Μάνου Φαλτάϊτς 1976
Οι συσσωματώσεις, γνώρισαν στη Σκύρο μεγάλη ακμή με δύο μορφές.
Η πρώτη, καθαρά πνευματική, εμφανίζεται στο θρησκευτικό τομέα και παλαιότερα, μέχρι τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης τού Ελληνικού κράτους, είχε γενικό χαρακτήρα.
Όλοι οι Σκυριανοί ανήκαν σε εκκλησιαστικά αδελφάτα, σχηματίζοντας Ιδιόμορφες πνευματικές ομάδες που είχαν σκοπό την καλύτερη οργάνωση και απρόσκοπτη λειτουργία των θρησκευτικών χρεών των μελών τους(1).
Η δεύτερη, έχει περιεχόμενο οικονομικό – επαγγελματικό και εκδηλώνεται με μια σύνθετη μορφή συνεργατισμού και συνεταιρισμού.
Η συσσωμάτωση αυτή, υπάρχει μεταξύ των τσοπάνηδων, που αποτελούν την πολυαριθμότερη κοινωνική τάξη της Σκύρου.
Στα πλαίσια της ποιμενικής κάστας έχει καθολικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι οι τσοπάνηδες του νησιού, ασκούν το επάγγελμά τους με οργανωτική βάση τον θεσμό αυτόν της συσσωμάτωσης.
Αν και είναι άτυπος, χωρίς μάλιστα να προσδιορίζεται με ιδιαίτερη και επίσημη ονομασία, εν τούτοις είναι ουσιαστικότατος.
Ο θεσμός είναι ακριβώς ο ίδιος με το γνωστό στις περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας «τσελιγγάτο», που αποτελούσε τη βάση της επαγγελματικής, οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής ιδιαίτερα των νομαδικών και ημινομαδικών εθνοφυλετικών ομάδων της Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Θράκης Σαρακατσάνηδων, Βλάχων, Αρβανιτόβλαχων και Καπατσαραίων. (2)
Σε τι συνίσταται η συσσωμάτωση
Η συσσωμάτωση είναι μια περίπλοκη και ιδιόμορφη μορφή συνεργατικού συνεταιρισμού, που αποβλέπει στην από κοινού, μεταξύ περισσοτέρων τσοπάνηδων, ενιαία εκμετάλλευση (βόσκηση) ενός βοσκότοπου (μάντρας) (3) και στην από κοινού εκτέλεση των διάφορων κτηνοτροφικών εργασιών.
Η ονομασία
Άγνωστο γιατί, ο θεσμός παρά τη μακραίωνη ύπαρξή του και την λεπτολόγο στην πράξη ρύθμιση της λειτουργικότητάς του – παρά τον άτυπο χαρακτήρα του – δεν προσδιορίζεται στη Σκύρο με Ιδιαίτερη ονομασία. Είναι επίσης παράξενο που δεν ονομάζεται «τσελιγγάτο», όπως και στην ηπειρωτική Ελλάδα, παρά την ταυτότητα του συστήματος με των προαναφερόμενων ποιμενικών πληθυσμών, και μολονότι πολλοί άλλοι όροι που αναφέρονται στην οργάνωση τoυ θεσμού είναι κοινοί.
Εν τούτοις, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη Σκυριανή τσοπάνικη συσσωμάτωση με την ονομασία «Σμίχτες» που προσδιορίζει τους συνεταίρους και βρίσκεται και σήμερα σε χρήση. (4)
Οι οργανωτικές βάσεις του θεσμού
Α΄ Οι συνεταίροι
Β΄ Η δημιουργία ενιαίου κοπαδιού
Γ΄ Η λειτουργία της εταιρείας
Α΄ Οι συνεταίροι
Ο συνεταιρισμός, αποτελείται από τρείς, τέσσερεις ή και περισσότερους τσοπάνηδες, ανάλογα με τον αριθμό των ζώων τους, σε σχέση με το μέγεθος της μάντρας.
Οι συνεταίροι ονομάζονται «σμίχτες», αλλά και «κολιγάδες» ή «κολίγοι» και αποτελούν μια συντροφιά η εταιρεία οικονομικό-επαγγελματική.
Επικεφαλής της εταιρείας είναι ό «τσαχαγιάς» (κεχαγιάς).
Ο κεχαγιάς, ονομάζονταν παλαιότερα επίσης και «μαγιμάρης» (μαϊμάρης) και «σκτέρης» και «κονακτσής» και «τσελάρης» (κελάρης) επειδή έμενε στο κονάκι (κελάρι) (5).
Το προβάδισμά του οφείλεται στους έξης λόγους:
Κεχαγιάς γίνεται αυτός που είτε έχει δική του μάντρα (σχέση ιδιοκτησίας κτηνοτρόφων και βοσκότοπων που υπάρχει μόνο τα τελευταία 100 – 150 χρόνια, γιατί παλαιότερα κανείς τσοπάνης δεν είχε δική του μάντρα (6) είτε μεγάλο κοπάδι και τέλος – σε περίπτωση μη ιδιοκτήτη βοσκότοπου – λόγω των ειδικών κοινωνικών του σχέσεων με τους ιδιοκτήτες των βοσκοτόπων, που του επιτρέπουν να εξασφαλίσει την ενοικίαση της μάντρας για λογαριασμό του. Στην περίπτωση μη ιδιοκτήτη κεχαγιά, ό γαιοκτήτης ξέρει μονάχα αυτόν και σ’ αυτόν προσωπικά την ενοικιάζει.
Η ενοικίαση μιας μάντρας, ιδιαίτερα στο παρελθόν, αποτελούσε σοβαρότατη υπόθεση, λόγω του περιορισμένου – πάντα σε σύγκριση με τα πολυάριθμα αιγοπρόβατα της Σκύρου – χώρου των βοσκοτόπων, και του μεγάλου ως εκ τούτου ανταγωνισμού που υπήρχε μεταξύ των τσοπάνηδων για την εξασφάλιση της ενοικίασης μάντρας για λογαριασμό τους.
Γι’ αυτό το λόγο οι μεγάλοι τσοπάνηδες, επεδίωκαν πάντα να διατηρούν αγαθές και κατά το δυνατόν στενές σχέσεις με τους γαιοκτήτες, που φρόντιζαν να ανανεώνουν και προς χάριν των παιδιών τους.(7)
Έτσι, υπάρχουν παραδείγματα που ή σύνδεση μεταξύ ορισμένων οικογενειών γαιοκτητών και μεγαλοτσοπάνηδων, στους όποιους οι πρώτοι νοίκιαζαν κατά προτίμηση τη μάντρα η τις μάντρες τους, κρατούσε από γενιά σε γενιά..(8)
Ο κεχαγιάς, διαλέγει τους σμίχτες, που αποτελούν τα υπόλοιπα μέλη της εταιρείας.
