“Ο χορός του τράγου” του Σωτήριου Τσιάνη

ΑΠΟΚΡΙΑ ΣΤΗ ΣΚΥΡΟ

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥ

   Δεν είναι καθόλου παράξενο το ότι το Πάσχα, η πιο χαρούμενη γιορτή του χρόνου, συνοδεύεται από άπειρες θρησκευτικές και λαϊκές δοξασίες, τραγούδια και χορούς και παμπάλαια έθιμα. Ιδίως κατά τις τρεις εβδομάδες που προηγούνται της Μεγάλης Σαρακοστής γίνεται τρανό φαγοπότι με χορούς και με τραγούδια.

   Η πρώτη εβδομάδα της Αποκριάς, που την ονομάζουν «της Αναγγελίας», αρχίζει με τουφεκιές και με φωνές από τις γύρω βουνοκορφές. Μολονότι έχουν ήδη αρχίσει τα γλέντια, οι Σκυριανοί πιστεύουν πως τη πρώτη αυτή εβδομάδα, οι ψυχές των νεκρών ελευθερώνονται και τριγυρίζουν ανάμεσα στους ζωντανούς. Έτσι, όταν έχει σφαχτεί το τροφαντό γουρούνι κι έχει αρχίσει το αποκριάτικο γεύμα, η πρώτη μπουκιά κρέατος και το πρώτο ποτηράκι κρασιού πρέπει να συνοδεύονται από τα λόγια: «Θεός σχωρέσ’ τις ψυχές των αποθαμένων». Τη δεύτερη εβδομάδα, «της Κρεατινής», τρώγεται γουρουνόπουλο και το γλέντι συνεχίζεται στα σπίτια και στα καφενεία. Είναι επίσης μια εποχή όπου επιτρέπεται η αθυροστομία ακόμα και στις γυναίκες. Τραγουδιούνται ή απαγγέλλονται αινίγματα ή λογοπαίγνια, μερικά από τα οποία είναι άσεμνα και πολύ τολμηρά.

   Την Κυριακή της τελευταίας εβδομάδας, της «Τυρινής» η σκυριανή αποκριά κλείνει μ’ ένα πραγματικά μοναδικό θέαμα: είναι ο «Χορός του Τράγου».

   Πώς ακριβώς και πότε ξεκίνησε αυτό το έθιμο και τι ακριβώς σημαίνει είναι κάτι που χάνεται στο βάθος του χρόνου. Οι παραδόσεις, όμως, και τα τραγούδια που σχετίζονται μ’ αυτό αποτελούν μια σημαντική όψη της σκυριανής ζωής και λαογραφίας. Όλοι στο νησί ξέρουν να σας πουν πώς γεννήθηκε ο χορός του Τράγου:

   «Μια φορά κι έναν καιρό, ένας γέρος βοσκός κι η γυναίκα του βρίσκονταν τον καιρό της Αποκριάς στο βουνό με το κοπάδι τους όταν έπεσε πολύ χιόνι. Όλα τα ζώα ψόφησαν, και τότε ο τσοπάνος τα έγδαρε, ζώστηκε τα δέρματα και τα κουδούνια τους και γύρισε στο χωριό με τη γυναίκα του, της οποίας τα ρούχα είχαν γίνει κουρέλια. Το θέαμα αυτό κι ο ήχος των κουδουνιών εντυπωσίασαν τόσο τον λαό ώστε άρχισε λίγο-λίγο να το μιμείται κάθε χρόνο αυτήν την εποχή».

   Τρία είναι τα κύρια πρόσωπα σ’ αυτό το δρώμενο: ο Γέρος, η Κορέλλα (ένας νέος άντρας μεταμφιεσμένος σε κορίτσι ή νύφη) και ο Φράγκος.

