Ρούπερτ Μπρουκ

ΕΝΑΣ ΑΓΓΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗ ΣΚΥΡΟ

brooke3Ο άγγλος ποιητής Ρούπερτ Μπρουκ, πέθανε εν πλω στις 23 Απριλίου 1915, υπηρετώντας στη Βασιλική Ναυτική Μεραρχία κατά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο κι ετάφη στο πλησιέστερο λιμάνι, που έτυχε να είναι η Σκύρος.

Στη Βορειοανατολική άκρη του Χωριού, κοντά στο αρχαιολογικό μουσείο και στο εκκλησάκι Αγία Τριάδα, σε μια ωραιότατη θέση, είναι το ορειχάλκινο άγαλμα προς τιμή του Ρούπερτ Μπρουκ. Το άγαλμα συμβολίζει την αιώνια ποίηση και σε δύο πλευρές της βάσης του ανατολική και δυτική υπάρχουν οι εξής επιγραφές: «Το μνημείο τούτο ανηγέρθη τω 1930 δια διεθνών εράνων» και «τώρα που της Αττικής, είδα το άγιο χώμα ας πεθάνω – Ρούπερτ Μπρούκ». Στη δυτική πλευρά της βάσης, είναι ανάγλυφη η προτομή του ποιητή και από κάτω η αφιέρωση «στον Ρούπερτ Μπρούκ 1887 – 1915, στην αθάνατη την ποίηση». Το όλο έργο φιλοτεχνήθηκε από το γλύπτη Μ. Τόμπρο, ο οποίος, όπως λέγεται, είχε σαν μοντέλο τον Αλέξανδρο Ιόλα, έναν νέο έφηβο, ωραίο και ανερχόμενο τότε χορευτή.

Στις 5 Απριλίου 1931, έγινε επίσημο μνημόσυνο με την παρουσία του τότε πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου και αποκαλυπτήρια χάλκινου μνημείου του Μπρουκ, όπου και πρωτοστάτησε ο Κωνσταντίνος Φαλτάϊτς. Οι εφημερίδες της εποχής εκείνης έγραψαν: «…Δαιμόνιος και ακούραστος, ανεξάντλητος εις εφευρετικότητα ο συνάδελφος κ. Κ. Φαλτάϊτς (πρόεδρος του Συλλόγου Σκυρίων στην Αθήνα), βέρος σκυριανός, από… βαυαρικής καταγωγής, θιασώτης των απανταχού ατσίγγανων και τα λοιπά και τα λοιπά, ξεσήκωσε όλους τους βοσκούς του νησιού του, ανεστάτωσε όλα τα χειμαδιά, δια να πλημμυρίσει τις ραχούλες με κοπάδια. Μερικά άγρια άλογα, ελεύθερα “αφημένα”, συμπλήρωναν την υπερόχως ειδυλλιακήν εικόνα…».

Τότε ο Κωνσταντίνος Φαλτάϊτς, συνέβαλε με πάθος στην πρόοδο του νησιού και διοργάνωνε τοπικές εορτές, με εμβέλεια κι εκτός νησιού, καθώς συνέρεαν προσωπικότητες από την Αθήνα αλλά και το εξωτερικό.

Να θυμίσουμε πως το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Σκύρου, το 1998 εξέδωσε έναν αφιερωματικό τόμο, με τα ποιήματα του Μπρουκ στην αγγλική και αντικριστά στην ελληνική, κατά μετάφραση του Κ. Ιωάννου, απ’ όπου και το παρακάτω.

brooke2

ΠΑΡΑΛΙΑ

Απ’ τους εύθυμους ήχους της μπάντας φεύγω γοργά,

Το γέλιο των ανθρώπων, την κάθε του έρωτα ματιά

Και στη νύχτα βουλιάζω να γυρίσω πρέπει εκεί

Που κάτω, πέρα απ’ την απάτητη ακτή,

Στριφογυρίζει ανήσυχος ο γέρο ωκεανός

Και θαμποφέγγει στο άγνωστο. Φορτωμένος

Με μαγεία και κίνηση είν’ ο κάθε ίσκιος. Μοναχός

Πλανιέμαι εδώ στην άκρη της σιωπής, φοβισμένος.

Ένα σημάδι να προσμένω. Μέσα μου βαθιά

Τα νερά φουσκώνουν σκοτεινά ως τη σελήνη

Κι όλα τα ρεύματά μου πάνε προς τη θάλασσα.

Κάτι ζωηρό από τραγούδι ειρωνικό έρχετ’ απ’ τη στεριά

Που κουδουνίζει, γελάει και στην άμμο αργοσβήνει

Και πεθαίνει στη θάλασσα και στον μόλο ανάμεσα.

Ρούπερτ Μπρουκ

 


Ο Ρούπερτ Μπρούκ

και οι «Πολεμικοί ποιητές»

της χαμένης γενιάς του 1914 – 1918

Άρθρο του Θέμη Βελερή

 

Ο τρομερός εκείνος πόλεμος, έφερε στην επιφάνεια δύο είδη ποιημάτων. Τον Αύγουστο του 1914, οι ποιητικές φωνές που ήθελε να ακούσει το κοινό ήταν ρομαντικές, πατριωτικές και αθώες. Πιστεύοντας στην ορθότητα της εθνικής του υπόθεσης, το κοινό -σε κάθε έθνος- ήθελε να ακούει την επιβεβαίωσή της από τους ποιητές.