Είναι τσοπάνηδες με μικρότερα κοπάδια, που δεν έχουν την οικονομικη και κοινωνική δυνατότητα να νοικιάσουν μόνοι τους μάντρα.
Η πρόταση του κεχαγιά προς τους νέους συνεταίρους του, γίνεται με την καθιερωμένη φράση, «έλα να το κάμωμ’ το ένα», έλα δηλαδή να κάνωμε ένα κοινό κοπάδι.
Εκτός από την πρωτοβουλία που έχει ο κεχαγιάς να διαλέξει τους σμίχτες, – κατά προτίμηση συγγενείς του και ανάλογα με τα κοπάδια που διαθέτουν και που μαζί με το δικό του πρέπει να είναι τής βοσκοϊκανότητας της μάντρας,- προΐσταται γενικά της συντροφιάς, επιμερίζει το μερίδιο του καθενός για το ενοίκια της μάντρας και συντονίζει την όλη δραστηριότητα των συνεταίρων.
Ανάλογα με τον αριθμό των γιδοπροβάτων τού κάθε σμίχτη, προσδιορίζεται και η ατομική του μερίδα στο ενοίκιο της μάντρας.
Τη μερίδα του όμως, δεν την δίνει ό κάθε σμίχτης χωριστά στο γαιοκτήτη αλλά στον κεχαγιά για να τη δόση αυτός στον ιδιοκτήτη της μάντρας. (9)
Οι σχέσεις μεταξύ των υπόλοιπων συνεταίρων δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, έκτος από τη ρύθμιση των υποχρεώσεών τους για τις δουλειές τού κοπαδιού που προσδιορίζονται ανάλογα με τον αριθμό των «κεφαλιών» που έχει ό καθένας.
Όταν το κοπάδι είναι μεγάλο, ο σμίχτης υποχρεούται να προσλάβει έναν η περισσότερούς «ψυχογιούς», που εκτελούν χρέη βοηθών η υπηρετών ανάλογα με την ηλικία η την ικανότητα τους.
Ο αριθμός των αιγοπροβάτων προσδιορίζει και τη μεταξύ τους κοινωνική ιεραρχία μέσα στα πλαίσια της εταιρείας, αλλά κατ’ επέκταση στο σύνολο της τσοπάνικης κάστας, με πρώτους τους κεχαγιάδες, που ο αριθμός των αιγοπροβάτων τους κυμαίνεται άπο 300 – 1.000 και αποκαλούνται γενικά «μεγαλοτσοπανοί».
Όσους έχουν τα περισσότερα στην ίδια μάντρα τους ονομάζουν και «πολυτάρηδες», άλλα ο όρος δε χρησιμοποιείται έξω από τους ίδιους τους σμίχτες.
Όσοι έχουν από 100 – 300 κεφάλια, είναι οι μέσοι τσοπάνηδες.
Όσοι έχουν από 30 – 100, θεωρούνται και ονομάζονται «μικροτσοπανoί» μέσα στην γενικότερη κάστα των τσοπάνηδων και όσοι έχουν λιγότερα, ονομάζονται από τους άλλους ειρωνικά «μαναρτζήδες», άπο το «μανάρι», το μεμονωμένο οικόσιτο πρόβατο η την κατσίκα.
Οι τελευταίοι, είναι συνήθως «νεοτσοπανοί», προερχόμενοι από άλλες τάξεις που απόκτησαν κυρίως σαν παραγιοί ένα μικρό αριθμό ζώων, χωρίς όμως εν συνεχεία να ασχολούνται συστηματικά με την κτηνοτροφικά που συχνά εγκαταλείπουν. «Δεν είχαν σταθερότητα στο επάγγελμα οι νεοτσοπανοί», λένε χαρακτηριστικά οι παλιές τσοπάνικες οικογένειες.
Οι ψυχογιοί, αν και ασκούν το κτηνοτροφικό επάγγελμα από γενιά σε γενιά, εφόσον δεν κατορθώνουν να σχηματίσουν δικό τους αξιόλογο κοπάδι, δε θεωρούνται από άλλους τσοπάνηδες, αλλά απλώς ψυχογιοί, που δουλεύουν με μισθό (ρόγα) για λογαριασμό των τσοπάνηδων της πρώτης και δεύτερης σειράς.
Β΄ Η δημιουργία ενιαίου κοπαδιού
Με το «σμίξιμο» η την «κολγιά» το κοπάδι που βόσκει σε μια συγκεκριμένη μάντρα, γίνεται ενιαίο και σχηματίζεται έτσι μια κοινή εταιρική εκμετάλλευση.(10)
Η εταιρεία από πλευράς ζωικού κεφαλαίου στηρίζεται πάνω στις έξης βάσεις:
Τα ζώα του, κάθε σμίχτη, βόσκουν κοινά μαζί με των άλλων στο χώρο της μάντρας ανακατεμένα, σαν ένα ενιαίο κοπάδι, χωρίς αυτό να σημαίνει και αποσύνδεση των ζώων με τον ιδιοκτήτη τους. «Αν και τα ζώα βόσκουν όλα μαζί, οι σμίχτες δεν έχουν δικαίωμα σε ένα απρόσωπο νούμερο, μέρος του κοπαδιού, όσο τα γιδοπρόβατα που έφεραν κατά τη σύναψη της συντροφιάς. Το κάθε κεφάλι, κατσίκα η πρόβατο, έχει τη δική του μοίρα και συνδέεται με τον ιδιοκτήτη του. Αυτό σημαίνει ότι:
Α’ Όταν γεννήσει ή κατσίκα η το πρόβατο, τα νεογέννητα, ανήκουν στον ιδιοκτήτη της μάνας και όχι στη συντροφιά.
Β’ Όταν το «κόψει» σκύλος κλπ. η ψοφήσει το χειμώνα σε περίπτωση κακοκαιρίας «κακοχρονιάς», η ζημία βαραίνει τον ιδιοκτήτη του και όχι όλη τη συντροφιά. Όταν γίνει μία θεομηνία, μόλις περάσει, οι σμίχτες πηγαίνουν στη μάντρα για να δουν τις καταστροφές που έπαθαν τα κοπάδια τους. Τότε συγκεντρώνουν όλοι μαζί το κοινό κοπάδι, και γίνεται μετά, από τον καθένα χωριστά, η εξακρίβωση των απωλειών των δικών του γιδοπροβάτων.
