Κείνη την εποχή της δεκαετίας του ΄70, πολλά εργαστήρια ήτανε σε ακμή στη Σκύρο, που βρισκότανε σε μια περίοδο ανόδου τουριστικής. Σ’ αυτό είχε συντελέσει καθοριστικά, η ίδρυση του μουσείου μας από το Μάνο, τον Αύγουστο του 1964, οι εκθέσεις παραδοσιακής τέχνης που οργάνωνε από τότε κάθε χρονιά και οι ακάματες προσπάθειες του σε συνεργασία με τον Οργανισμό Ελληνικής χειροτεχνίας, για την αναβίωση όλων των κλάδων των παραδοσιακών τεχνών στο νησί. Έτσι, και τα παλιά εργαστήρια μπορέσανε να κρατηθούνε και να αναζωογονηθούνε και καινούργια ανοίγανε.
Απ’ όλα όμως, ξεχωριστή γοητεία ασκούσε πάντα πάνω μου, το εργαστήρι του μπάρμπα-Γιαννούλη. Ήταν σκοτεινό, αλλά καθαρό και τακτοποιημένο, με ένα τραπέζι σμιλευμένο ξυλόγλυπτο στη μια πλευρά και σχέδια πολλά, να κρέμονται σε καρφιά, στον τοίχο, στις πάντες.
Όταν προβαίναμε σταματούσε πάντα τη δουλειά, όσο βιαστικός κι αν ήτανε και δε βιαζότανε ποτέ για να μας εξηγήσει τι σημαίνει το ένα ή το άλλο σχέδιο που είχε φτιάξει και για ποιους. Για κάποια έπιπλα του καμάρωνε πως βρισκότανε στη Γερμανία, την Αμερική κι αλλού. Είχε ακόμη, κάποιες φωτογραφίες του παλιές, την εποχή που είχε υπηρετήσει χωροφύλακας και τα πορτραίτα του απ’ την ίδια ηλικία.
Ήτανε βαρύς σαν άνθρωπος και πολλοί ακόμη, λέγανε πως ήτανε στρυφνός, μ’ αυτό ποτέ με το Μάνο. Φαινότανε να υπάρχει μια πόρτα μυστικής επικοινωνίας μεταξύ τους κι ένας κώδικας κρυφός: Αγάπη, σεβασμός και μια μεγαλοσύνη που τον διάκρινε και δύσκολα κρυβότανε κάτω από τα τριμμένα μα ομορφοσυγυρισμένα ρούχα του. Είχε κι ένα δαχτυλίδι με σκούρα πέτρα στο μικρό του δάχτυλο. Κάθε φορά που τον επισκεπτόμασταν, σαν σε προσκύνημα, είχε και κάποιο καινούργιο σχέδιο να μας δείξει, κάποια παραλλαγή ή συμπλήρωμα στα αγαπημένα του θέματα: Δικέφαλους αετούς, γοργόνες, την άμπελο, συμπλέγματα πουλιών, τις σφίγγες, τα μυθολογικά θηρία, τους ρόδακες και τα λουλούδια.
Ακόμη έχω στ’ αυτιά μου το βαθύ τόνο της φωνής του, να μας εξηγεί γιατί καθυστερεί να τελειώσει το τραπέζι που του είχε παραγγείλει κάποιος:
«Γιατί θέλω ό,τι φτιάχνω, μας είπε, να είναι ωραίο και τέλειο. Μου είναι αδύνατο να βγει κάτι απ’ το εργαστήρι μου και να μην αρέσει σ’ εμένα. Πολλές φορές ακούμε κάποιους άσχετους να λένε:
– Αυτό είναι φτιαγμένο με μεράκι.
Κι έχει χάσει η λέξη τη σημασία της στα χείλη των απαίδευτων.»