Η ειρήνη είχε διατηρηθεί στη Δυτική Ευρώπη από το 1871. Έτσι, κανείς και ακόμη λιγότερο οι ποιητές, δεν ήξερε τι πραγματικά ήταν ο πόλεμος. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο πόλεμος και ο θάνατος, εξιδανικεύτηκαν στα περισσότερα ποιήματα που γράφτηκαν τους πρώτους μήνες της σύρραξης. Αυτός και κάτι ακόμα. Πολλοί πίστευαν, πως ο πόλεμος είναι μια ευκαιρία να καθαρίσει ο κόσμος από τη διαφθορά και τη νωθρότητα που χαρακτήριζαν εκείνη την εποχή, της ολοένα και μεγαλύτερης πίστης στις νόθες υλιστικές αξίες. Έτσι, πολλοί Ευρωπαίοι ποιητές σχεδόν καλωσόρισαν τον πόλεμο.

Ο Ρούπερτ Μπρούκ (ΑΓΓΛΙΑ), ανήκε σε αυτή τη κατηγορία. Μαζί με τους Σάρλ Πεγκύ (ΓΑΛΛΙΑ), Στέφαν Γκέοργκε (ΓΕΡΜΑΝΙΑ), Φίλιππο Μαρινέττι (ΙΤΑΛΙΑ), Βαλερύ Μρουσόφ (ΡΩΣΙΑ) και άλλους, ύμνησαν στην αρχή τον πόλεμο, που τον είδαν σαν μια χειρουργική επέμβαση στο σάπιο σώμα της κοινω-νίας, που είχε μολυνθεί από τον υλισμό και τη μαλθακότητα. «Πόλεμε…πρέπει να σου δοθώ με όλο μου το σώμα, όλα μου τα αγαθά.», έγραφε ο Ντριέ Λα Ροσέλ στη Γαλλία και ο ντ’ Αννούντσιο στην Ιταλία λάτρεψε στους στίχους του, το αίμα και το θάνατο…

Η απογοήτευση και η απόγνωση μέσα από τη φρίκη του πολέμου, ήταν φυσικά το επακόλουθο.

Η σφαγή του Σομ το Καλοκαίρι του 1916, κατέστρεψε για πάντα τη ρομαντική αθωότητα με την οποία ξεκινούσαν οι νέοι για τον πόλεμο. Μια νέα, τραχύτερη ομάδα ποιητών άρχισε να ακούγεται. Όλοι τους μίσησαν τον πόλεμο. Προσπάθησαν να εκφράσουν μέσα από τα ποιήματά τους τη ματαιότητα και τη φρίκη του πολέμου. Ήταν ο Έντμουντ Μπλάντεν, ο Ρόμπερτ Γκρέηβς, ο Γουίλφρεντ Όουεν, ο Χέρμπερτ Ρήντ, ο Ισαάκ Ρόζενμπεργκ, ο Ζίγκριντ Σάσσουν, ο Άντον Σνάκ και άλλοι. Ο Τσάρλς Σόρλευ έγραφε… «όταν βλέπεις εκατομμύρια άφωνους νεκρούς να περνούν σε χλωμά τάγματα στα όνειρά σου, μη λες τα γλυκά λόγια που είπαν άλλοι…».

Ο Απολλιναίρ, αυτός ο μεγάλος ποιητής, περιέγραψε τον πόλεμο σα μέρος της καθημερινότητάς του. Ήταν ολότελα δοσμένος στην εξερεύνηση των δικών του αισθήσεων. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει κήρυκάς του. Έγραφε, «…σου γράφω από τη σκηνή καθώς πεθαίνει αυτή η καλοκαιρινή ημέρα και σα λουλούδισμα εκτυφλωτικό, μέσα στον ελαφρότατα γαλάζιο ουρανό, μία ομοβροντία σκάει και σβήνει προτού ακόμα υπάρξει…».

Όμως, μόνον οι Βρετανοί καλλιέργησαν την πολεμική ποίηση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρηθεί σα «σχολή» ή «κίνημα». Ο μεγαλύτερος από τους Βρετανούς πολεμικούς ποιητές, ο Γουίλφρεντ Όουεν έγραφε, «…θα μπορώ καλύτερα να κραυγάσω την κραυγή μου, παίζοντας το ρόλο μου όπου έχω ταχθεί…».

Ο Μπρούκ, δε γνώρισε τα χαρακώματα. Πέθανε από σηψαιμία τον Απρίλιο του 1915 σε πλωτό νοσοκομείο στο Αιγαίο, προτού προλάβει την εκστρατεία της Καλλίπολης. Μετά το θάνατό του, αναγορεύθηκε ιδανικός εκπρόσωπος των θαρραλέων νέων της Μεγάλης Βρετανίας, που θυσιάστηκαν στον πόλεμο.

 brooke1

AN HMOYN O MΠΡOYK…

Θα κοίταγα πέρα απ’ τη θάλασσα, βορειοανατολικά, για να προφτάσω να δακρύσω για όλα αυτά που από τύχη δεν έζησα, να δακρύσω από χαρά που δεν πρόλαβα τα χώματα της Καλλίπολης να ζωγραφίσω με το αίμα μου…

Θα σε ρωτούσα να μου πεις για την αυγή, τον ουρανό και το γαλάζιο ποίημα μου…

Θα άφηνα την ανάσα μου να πετάξει ψηλά σαν γαλανό αεράκι που θα με δρόσιζε, σα μικρή μέλισσα που θα ήθελε όλα να τα επισκεφθεί…

Αν ήμουν ο Μπρούκ, θα προτιμούσα μέσα μου να αιχμαλώτιζα τα χρώματα της Σκύρου, μα πιο πολύ τον ήλιο της και το λευκό φιλί του, λευκό κατάλευκο που σε τυλίγει αστραφτερά στης νιότης σου τα Καλοκαίρια για να μπορείς αργότερα να μην την αρνηθείς…

Αν ήμουν ο Μπρούκ, θα σε ρωτούσα να μου πεις…

 

Θέμης Δ. Βελερής