Οι ζημιές, βαρύνουν ατομικά τον κάθε σμίχτη και δεν επιμερίζονται στο σύνολο του κοπαδιού.
Γ’ Κατά την τυροκόμηση, το μοίρασμα του γάλακτος, γίνεται με βάση όχι τον αριθμώ των κεφαλιών του σμίχτη αδιάκριτα, αλλά υπολογίζονται μόνο τα «γαλάρια», αυτά που έχουν γάλα. Τα «στερφά», τα θηλυκά γιδοπρόβατα που δεν γκαστρώθηκαν και δε γέννησαν και επομένως δεν έχουν γάλα, δεν υπολογίζονται κατά τη μοιρασιά του γάλακτος.
Η εξακρίβωση της ταυτότητας και ιδιοκτησίας κάθε μεμονωμένου γιδοπρόβατου
Το ανακάτεμα των κοπαδιών δε δημιουργεί προβλήματα στους σμίχτες, που ο καθένας ξέρει πολύ καλά τα δικά του γιδοπρόβατα.
1ον Από τα σημάδια που κάνουν στα αυτιά τους, για να μη χωρά καμιά αμφιβολία σε περίπτωση πιθανής αμφισβήτησης ή συνειδητής ζωοκλοπής. Τα σημάδια είναι οικογενειακά και κληρονομούνται από γενιά σε γενιά, καθώς επίσης προικίζονται και πουλιούνται. Η παραποίηση ή απομίμηση των σημαδιών, θεωρείται ταυτόσημη της ζωοκλοπής και τιμωρείται αυστηρότατα.
Τα οικογενειακά αυτά σημάδια των γιδοπροβάτων έχουν διάφορες ονομασίες όπως: Καλιονδάρι, Κόμμα, Μπροστοφύλλαρο, Μπροσανάποδο, Πέτσα, Π’στοφύλλαρο, Στσίσμα, Τρύπα κ.λπ. που με ποικίλες συνθέσεις και αλλαγή θέσεων στα αυτιά των ζώων, εξασφαλίζουν την αποκλειστικότητα του σημαδιού κάθε τσοπάνη ή οικογένειας.
Εκτός από τα σημάδια των αυτιών, η ιδιοκτησία των προβάτων κατοχυρώνεται και με το «σκούνε». Ο «σκούνες» είναι μια τούφα μαλλί που αφήνουν επίτηδες κατά την κουρά σε συγκεκριμένο μέρος του ζώου (πλευρά, τράχηλο, ουρά, πλάτη κ.λπ.).
Κάθε μεγάλη τσοπάνικια οικογένεια έχει το δικό της «σκουνέ» που αποτελεί ιδιοκτησία της μεταβιβαζόμενης, όπως και τα σημάδια, απαγορευόμενης οποιασδήποτε απομίμησης από άλλους.
Ο «σκούνες» εκτός από την κατοχύρωση της ιδιοκτησίας του ζώου, διευκολύνει και το ξεχώρισμα από τους σμίχτες σε κάθε μάζεψη, επειδή διακρίνεται από μεγαλύτερες αποστάσεις.
2ον Η ικανότητα να ξεχωρίζει ένας τσοπάνης τα ζώα και μέσα σε ένα πολύ μεγάλο αριθμό –ακόμα χίλια και πάνω- αποτελεί μια βασική ποιμενική επαγγελματική ιδιότητα που αποκτούν οι Σκυριανοί τσοπάνηδες από τα παιδικά τους χρόνια.
Οι κατσίκες και τα πρόβατα προσδιορίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με τα χρώματά τους «ρέντζια» και από άλλα φυσικά γνωρίσματα, όπως τα κέρατα.
Ο Δημήτριος Παπαγεωργίου, από τους πρώτους ιστορικούς του νησιού, έγραφε το 1908 με θαυμασμό τα εξής, για την ικανότητα αυτή των Σκυριανών τσοπάνηδων να ξεχωρίζουν κάθε ζώο:
«Οι Σκυριανοί, απ’ αιώνων ασχολούμενοι εις την κτηνοτροφίαν κατέχουσι αρετάς και προσόντα, άτινα μόνον δια μακρού χρόνου κληρονομικώς μεταβιβάζονται αναπτύσσονται ή μονιμοποιούνται παρά τοις λαοίς.
Το πνεύμα της κτηνοτροφίας υπάρχει εντός του αίματος των συμπολιτών μας. Η οξεία αυτών παρατηρητικό της, η ταχεία και βαθεία εντύπωσης, ην προξενεί αυτοίς και η ελάχιστη διαφορά της φυσιογνωμίας των ζώων, η εκπλήττουσα οξυδέρκεια και ικανότης να διακρίνωσι μεταξύ χιλίων ή και περισσοτέρων αιγών ή προβάτων το ξένον ζώον, οι ποιμενικοί των όροι προς προσδιορισμόν και διάκρισιν των αιγοπροβάτων απ’ αλλήλων και τα οικογενειακά επί των ώτων των ζώων σήματα, κληρονομικώς από γενεάς εις γενεάν μεταβιβαζόμενα και προικοδοτουμενα, πάντα ταύτα και πολλά άλλα είναι βεβαίως, αποτέλεσμα μακροτάτης πείρας και κληρονομικής ιδιοφυΐας προς την κτηνοτροφίαν».
Γ. Η λειτουργία της Εταιρείας
Οι σμίχτες δουλεύουν για ολόκληρο το κοπάδι και όχι ο καθένας μεμονωμένος για τα δικά του γιδοπρόβατα.
Οι δουλειές στη μάντρα γίνονται συλλογικά. Ο Κεχαγιάς προσδιορίζει το συγκεκριμένο έργο που θα κάνει ο κάθε σμίχτης, που παίρνει γι’ αυτό το λόγο προσωρινά (επειδή δεν είναι μια μόνιμη δουλειά και δεν απαιτεί εξειδίκευση) το όνομα από την ειδική απασχόληση. Έτσι ο υπεύθυνος με τη φροντίδα των γαλαρίων ονομάζεται «γαλαρτζής», αυτός που φυλάει τα «στερφά» «στερφάρης», αυτός που «προσολάμνει», προωθεί τα γαλάρια για άρμεγμα «προσολαμπτής», αυτοί που αρμέγουν «αρμεχτάδες» κ.λπ.
Η κατανομή γίνεται σύμφωνα και με την κλίση, ηλικία και ειδικότητα του κάθε σμίχτη.