   Η βασική ενδυμασία του πρωταγωνιστή, του «Γέρου», είναι η φορεσιά του σκυριανού τσοπάνου. Φοράει τα παραδοσιακά μάλλινα άσπρα «πανωβράκια» που συνήθιζαν να φορούν οι βοσκοί κι οι χωρικοί τους χειμωνιάτικους μήνες, άσπρες μάλλινες περικνημίδες, και τα αυτοσχέδια πέτσινα σανδάλια, που ονομάζονται «τροχάδια». Πάνω από το μακρυμάνικο μάλλινο πουκάμισο, ο Γέρος φοράει μια μακριά φλοκάτη κάπα, την «καπότα», που τη βάζει επίτηδες από την ανάποδη, για να του δίνει μια κάπως άγρια κι ατημέλητη εμφάνιση. Το πρόσωπό του καλύπτεται τελείως από μια μάσκα καμωμένη από ένα ολόκληρο κατσικίσιο δέρμα. Γύρω από τη μέση του Γέρου δένονται με σκοινιά ίσαμε σαράντα ή πενήντα κουδούνια, που το συνολικό τους βάρος μπορεί να φτάνει τα πενήντα κιλά. Καθώς το κάθε κουδούνι έχει διαφορετικό τόνο και τίμπρο, ο Γέρος πρέπει να τα διαλέξει προσεκτικά ώστε να παράγουν έναν αρμονικό ήχο όταν χορεύει.

   Τον Γέρο συνοδεύει η «Κορέλλα», που φοράει άσπρη μάλλινη βράκα, περικνημίδες, τροχάδια και κομμάτια από σκυριανή νυφιάτικη φορεσιά. Μια μάσκα καλύπτει το πρόσωπό της. Το τελευταίο πρόσωπο, ο «Φράγκος», είναι ντυμένο με κουρελιάρικα «φράγκικα» ρούχα, φοράει μάσκα και κάνει τα δικά του σκέρτσα φυσώντας συνεχώς σε μια μπουρού.

   Το τρίο διασχίζει σιγά-σιγά το χωριό, μέσ’ από τα στενά δρομάκια. Ο Γέρος δημιουργεί ο ίδιος το χορό του, αυτοσχεδιάζοντας. Με ειδικά πηδήματα, στριψίματα, και τινάγματα του κορμιού κάνει να ηχήσουν τα κουδούνια δημιουργώντας ευδιάκριτα ρυθμικά σχήματα. Ενώ ο Γέρος εκτελεί το δικό του χορό, η Κορέλλα γυρίζει γύρω του με χαριτωμένα σκιρτήματα και ο Φράγκος κάνει τα δικά του καμώματα φυσώντας τη μπουρού.

   Παρ’ όλου που ο Γέρος πρέπει οπωσδήποτε να διαθέτει μεγάλη δύναμη κι αντοχή, έρχονται στιγμές που πρέπει να σταματήσει και να ξαποστάσει. Σ’ αυτές ακριβώς τις στιγμές, η Κορέλλα αρχίζει να τραγουδά ένα μακρόσυρτο τραγούδι. Τα παρακάτω είναι τα λόγια ενός τέτοιου τραγουδιού:

Άγγελος είσαι, μάτια μου,
κανέ-, κανένας δε σου, κανένας δε σου μοιάζει.
Κρίνε με τις εφτά κορφές π’ ανοί-,
π’ανοίγεις με τ’α-, π’ανοίγεις με τ’ αγιάζι.
Όταν φορείς στη μέση σου το σπα-,
το σπαρδαλό λυ-, το σπαρδαλό λυτάρι
Βεργολυγάει η μέση σου σα λε-,
σα λεμονιάς κλω-, σα λεμονιάς κλωνάρι.

Άλλοι στίχοι που ακούγονται κατά την αποκριά είναι:

Εγέρασα ν-ο δυστυχής
κι ασπρί-, κι ασπρίσαν τα μα-,
κι ασπρίσαν τα μαλλιά μου
και πισινή δεν κράτησα
για τα, για τα γεράμα-,
για τα γεράματά μου.
Για λόγου σου, για λόγου σου
μίλα, μίλα και του γει-
μίλα και του γειτόνου σου.

Τα παραπάνω είναι απόσπασμα από το έργο του Σωτήριου Τσιάνη «Δημοτικά Τραγούδια της Σκύρου», μια εξαίρετη εθνομουσικολογική έκδοση που σας παρουσιάζουμε εδώ >>>