το θαύμα.
Το κυπαρίσσι στον περίβολο ξάγρυπνο τόσους αιώνες με τη θλίψη της μοναξιάς του ζωντανεύει τον ήχο της καμπάνας την ώρα του όρθρου. Με διεκδικεί και με κερδίζει. Και μ’ αφήνει εκεί στην πράσινη γαλήνη να ψάχνω το δέρμα του φιδιού.
Όταν τον κόσμο τον διεκδικείς με ιδέες, τα βάθη των ηφαιστείων γίνονται ο τόπος σου.
Όταν η ζωή σου πάλλεται σε ζωφόρους και τέμπλα, τρούλους και κίονες, λευκές ληκύθους ή επιτύμβιες στήλες, κάτω από πλατάνια ή δίπλα σε ροδοδάφνες, το ίδιο το θαύμα σε διεκδικεί και σ’ εξαγοράζει με την τελειότητα του Ικτίνου ή του Πανσέληνου.
Τη στιγμή που άλλοι κινούνται ακάθεκτοι στο μέλλον για να δικαιώσουν την ύπαρξή τους, εγώ προσπαθώ να βρω το ανθρώπινο μέτρο. Μπροστά σ’ ένα κερί αναμμένο να περισώσω τη φλόγα αυτή που σε κάνει να γειτνιάζεις με τον άλλο κόσμο. Κι απ’ το ανέσπερο φως του πώς μπορείς να κρυφτείς όταν τα στοργικά δέντρα ανοίγουν δρόμο για να περάσει;
Κι επειδή συμβιβαστήκαμε με το άδικο, «χρειάζεται να σκύψουμε για ν’ ακούσουμε το ψίθυρο μιας πηγής ή να δούμε το βλέμμα του ζώου. Το τέρμα βρίσκεται πάντοτε στη φύση» [8] εκεί δηλαδή που το ωμέγα γίνεται άλφα κι η παπαρούνα ή ο γυμνοσάλιαγκας γίνονται η γραμμική του άφθαστου, του ακατόρθωτου κόσμου.
Όταν στα μάτια μας λιγοστεύει το φως, λιγοστεύουν και τα πουλιά στις στέγες των σπιτιών.
Όταν φθίνει ο λόγος, τα σκυλιά γαβγίζουν κι αυτά τα ίδια τ’ αφεντικά τους.[9]
Όταν δε μας οδηγεί η Ιστορία, οι άνθρωποι μοιάζουν με σβησμένους φάρους.
Τα λέω όλ’ αυτά τώρα που η σιγή καλύπτει τον κόσμο. Μας σακάτεψε η ζέστη κι αν ο αιώνας που ήρθε έχει πολλή ξηρασία χρειάζεται να γεμίσουμε τις στέρνες και τα πηγάδια με νερό.
Πίσω απ’ τα δέντρα στέκει ο άγιος Δημήτριος ακόμα πληγωμένος απ’ τον σεισμό και την κρατική αδιαφορία. Κι όπως στις περισσότερες εικονογραφήσεις του, είναι ένθρονος με στρατιωτική ενδυμασία έτοιμος να προστατεύσει την επικράτειά του από κάθε εχθρική επιβουλή. «Ήρθαν ντυμένοι -φίλοι- αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας» [10] μας λέει ξανά και ξανά, επιμένοντας εκεί ακούραστος πίνει το δροσερό νερό της Χίμαιρας.
Κουράστηκα πια. Μια ζωή να ξενυχτάς σε νάρθηκες για ένα θαύμα και την τελευταία στιγμή η ύβρις να σ’ εξορίζει από το εικονοστάσι των αγίων.
Όλα μέσα μου φωνάζουν. Αψίδες, τρούλοι, γεφύρια, ποτάμια και πελάγη, ροδιές και λυγαριές, ο έφηβος του Μαραθώνα και κείνη η Βρεφοκρατούσα Χώρα των ζώντων θλιμμένη και περίλυπος όπως η ψυχή μου. Που όμως έτσι και σωπάσω ίσως και να ‘χω πεθάνει.
«Μόροι μέζονες μέζονας μοίρας λαγχάνουσι»[11],
ανώτεροι θάνατοι ανώτερη μοίρα λαχαίνουν.
Ηράκλειτος
Ιωάννης Βογιατζής
——————————————-
- Απολυτίκιον του Αγ. Δημητρίου
- Ηράκλειτος, Αποσπ. 47, 49
- Μ.Δέφνερ., Η Δευτέρα Παρουσία
- Ν. Βαλσάμου, Η Σκύρος στην περιοχή του επιστημονικού ενδιαφέροντος
- Δ.Παπαγεωργίου, Ιστορία της Σκύρου από των αρχαιοτάτων χρόνων
- Tournefort Pit . Voyage du Levant, Lyon 1727
- Π. Νέλλας, Ο θάνατος του Θεού και η Ανάσταση του ανθρώπου
- Οδ. Ελύτης, Η μαγεία του Παπαδιαμάντη
- Ηράκλειτος, Αποσπ. 22
- Οδ. Ελύτης, Άξιον Εστί
- Ηράκλειτος, Αποσπ. 97
Για τη κατατρεγμένη από τους πειρατές και τους λιάπηδες Σκύρο, η προστασία από δυο αγίους, νέους, έφιππους, ένστολους αξιωματικούς και κονταροφόρους ήταν κάτι παραπάνω από λυτρωτική. Ο Αϊδημήτρης κι ο Αγιώργης. Ο πρώτος με κόκκινο άλογο που χτυπά συμβολικά με το κοντάρι του τον Λυαίο κι ο δεύτερος με άσπρο άλογο που σκοτώνει το δράκο. Ο Αϊδημήτρης μέσα στο φθινόπωρο σηματοδοτεί την κάθοδο των κοπαδιών από τα βουνά, το άνοιγμα των νέων βαρελιών με κρασί, το στρώσιμο των σπιτιών με χαλιά, την χειμερινή οικογενειακή ζωή. Ο Αγιώργης αντίθετα, με την εκρηκτική ανοιξιάτικη γιορτή του, σκορπίζει τον κόσμο στην ύπαιθρο, ξεστρώνει τα σπίτια, ανεβάζει στα βουνά τα κοπάδια. |