Το κύκλωμα και η κατανομή της δουλειάς
Οι δουλειές του κοπαδιού, παίρνοντας σαν αρχή τη διαδικασία για τη διευκόλυνση των γκαστρωμένων να γεννήσουν, ακολουθούν το εξής κύκλωμα κάθε χρόνο:
1ο Η περίοδος της γέννας
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα πηγαίνουν οι σμίχτες στη μάντρα τους και κάνουν «μάζεψη». Συγκεντρώνουν δηλαδή το κοπάδι και μετά χωρίζουν τα «στερφά» από τα γκαστρωμένα. Τα γκαστρωμένα τα πάνε σε πιο ζεστά μέρη, κυρίως κοντά στη θάλασσα, σε εκτάσεις ειδικά για το σκοπό αυτό φραγμένες, που τις ονομάζουν «νησιά», για μεγαλύτερη ασφάλεια και προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Εκεί γεννούν. Στο διάστημα της γέννας, πάνε κάθε μέρα ή 2 – 3 φορές την εβδομάδα, ανάλογα, και βλέπουν τι γίνεται.
Αφού γεννήσουν τα βγάζουν από το «νησί» και τα οδηγούν στις μάντρες.
Τα μικρά σημαδεύονται αμέσως από τους ιδιοκτήτες με το σημάδι τους στα αυτιά.
2ο Το «πίσκασμα»
Στο «πίσκασμα» γίνεται η συγκέντρωση και απομόνωση των γαλάριων, χωρίζοντας τα μικρά από τις μανάδες τους, δουλειά που κρατά περίπου από 7 – 15 μέρες. Τα μικρά τα απομονώνουν πηγαίνοντάς τα μαζί με τα «στερφά» σε άλλο μέρος.
Έτσι τα «γαλάρια» είναι μαζεμένα και δεν πίνουν το γάλα τα μικρά τους, ούτε τα βλέπουν ή τα ακούνε για να ανησυχούν και φεύγουν ζητώντας τα.
3ο Το «μάντρισμα»
Είναι η δουλειά του αρμέγματος και της τυροκομίας. Κρατά από τις απόκριες μέχρι τα μέσα περίπου Ιουλίου.
Ο χρόνος αυτής της δουλειάς κυμαίνεται ανάλογα με το αν οι μάντρες βρίσκονται στο «β’νό» ή στη «Μερόη», στην οποία συνήθως το «μάντρισμα» παρατείνεται μέχρι τις αρχές του Αυγούστου.
Την εποχή του μαντρίσματος, οι δουλειές ακολουθούν την εξής διαδικασία:
α. Τα χαράματα πηγαίνουν όλοι οι σμίχτες, μαζί και οι παραγιοί τους και σκορπίζονται σε προκαθορισμένα μέρη, στα τέσσερα άκρα σημεία της μάντρας που έχουν πάει από το προηγούμενο βράδυ το κοπάδι, και τα φέρνουν στο ποιμνιοστάσιο. Η δουλειά αυτή λέγεται «σταύρωμα», γιατί τα σημεία που πιάνουν είναι τέσσερα σε σχήμα σταυρού.
β. Αφού βάλουν όλα τα γαλάρια στην «πιστ’νή μάντρα» (ένας μεγάλος ανοιχτός χώρος μαντρωμένος με ξερολιθιά που στο πάνω μέρος βάζουν κλαδιά -αγριελιές, αστβές, ρίτσα, ρηχοί κ.α.- για να μη μπορούν τα ζώα να πηδήσουν έξω) αρχίζει η διαδικασία για το άρμεγμα.
Από την «πιστ’νή μάντρα», βάζουν σταδιακά ένα αριθμό ζώων για άρμεγμα στη «μεσανή» μάντρα, που επικοινωνεί με την πρώτη με ένα «σήκανο» και από κει, προωθούνται λιγότερα ακόμα «μαντρί» άλλο ακόμα μικρότερο συνεχόμενο χώρο απ’ όπου, ο προσολαμπτής (συνήθως ψυχογιός) τα «προσολάμνει» προς ένα τοίχο με τρεις – τέσσερις τρύπες, τα «μάτια», απ’ όπου περνούν ένα – ένα τα γαλάρια.
Πίσω από κάθε «μάτι» κάθονται πάνω σε πέτρινα καθίσματα οι «αρμπεχτάδες» που συλλαμβάνουν και αρμέγουν τα ζώα.
Μετά το άρμεγμα, περνούν στην «αστσελιά», χώρο περιφραγμένο και ισομεγέθη περίπου με την «πιστ’νή μάντρα».
Τα γιδοπρόβατα μένουν εκεί μέχρι να αρμπεχτεί και το τελευταίο.
γ. Μετά σουρώνουν το γάλα στα «χαρανιά», περνώντας από την «τσαντίλα», ύφασμα λεπτό και γερό, αγοραστό τα τελευταία χρόνια, για να κρατηθούν οι τρίχες κ.λπ. και να πέσει καθαρό.
δ. Αφού το σουρώσουν, κάνουν διάλειμμα τρώγοντας για πρωί.
ε. Μετά το φαγητό, η συντροφιά χωρίζεται στα δύο, κάνοντας δύο δουλειές.
Όλοι εκτός από έναν, θα βγάλουν τα «πράματα» από τη μάντρα και θα τα οδηγήσουν για βόσκημα σε ορισμένα σημεία του βοσκότοπου, κάθε μέρα και σε άλλα για να μπορεί η νομή να ανανεώνεται.
Το βόσκημα κρατά ως το απόγευμα. Οι τσοπάνηδες παρακολουθούν τα «πράματα» για να μη μπουν σε άλλη χορτονομή ή σε σπαρμένα χωράφια και κάνουν ζημιές.
Τις ζεστές μεσημεριανές ώρες, τα βάζουν στην «πράιση» σε μέρη σκιερά και κοντά στη μάντρα για να μην αργούν και για να μην τα πειράζει η ζέστη στο δρόμο.
Την ώρα του βραδινού αρμέγματος τα οδηγούν ξανά στη μάντρα, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία. Μετά και το δεύτερο αυτό άρμεγμα, τα πάνε σε χαμηλά μέρη, συνήθως ρεματιές (καναλιές) για να κοιμηθούν.
Ενώ στο βόσκημα παίρνουν όλοι οι σμίχτες με τους παραγιούς τους μέρος, η τυροκόμηση γίνεται από ένα μόνο τσοπάνη, που σήμερα αλλάζει κάθε μέρα.
Τυροκόμος είναι αυτός που έχει σειρά να πάρει το γάλα που του αναλογεί σύμφωνα με τον αριθμό των γιδοπροβάτων του, κατά τους καθιερωμένους και γνωστούς σε όλους τους σμίχτες τρόπους. Παλιότερα τυροκόμος ήταν ο κεχαγιάς.