Ο μπάρμπα-Γιαννούλης είχε αγάπη για το δημιούργημά του, τέτοιαν αγάπη, που έφτανε στο σημείο να μη μπορεί να το αποχωριστεί. Να το κρατήσει μαζί του για πάντα. Δεν έδινε μια πεντάρα για το χρήμα. Ήτανε φτωχός, αλλά όχι κακομοίρης. Εκείνο που έψαχνε μέσα του, ήτανε η έμπνευση για δημιουργία. Και στόχευε, όπως λέει ο Μάνος, στην αιωνιότητα. Μας είχε προβληματίσει πολλές φορές, η σκέψη του κι ο τρόπος που αντιμετώπιζε τη ζωή. Κι όταν βάρυνε πια, σαν είχε ξεπεράσει τα ενενήντα και δε μπορούσε να στέκεται πολλές ώρες όρθιος να δουλεύει και τα μάτια του δεν τον βοηθούσανε, κάποιοι του προτείνανε να πάει στο γηροκομείο της Χαλκίδας. Το παίδεψε κάποιο διάστημα, όπου συμβουλευότανε πολλές φορές το Μάνο. Δεν ήθελε να βρεθεί σε ένα ξένο περιβάλλον, εξαρτημένος. Η ανυπαρξία, όμως οικογένειας και κάποιων δικών του να τον φροντίζουν, τον οδήγησαν τελικά στην απόφαση. Περιουσία δεν είχε. Και το μόνο του κομπόδεμα ήταν οχτακόσιες δραχμές, οικονομίες μιας ζωής. Πόσες φορές τον είχα ακούσει να επαναλαμβάνει πως δεν τον ενδιέφερε το χρήμα. Τα περιουσιακά του στοιχεία ήταν όσα τελειωμένα έργα του είχανε μείνει στο εργαστήριο: Μια καταπληκτική, βαριά σκούρα πολυθρόνα με βαθύ χάραγμα με έναν υπέροχο μεγαλοπρεπή δικέφαλο αετό, το περίφημο τραπέζι με τα συμπλέγματα φύλλων, κλαδιών, πουλιών και αετών, που δεν έφυγε ποτέ για τη Γερμανία, έργα ζωγραφικά, πορτραίτα Σκυριανών με βαθιά, αυστηρά, ασκητικά και γεμάτα ανάταση πρόσωπα, το αρχείο των σχεδίων του. Ήθελε να τ’ αφήσει όλα στο Μάνο, στο μουσείο. Του βάλανε, όμως, όρο να τα δώσει στο γηροκομείο. Τα αντιμετωπίζανε σαν περιουσία. Αφού τίποτε άλλο δεν διέθετε. Τα πήρε μαζί του με βαριά καρδιά. Δεν ήθελε να τα αποχωριστεί, αλλά από την άλλη ανησυχούσε για τη μελλοντική τύχη τους. Πήρε και τον πάγκο με τα εργαλεία του, γιατί θεωρούσε ότι του ήτανε αδύνατο να πάψει να δημιουργεί. Ήτανε ένα διάστημα εκεί και δεν είχαμε ακόμη νέα του. Οπότε, κάποια μέρα έστειλε μήνυμα στο Μάνο να πάει να τον δει.
Έφυγε Κυριακή πρωί για τη Χαλκίδα. Δεν θυμάμαι γιατί δεν τον ακολούθησα. Γύρισε νωρίς το απογευματάκι, φορτωμένος με ένα βαρύ τσουβάλι. Μπήκε φουριόζος στο χωλ του σπιτιού μας στην Αθήνα. Με κοίταζε με βλέμμα φωτεινό.
– Μου τα ‘δωσε. Είναι εδώ τα σχέδιά του, είπε με μιαν ανάσα.
Μου ‘δειξε το τσουβάλι που κοιτότανε στο πάτωμα.
Ύστερα πήρε ένα σκαμνάκι, ένα από κείνα του μπάρμπα-Γιαννούλη με τις δυο αντικρυστές σφίγγες, τις καθιστές σκεφτικά πάνω στα κλαδιά του δέντρου της Ζωής, κάθισε, έλυσε τους σπάγκους κι άρχισε με προσοχή κι ευλάβεια να βγάζει και να ξετυλίγει τα ρολά που με φροντίδα, το ένα μέσα στο άλλο ήτανε τα σχέδια.
– Είναι καλά, συνέχισε την κουβέντα του. Περνάει καλά, έχει συντροφιά. Μα, προ πάντων, μπορεί κι εργάζεται. Του ‘χουνε παραχωρήσει ένα χώρο όπου έχει στήσει το εργαστήρι του. Φτιάχνει έργα για τη μητρόπολη της Χαλκίδας τώρα, μιας και το γηροκομείο ανήκει σ’ αυτήν.
