H ΣΚΥΡΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΧΡΟΝΟ
Η Σκύρος είχε κατοικηθεί από τη Νεολιθική εποχή, όπως φαίνεται από τα ευρήματα στην περιοχή του κάστρου. Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν Κάρες, Πελασγοί και Δόλοπες. Γι΄αυτό και παλαιότερα το νησί ονομαζόταν Πελασγία ή Δολοπία, αλλά και νήσος των Μαγνήτων.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία η Θέτιδα, η θεά μητέρα του Αχιλλέα, είχε στείλει το γιο της στη Σκύρο, για να μη πάρει μέρος στην Τρωική εκστρατεία και επαληθευτεί η προφητεία για το θάνατό του.
Στη Σκύρο ο Αχιλλέας μεγάλωσε κοντά στο βασιλιά Λυκομήδη και ανάμεσα στις κόρες του, ντυμένος κορίτσι και ο ίδιος. Αγάπησε μάλιστα μία από τις βασιλοπούλες, τη Δηιδάμεια, και απόκτησε απ’ αυτή ένα γιο, το Νεοπτόλεμο. Όταν όμως ο Κάλχας προφήτεψε στους Έλληνες ότι χωρίς τον Αχιλλέα η Τροία δε μπορούσε να παρθεί, ήρθε στη Σκύρο ο πολυμήχανος Οδυσσέας και χρησιμοποιώντας δολερό τέχνασμα τον ανακάλυψε. Στη συνέχεια ο Αχιλλέας τέθηκε επικεφαλής των Μυρμιδόνων και τους οδήγησε στην Τροία.
Μετά το θάνατο του Αχιλλέα στην Τροία, ο Οδυσσέας ξαναγύρισε στη Σκύρο αναζητώντας αυτή τη φορά το Νεοπτόλεμο. Σύμφωνα με την προφητεία του Έλενου, για να πέσει η Τροία, έπρεπε να πολεμήσει κάτω απ΄τα τείχη της και ο γιος του Αχιλλέα. Τις αντιρρήσεις του Λυκομήδη, που φοβόταν ότι η κόρη του μετά τον άντρα της θα έχανε στην Τροία και το γιο της, έκαμψε η προθυμία του ίδιου του Νεοπτόλεμου, που σαν το πατέρα του κι αυτός, λαχταρούσε πολέμους και δόξα.
Στη Σκύρο, σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, πέθανε και ο βασιλιάς της Αθήνας Θησέας, τον οποίο κατακρήμνισε από τα βράχια του νησιού στη θάλασσα ο βασιλιάς Λυκομήδης, επειδή φοβόταν για το θρόνο του. Στη διάρκεια των ιστορικών χρόνων και ειδικότερα στη περίοδο της ισχυροποίησης της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας ο Αθηναίος στρατηγός Κίμωνας ανέλαβε να διώξει από τη Σκύρο τους Δόλοπες. Οι τελευταίοι επιδίδονταν στην πειρατεία και αποτελούσαν κίνδυνο για την ελεύθερη διακίνηση των εμπορικών πλοίων προς το βόρειο – ανατολικό Αιγαίο. Ο Κίμωνας λοιπόν, θέλοντας να εξασφαλιστεί η κατοχή της Σκύρου για τους σκοπούς της συμμαχίας, έδιωξε τους Δόλοπες και εγκατέστησε Αθηναίους κληρούχους. Επειδή μάλιστα η Αθηναϊκή Συμμαχία βρισκόταν στο ξεκίνημά της, ήταν πολιτική ανάγκη να δοθεί στους ηγεμόνες της Αθηναίους θεϊκή επικύρωση, που να καταξιώνει τις ενέργειες τους. Γι’ αυτό, υπακούοντας σε παλαιό δελφικό χρησμό, ο Κίμωνας μετέφερε με εξαιρετική μεγαλοπρέπεια από τη Σκύρο στην Αθήνα τα οστά του ήρωα Θησέα, τα οποία τοποθετήθηκαν στο Θησείο.
Μέχρι την περίοδο λοιπόν της ακμής των Μακεδόνων η Σκύρος ήταν Αθηναϊκή κληρουχία. Πέρασε στη δικαιοδοσία των Μακεδόνων και στη συνέχεια των Ρωμαίων, οι οποίοι την δώρισαν στους Αθηναίους. Στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους το νησί δε γνώρισε ιδιαίτερη ακμή, στους μεσοβυζαντινούς όμως επωφελήθηκε από την οικονομική της ακμή και οργανώθηκε σε επισκοπή. Μετά τη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204) η Σκύρος περιήλθε στους Βενετούς. Στο τέλος του 14ου αιώνα καταλήφθηκε από τους Τούρκους, λίγο αργότερα όμως, με συνθήκη, αποδόθηκε και πάλι στο Βυζάντιο. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1453) παραδόθηκε στους Βενετούς και εντάχτηκε στο αποικιακό κράτος της Βενετίας.
Στη διάρκεια του πρώτου Τουρκοβενετικού πολέμου, η Σκύρος πυρπολήθηκε από τον Τουρκικό στόλο, ο οποίος όμως δεν κατόρθωσε να εκπορθήσει το κάστρο της. Αλλά μετά την επιδρομή του διαβόητου πειρατή Χαϊρεντιν Μπαρμπαρόσα η Σκύρος υποτάχτηκε στους Τούρκους. Στη διάρκεια του δεύτερου Τουρκοβενετικού πολέμου στο νησί επανήλθαν οι Βενετοί για λίγα χρόνια, σύντομα όμως αποκαταστάθηκε η Τουρκική κυριαρχία.
Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 η συμμετοχή των κατοίκων της Σκύρου στις θαλάσσιες και χερσαίες επιχειρήσεις υπήρξε αξιόλογη και το νησί αποτέλεσε καταφύγιο προσφύγων. Η Σκύρος απελευθερώθηκε μαζί με τις υπόλοιπες Σποράδες το 1829.
Σήμερα η Σκύρος με τη διατήρηση της τοπικής αρχιτεκτονικής, της λαϊκής τέχνης και της λαογραφικής της παράδοσης αποτελεί ένα ζωντανό μουσείο παλαιότερων μορφών ζωής. Τα κυβόσχημα σπίτια της διακρίνονται για την ιδιαίτερη αισθητική τους, αλλά και την οικονομία των περιορισμένων χώρων τους. Η λαϊκή τέχνη της ζει δημιουργικά στους τομείς της ξυλοτεχνίας, της κεραμικής και της κεντητικής. Τα διακοσμητικά μοτίβα έχουν σταθερή πηγή έμπνευσης το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Πολλές παραδόσεις της καταγράφουν τη γνήσια λαϊκή συνείδηση των κατοίκων της. Αποκορύφωσή τους αποτελεί το Σκυριανό καρναβάλι, μια διαδικασία της Αποκριάς που μας οδηγεί στη Διονυσιακή λατρεία, αλλά και την προαιώνια διάθεση των ανθρώπων να προκαλέσουν τις γενεσιουργές δυνάμεις της φύσης.
δείτε επίσης