Ο τυροκόμος δουλεύει στο «καζανόσπιτο» που είναι το τυροκομείο της μάντρας. Βρίσκεται συνήθως κολλητά με το «κονάκι» που κοιμούνται οι σμίχτες, αλλά έχει ιδιαίτερη πόρτα. Ο εξοπλισμός του είναι ο εξής:
α. Ένα μεγάλο τζάκι «στιά» η «μαντροφ’γού» σε μια απ’ τις γωνιές για να χωρά το «καζάνι» ή «χαρανί» που «πήζουν» το γάλα.
Δίπλα στη «φγου», είναι κρεμασμένα τα τυροκομικά εργαλεία:
1) Ο «κουπιάς»
2) Το «τσιν’τήρι»
3) Η «χλιάρα» (κουτάλα) της μοζήθρας και
4) Ο λύχνος (παλιότερα) ή η λάμπα πετρελαίου, για να βλέπουν.
β. Η «τεροτράπεζα» που βάζουν τα τυριά και τις μοζήθρες για να στραγγίσουν μέσα στα ειδικά καλούπια «πλεχτά».
Πάνω από την τεροτράπεζα είναι κρεμασμένα τα «πλεχτά» οι φόρμες, για τις μοζήθρες και τα τυριά, και οι «τσαντίλες» για το τυρί.
Το «πλεχτό» της μοζήθρας είναι πράγματι πλεχτό, καμωμένο από βούρλα. Αντίθετα τα «πλεχτά» των τυριών, είναι σήμερα από τσίγκο, κατασκευασμένα από το «φαναρτζή» του νησιού. Παλιότερα όμως χρησιμοποιούσαν φόρμες πλεχτές, καμωμένες από βούρλα συνήθως, ή άλλα κατάλληλα φυτά, γι’ αυτό διατηρήθηκε η ονομασία «πλεχτό» και στα σύγχρονα τσίγκινα καλούπια.
Στην αρχή γίνεται το τυρί.
Μετά τα τυριά γίνονται οι μοζήθρες από το «τερόγαλο» (το γάλα που δεν έπιξε όλο για να γίνει τυρί) και λίγο γάλα που θα ρίξει ο τυροκόμος για «πήχιμα» δηλαδή πήξιμο.
Τις ώρες της τυροκόμησης, οι τυροκόμοι συνήθιζαν παλιότερα να τραγουδούν το εξής τραγούδι που εκφράζει ευχή:
«ανέβασε το χαρανί
ασήμι και μαλάμι
ασπιθαμή το μοζηθρί
οριά το τυρογάλι».
Μετά από τις μυζήθρες, μένει και άλλο «τερόγαλας» που όμως είναι άχρηστο. Το λένε «καψά» (ο καψάς) και το δίνουν να το πιουν τα γαϊδούρια και τα μουλάρια.
Τα τυρομόζηθρα, αφού πάρουν το σχήμα τους τα βγάζουν από το καλούπι «ξεθόλωμα» και τα βάζουν σε τάβλες που είναι κρεμασμένες από τις κόρδες του ταβανιού, ενός διπλανού δωματίου του «τερόσπιτου» που χρησιμεύει για τυραποθήκη και επικοινωνεί εσωτερικά με το καζανόσπιτο, βάζοντάς τους αλάτι.
Μετά, καθημερινά, τα σκουπίζουν, τα αναποδογυρίζουν και τα ξαναλατίζουν βάζοντας κάθε μέρα και λιγότερο αλάτι. Η διαδικασία αυτή κρατά 15 – 30 περίπου μέρες.
Η αρμοδιότητα της διανομής των τυρομόζηθρων μεταξύ των κολίγων ανήκει στον κεχαγιά. Η διανομή γίνεται στα τέλη Ιουνίου που τελειώνει και η γαλακτοκομική περίοδος. Τότε συγκεντρώνονται όλα τα τυριά και οι μοζήθρες, «μαξούλια» και ο τσαχαγιάς τα μοιράζει στους σμίχτες ανάλογα με τον αριθμό των «γαλάριων» που έχει καθένας. Η μοιρασιά γίνεται κατά «χέρια». Κάθε «χέρι» αντιπροσωπεύει μια οκά τυρί και μια μοζήθρα.
Το «κόρος»
Το κούρεμα του κοπαδιού, «κόρος», γίνεται το Μάη, λίγο πριν του Αγίου Κωνσταντίνου και κρατά ένα μήνα περίπου.
Είναι δουλειά που κάνουν όλοι μαζί οι σμίχτες με τη βοήθεια των παραγιών τους. Κουρεύουν τα «πράματα» του καθένα, τη μία μέρα του ένα την άλλη του άλλου, μέχρι να τελειώσουν.
Αρχίζουν με τους «πολυτάρ’δες» αυτούς που έχουν τα περισσότερα. Προηγούνται τα στερφά και μετά πιάνουν τα γαλάρια. Αυτός που έχει τα περισσότερα, σφάζει συνήθως «κατά το φιλότιμό του» ένα «πράμα» να το φάνε οι σμίχτες που τον βοηθούν. Το μαλλί των προβάτων και η τρίχα των κατσικιών ανήκει στον ιδιοκτήτη τους, που τα παίρνει αμέσως μετά το κούρεμα και πουλά αργότερα σε ειδικούς εμπόρους για εξαγωγή, αφού κρατήσει μια ποσότητα ανάλογη με τις ανάγκες του σπιτιού για υφαντά. Ένα μέρος της τρίχας αγοράζεται από τους «τσουβαλάδες» του νησιού για διάφορες κατασκευές (τροβάδες, μπούρδες, τσουπιά κ.λπ.)
Το κούρεμα γίνεται όχι μόνο για το μαλλί και την τρίχα, αλλά και για λόγους υγείας, να μπορέσουν τα ζώα να αντέξουν καλύτερα τη ζέστη του καλοκαιριού.
Η κούρα των προβάτων γίνεται με διαφορετικό τρόπο από ότι των αιγών.
Για να κουρέψουν τα πρόβατα τα ρίχνουν στη γη, δίνοντας τα δύο ή τρία τους πόδια με ειδικό σκοινί. Στα αδύνατα, όψιμα, μονοετή αρνιά, αφήνουν ένα μέρος από το μαλλί τους στη ράχη και στα πλευρά που το λένε «στρατούρι» για να προστατεύεται από το κρύο.
Τις κατσίκες για να τις κουρέψουν, τις βάζουν όρθιες τρεις μέχρι επτά συνήθως μαζί, και τις δένουν από τα κέρατα στην «κορεύτρια», ένα μακρύ, ξερό ξύλο, στηριγμένο στα ντουβάρια της μάντρας.