Ήτανε συγκινημένος. Η έξαψη φαινότανε στα λόγια του. Πήρα κι εγώ ένα σκαμνάκι και κάθισα δίπλα του. Ένα-ένα τα δέματα, προσεχτικά τυλιγμένα και πιασμένα με λάστιχο, κατά θέματα, περασμένα με μολύβι και κάποιες φορές με κάρβουνο, πάνω στο κιτρινωπό λαδόχαρτο, μας αποκαλύπτουνε τον κόσμο τον μυστικό και τόσο αγαπημένο του μπάρμπα-Γιαννούλη: Δικέφαλοι αετοί, μυθολογικά θηρία, γοργόνες, πουλιά, κλαδιά-άπειρα, σ’ όλα τα σχήματα και τους συνδυασμούς, παραλλαγές, συμπληρώματα και αφαιρέσεις, εικόνες παρμένες από παλιά λιθόγλυπτα, από τέμπλα, από λιθογραφίες, από λαϊκές εικόνες. Κι όλα – μα όλα, με την προσθήκη, την παραλλαγή, τη σφραγίδα την προσωπική, της δικής του δημιουργίας. Κι ακόμη αυστηρές και υπερβατικές μορφές αγίων, ασκητικά, αρρενωπά ή ονειροπόλα πρόσωπα Σκυριανών αντρών και γυναικών. Μας κοιτάζανε μέσα από τη ματιά του μπάρμπα-Γιαννούλη, μεταφέροντάς μας στη δική του ψυχική κατάσταση τη στιγμή της δημιουργίας. Με μαγνητίζανε, με καθηλώνανε, με τραβούσανε στ’ όνειρο μεσ’ από μονοπάτια μυστικά και ανεξερεύνητα. Δε νομίζω πως συζητούσαμε για οτιδήποτε με τον Μάνο κείνη την ώρα. Ρουφούσαμε, μονάχα άπληστα το νάμα της πρωτοφανέρωτης τούτης επικοινωνίας. Από την ίδια κιόλας στιγμή αρχίσαμε, με μύριες προφυλάξεις, να τα απλώνουμε πάνω σε χαρτόνι σκληρό, για να ισιώσουνε και να προστατευτούνε. Τα χαϊδεύαμε με το μάτι και την αφή. Και ταξιδεύαμε μαζί τους. Περάσαμε πάνω από μήνα, θαρρώ, ξεδιπλώνοντάς τα, σιδερώνοντάς τα με χλιαρό σίδερο, να ξεζαρώσουνε, ταξινομώντας τα και σχεδιάζοντας τη μελλοντική προβολή τους.
Ο Μάνος είχε σχέδια πολλά. Και προ πάντων, εκείνο που θεωρούσε επιβεβλημένο, ήτανε να καταφέρει να πείσει το νεοσύστατο τότε, υπουργείο πολιτισμού, να δώσει καλλιτεχνική σύνταξη στο μπάρμπα-Γιαννούλη. Για να γίνει όμως αυτό, χρειαζότανε να πάρουν είδηση οι ανυποψίαστοι και κατά το μέλλον και ήττον, άσχετοι υπάλληλοι του υπουργείου τούτου, τι ακριβώς σήμαινε ο δημιουργός αυτός. Και όλοι οι δημιουργοί. Γιατί, η Πολιτεία, έχει υποχρέωση να αναγνωρίζει την μεγαλοσύνη της δημιουργίας και να στέκεται δίπλα σ’ εκείνους που δημιουργούν πολιτισμό. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο που χρειάζεται ειδική αντιμετώπιση. Ο Μάνος λοιπόν, με σθένος και συνείδηση, το πάλευε για χρόνια να δοθεί σύνταξη στο μπάρμπα-Γιαννούλη και το είχε πετύχει, εκεί κατά το 1974, παρά τις αντιρρήσεις του ίδιου του καλλιτέχνη, που έλεγε πως δεν είχε ανάγκη από τίποτα και ότι τα χρήματα θα τα έδινε στους φτωχούς.
Πλησίαζε, πια η μέρα έκδοσης της σχετικής απόφασης όταν ο Γιαννούλης πέθανε, πλήρης ημερών, αλλά με την ικανοποίηση ότι η προσφορά του είχε αναγνωριστεί, χάρις στους αγώνες του Μάνου.
Αναστασία Φαλτάϊτς
Σκύρος, 3 Δεκέμβρη 1999 – Βιγλατορία του Παληόπυργου
Παρασκευή, οχτώ το βράδυ.