Ο τραχανάς
Όταν το γάλα λιγοστέψει και δεν συμφέρει να κάνουν τυριά και μυζήθρες, τελειώνει η τυροκόμηση, και το λιγοστό γάλα χρησιμεύει για την κατασκευή τραχανά.
Η διαδικασία από πλευράς συνεργασίας των κολίγων είναι η ίδια όπως και κατά την τυροκόμηση, παίρνοντας ο καθένας το γάλα που του αναλογεί. Βοηθούν όλοι οι σμίχτες, αλλά συγχρόνως και οι γυναίκες τους (γυναίκες, μανάδες, κόρες, αδελφές ανύπαντρες) που μένουν όλο το διάστημα του τραχανά στη μάντρα, επειδή η κατασκευή και επεξεργασία του, απαιτεί πολλά χέρια.
Ο τραχανάς, μόλις πήξει λίγο, κόβεται σε μικρά – μικρά κομμάτια στο μέγεθος μπουκιάς που τα απλώνουν στο ύπαιθρο σε μεγάλα πανιά, τα «στεγάδια», για να τα στεγνώσει ο ήλιος. Πρόσθετη δουλειά είναι και το φύλαγμα του τραχανά από τις κουρούνες και τα άλλα πετούμενα που καραδοκούν και κάνουν επίθεση μόλις μείνει αφύλαχτος.
Αφού τελειώσει και η κατασκευή του τραχανά, σταματά το άρμεγμα των γιδοπροβάτων και τα «μολέρνουν», δηλαδή τα αφήνουν να βόσκουν μόνα τους και τελείως ελεύθερα στη χορτονομή.
Το πότισμα
Από δω και πέρα, μέχρι τα πρωτοβρόχια, οι σμίχτες επιστρέφουν στα σπίτια τους στο χωριό. Μόνη φροντίδα του κοπαδιού είναι το πότισμα. Τότε, ανάλογα με τα πράματα που έχει ο κάθε σμίχτης, υπολογίζονται και οι μέρες που υποχρεούται να πηγαίνει στη μάντρα για να ποτίσει ολόκληρο το κοπάδι από το πηγάδι ή την πηγή της περιοχής.
Αυτές είναι οι «σειρές για νερό».
Το «ξετσμπούριασμα»
Μετά τα πρώτα πρωτοβρόχια, μαζεύονται όλοι μαζί οι σμίχτες, πηγαίνουν στη μάντρα και κάνουν «μάζεψη» (δηλαδή μαζεύουν το κοπάδι).
Τα βάζουν όλα μαζί στη μάντρα και μετά ο καθένας ή μικρότερες ομάδες παίρνουν τα δικά τους, τα βάζουν σε μικρότερες ξεχωριστές μάντρες και τους ρίχνουν φάρμακο για να ψοφήσουν τα τσιμπούρια που είναι η εποχή τους.
Το «ξετσμπούριασμα» κρατά 2 – 3 μέρες. Όταν τελειώσει κι αυτή η δουλειά, ξανά «μολέρνουν» το κοπάδι και γυρίζουν στο χωριό. Συνήθως τότε σταματά και το πότισμα, επειδή σχηματίζονται μικρές μπάρες με νερό που βολεύουν τα πράματα από βροχή σε βροχή.
Το πούλημα των μικρών
Τα μικρά αρσενικά αρνιά και ρίφια (κατσικάκια), μαζί με τα τυριά και τις μοζήθρες, αποτελούν τα βασικά προϊόντα που έχουν για πούλημα οι τσοπάνηδες.
Για το πούλημα των μικρών, γίνεται «μάζεψη», χωρίζουν τα αρσενικά από τα θηλυκά και ο καθένας πουλά για λογαριασμό του τα δικά του αρσενικά. Τα θηλυκά μένουν για να μεγαλώσει το κοπάδι και να ανανεωθεί, συμπληρώνοντας τα κενά που δημιουργούνται από τις γερασμένες κατσίκες και προβατίνες που πουλούν μεμονωμένα στο χασάπη ή σφάζουν για να φάει η οικογένειά τους.
Τα αρνιά πουλιούνται το Πάσχα. Τα ρίφια τα κρατούν και τα δίνουν αργότερα, τέλη Ιουνίου – παραμονές των Αγίων Αποστόλων και της Παναγίας, το Δεκαπενταύγουστο.
Το μεγαλύτερο μέρος προορίζεται για την αγορά της Αθήνας και το παίρνουν ζωέμποροι που φτάνουν γι’ αυτό το σκοπό στο νησί τις εποχές που αναφέρθηκαν.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ
Ο θεσμός της τσοπανικής συσσωμάτωσης, αποτελεί μια από τις πιο θαυμαστές μορφές παραδοσιακού συνεργατικού συνεταιρισμού. Χάρις σ’ αυτόν, αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό η κτηνοτροφία της Σκύρου και έδωσε τη δυνατότητα στην ποιμενική κάστα να διατηρεί μια επίζηλη θέση οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική στα πλαίσια της Σκυριανής κοινωνίας.
Μολονότι οι τσοπάνηδες ήταν πάντα μετέωροι από πλευράς βοσκότοπων –που μόνο κατά τη μετ’ απελευθερωτική περίοδο άρχισαν σταδιακά να περιέρχονται στην κυριότητά τους- και επομένως εξαρτώμενοι από τους γαιοκτήτες ιδιώτες, εκκλησιαστικά ιδρύματα, κοινότητα, γεγονός που δεν τους επέτρεπε να προχωρήσουν σε ορθολογιστική αξιοποίηση της βοσκήσιμης γης, με κατάλληλες και απαραίτητες εγκαταστάσεις (αποθήκες, υδατοδεξαμενές, στέγαστρα, κατοικίες, περιφράξεις κ.λπ.) χάρις στο σύστημα της επαγγελματικο-οικονομικής τους οργάνωσης πέτυχαν:
α. Να εκμεταλλεύονται ορθολογιστικά τη βοσκοϊκανότητα κάθε μάντρας με τη δημιουργία κοπαδιών ανάλογων με την κτηνοτροφική της δυναμικότητα.
β. Ο συνεταιρισμός εξασφάλιζε και στους ασθενέστερους κοινωνικά και οικονομικά τσοπάνηδες να παραμένουν ιδιοκτήτες των κοπαδιών τους, διατηρούμενης έτσι μιας κυμαινόμενης σε ανεκτά όρια κοινωνικο-οικονομικής ισότητας μεταξύ κεχαγιάδων και λοιπών σμιχτών.
γ. Εξασφάλιζε τη σωστή σύνθεση σε εργατικό δυναμικό της κοινής επιχείρησης, με έμπειρους επαγγελματίες κτηνοτρόφους, που είχαν προσωπικά και άμεσα κίνητρα για την επιτυχία της. Τα βάρη και οι επιτυχίες αντιμετωπίζονταν με το δυνατό κίνητρο του κοινού συμφέροντος.
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Το πρόβλημα της ιστορικής προέλευσης του θεσμού, είναι παράλληλο και απόλυτα συνυφασμένο με το όλο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα της Σκύρου, τη γέννηση και εξέλιξη της νεώτερης Σκυριανής κοινωνίας, την καστική πληθυσμιακή της οργάνωση και το γαιοκτητικό καθεστώς της μάντρας.
Είναι ως εκ τούτου θέμα που πρέπει να αναπτυχθεί σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα, και που ελπίζω σύντομα να δοθούν στη δημοσιότητα τα σχετικά πορίσματα των μακροχρόνιων ερευνών μου.
Επί του παρόντος, περιορίζομαι να πω ότι ο θεσμός, δεν είναι «αυτοφυής».
Γνώρισε ευρύτατη εφαρμογή σε εξαιρετικά ανεπτυγμένο χώρο του ελληνισμού επί αιώνες.
Τούτο, μαζί με το γεγονός ότι παρά τα νομιζόμενα και αφελώς λεγόμενα, από ορισμένους συγγραφείς, περί απλοϊκότητάς του, αποδεικνύει ότι η συσσωμάτωση στηρίζεται σε κατ’ εξοχήν περίπλοκη, λεπτή και συγχρόνως ισχυρή και παγιοποιημένη υφή με αρχικά επίσημη, «εκ των άνω» θεσμοθετημένη αφετηρία, στηριζόμενη στις ειδικές κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, γαιοκτητικές συνθήκες της αφετηριακής γενετικής της φάσης, τις οποίες πραγματεύομαι σε ειδική υπό έκδοση εργασία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Για τα εκκλησιαστικά αδελφάτα βλ. τη μελέτη μου «Σκυριανών Συσσωματώσεις – α΄. τα εκκλησιαστικά αδελφάτα» – Αθήνα 1972.
(2) Για την ταυτότητα του θεσμού της Σκυριανής τσοπάνικης συσσωμάτωσης με το τσελιγκάτο των Σαρακατσάνηδων και των άλλων νομαδικών και ημινομαδικών κτηνοτροφικών εθνοφυλετικών ομάδων Βλαχών, Αρβανιτόβλαχων, Kοπατσαραίων, βλ. τα έργα:
α), Αγγελικής Χατζημιχάλη: «Σαρακατσάνοι» τόμ. Α΄ και Β΄ Αθήνα 1957.
β) Λαζ. Αρσ. Αρσενίου: «Τα Τσελιγκάτα» – Αθήνα 1972.
Στα πάρα πάνω έργα, αγνοείται ή ταυτότητα του θεσμού με τη Σκυριανή συσσωμάτωση. Μπορεί όμως ο μελετητής να κάνει τις συγκρίσεις και τους συσχετισμούς του.
(3) Η λέξη μάντρα, έχει στη Σκύρο διπλή σημασία. Δηλώνει τόσο την έκταση του βοσκότοπου που αποτελεί μια ενιαία ιδιοκτησία (ανεξάρτητα αν οι ιδιοκτήτες είναι ένας ή περισσότεροι με διαφορετικά μερίδια κατά το σύστημα της εξ αδιαιρέτου ιδιοκτησίας), όσο και το ποιμνιοστάσιο, από το οποίο πήρε και η έκταση του βοσκοτόπου την ονομασία του.
(4) Όροι σε χρήση μεταξύ των Σκυριανών με παρεμφερείς έννοιες άλλα ευρύτερες, που δηλώνουν διάφορες μορφές οικονομικό – επαγγελματικών σχέσεων είναι και η «κολγιά» και οι «κολίγοι) η «κολιγάδες».
Διαφέρουν όμως από τον όρο «σμίχτες», επειδή μ’ αυτόν, προσδιορίζονται αποκλειστικά οι συνεταιριζόμενοι και συνεργαζόμενοι τσοπάνηδες.
(5) Βλ. σχ. Δημ. Φτούλη «Ποιμενικά» εφημ. «Κυμαϊκά Νέα» Αθήνα 1959.
(6) Σήμερα από πλευράς ιδιοκτησίας οι μάντρες χωρίζονται στις έξης κατηγορίες:
α΄ Στις μάντρες της μονής του Αγίου Γεωργίου στο βουνό (Κοπρισές – Άρη).
Η εκμετάλλευση της χορτονομής αυτής, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο λόγω του μεγέθους της – καταλαμβάνει το εν πέμπτον περίπου ολόκληρου του νησιού – όσο και λόγω της ιδιοκτησίας των κοπαδιών που βόσκουν σ’ αυτή.
Το μοναστήρι έχει ένα πολύ μεγάλο κοπάδι – ο θρύλος και η φαντασία των Σκυριανών το θέλει να είναι πάντα 1001 ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα. Συγχρόνως στην ίδια μάντρα βόσκουν και τα κοπάδια 30 – 40 τσοπάνηδων που δίνουν ενοίκιο στον «καλόγερο» τον εκάστοτε διαχειριστή της περιουσίας του μοναστηριού.
Στη μάντρα αυτή, κουμάντο κάνει ο καλόγερος μέσω του εκάστοτε ψυχογιού του που είναι και ο γενικός κεχαγιάς των κοπαδιών της χορτονομής.
Οι ενοικιαστές τσοπάνηδες, δίνουν στον καλόγερο τα «τοπιάτικα» καθένας χωριστά.
Η συνύπαρξη των μοναστηριακών κοπαδιών με ιδιωτικά, υπάρχει μόνο στις Κοπρισές και σε καμία άλλη μοναστηριακή μάντρα.
Στις Κοπρισές είναι σήμερα 36 τσοπάνοι (το 1976).
β΄. Στις μάντρες του Δήμου.
Η ενοικίαση των Δημοτικών χορτονομών γίνεται βάσει δημοπρασίας. Ο πλειοδότης είναι ο επίσημος ενοικιαστής και υπόλογος απέναντι του Δήμου. Συνήθως παίρνει μαζί του και σμίχτες, οπότε είναι ό κεχαγιάς των κολλήγων. Οι σμίχτες δίνουν στον ενοικιαστή – κεχαγιά το μερίδιο που τους αναλογεί για ενοίκιο. Είναι μια μορφή επινοικίασης.
γ΄. Στις μάντρες που ανήκουν σε οικογένειες της Μεγάλης Στράτας.
Είναι η «γνησιότερη» μορφή ιδιοκτησίας από πλευράς αρχικής σχέσης μεταξύ γαιοκτήτη και μάντρας. Ο ιδιοκτήτης δεν έχει δικά του κοπάδια, άλλα ενοικιάζει τη χορτονομή σε έναν μεγαλοτσοπάνη που διατηρεί καλές κοινωνικές σχέσεις μαζί του και με την οικογένειά του.
Ο ενοικιαστής αυτός, που παίρνει και άλλους συνεταίρους, τους «σμίχτες» είναι ο κεχαγιάς της συντροφιάς.
δ΄. Στις μάντρες που αποτελούν ιδιοκτησία τσοπάνηδων.
Είναι μια σχέση ιδιοκτησίας σχετικά νέα, που άρχισε από τα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα. Μέχρι τότε, οι μάντρες άνηκαν αποκλειστικά στα εκκλησιαστικά ιδρύματα (Μονές Αγίου Γεωργίου, Αγίου Δημητρίου, Χριστού στο Μαβουρνά, Επισκοπή, εκκλησιαστικά αδελφάτα και στις οικογένειες του Σκυριανού αρχοντολογιού, της «Μεγάλης Στράτας».
Με την διάλυση όμως της Επισκοπής και των άλλων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων, πολλά χωράφια και ορισμένες μάντρες ιδίως της Επισκοπής, ήρθαν σε χέρια ιδιωτών, ενώ άλλες μεταβιβάστηκαν στο Δήμο Σκύρου. Από τότε και μ’ αύτη την αφετηρία, ορισμένες τσοπάνηκες οικογένειες (Μαυρικαίοι κ.λπ.) έγιναν ιδιοκτήτες βοσκοτόπων. Αργότερα και στις ήμερες μας, έγιναν και πολλοί άλλοι Ιδιοκτήτες, αγοράζοντας μάντρες από οικογένειες της Μεγάλης Στράτας.
Έτσι δημιουργήθηκε μια άλλη κατηγορία τσοπάνηδων ιδιοκτητών βοσκοτόπων. Συνήθως οι μάντρες αυτές ανήκουν σε περισσότερους συγγενείς που διαδέχτηκαν τους αρχικούς αγοραστές.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις αν η οικογένεια είναι μεγάλη πάνε όλοι μαζί χωρίς να παίρνουν ξένους.
Αν όχι, παίρνουν και ξένους σμίχτες κατά προτίμηση συγγενείς.
Κεχαγιάς εδώ είναι ο ιδιοκτήτης της μάντρας.
(7) Οικογένειες μεγαλοτσοπάνηδων που προτού αποκτήσουν δικές τους μάντρες νοίκιαζαν για δικό τους λογαριασμό σαν κεχαγιάδες, είναι κυρίως οι οικογένειες: Μικέ (Μιτσέδες), Μαυρίκου (Μαυριτσάνοι), Φεργάδη (Φεργαδιάνοι), Φτούλη (Φτλιάνοι), Kυριαζή, (Τσυριαζάνοι), Παναγιώτoυ (Καραλήδες), Τραχανά (Τραχανιάνοι), Μαυρογιώργη (Μαυρογιώργηδες).
(8) Για τους δεσμούς από γενιά σε γενιά μεταξύ ιδιοκτητών και τσοπάνηδων ενοικιαστών των βοσκοτόπων τους βλ. Κώστα Φαλτάϊτς: «Βοκολίνας».
(9) Το ενοίκιο της μάντρας λέγεται «τοπιάτικο». Παλιότερα καταβάλλονταν συνήθως σε είδος. Τυριά, μοζήθρες και κρέας, ανάλογα σε ποσότητα με την έκταση και τη γενική της βοσκοϊκανότητα.. Το ποσό των τυρομοζήθρων που έπαιρνε ο ιδιοκτήτης για ενοίκιο από τους σμίχτες, προσδιόριζε και την αξία της. Έτσι π.χ. μια μάντρα που ο ιδιοκτήτης της έπαιρνε το χρόνο για ενοίκιο σαράντα τυριά και άλλες τόσες μοζήθρες υπολογίζονταν σα μάντρα «σαράντα τερομοζηθριού».
Εκτός από τα τυρομόζηθρα οι ιδιοκτήτες έπαιρναν συνήθως ένα «ποδάρι κριάς» την Πρωτοχρονιά και ένα ολόκληρο αρνί το Πάσχα (τη Λαμπρή).
(10) Το κοπάδι παίρνει συνήθως το όνομα της οικογένειας που έχει δική της ή έχει ενοικιάσει τη μάντρα και διαθέτει και τα περισσότερα αιγοπρόβατα.
(11) Βλ. Δ. Παπαγεωργίου: «Ιστορία της Σκύρου» εν Πάτραις 1909 σ. 118.
(12) Οι χρωματισμοί των αιγών και προβάτων ονομάζονται ρέντζια, και παίζουν εξαιρετική σημασία στον προσδιορισμό της ταυτότητας και της αναγνώρισης τους.
Οι βασικοί χρωματισμοί συνδυάζονται με μεγάλη ποικιλία παραλλαγών και στιγμάτων, έτσι ώστε με τις ξεχωριστές ονομασίες τους να είναι δυνατή η εξατομίκευση του ζώου.
Βασικά χρώματα και συνδυασμοί είναι τα: μαύρο, φερό (κόκκινο), πολιό (γκριζόασπρο), μλο (καφέ), κουνπό (ξανθό), μούσκουρο (μαύρο κορμί με άσπρο πρόσωπο), μελ’σο (μαύρο κορμί και μελί πρόσωπο), λαουδό (όλο το κορμί κόκκινο – μελισό), ραβανό (ανοιχτό γκρι), λαμπουρ’κο (ανακατεμένο μισό άσπρο, μισό μαύρο), σαμπό (μπρος μαύρο, πίσω άσπρο), δίχορτο (πίσω μαύρο, μπρος γκρι), χελεδό (μαύρο στο σώμα με άσπρες γραμμές στο πρόσωπο), αρκό (άσπρο, κόκκινο, μαύρο), καρβνό (πολύ κόκκινο στο σώμα με ασπρόμαυρο κεφάλι) κ.λπ.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι παραλλαγές π.χ. από το βασικό χρώμα «Αρβανίτ’κο», (ξανθοκαφετί) έχουμε τα: ασπραρβανίτ’κο, τσιγκραρβανίτ’κο, αρβανιτολαγκονάτο, αρβαν’ιτόρεμπο, αρβανιτ’κοκαρτσάτο, μλ’αρβανίτκο, αρβανιτόσαμπο, αρβανιτκοβρακάτο, πολιαρβανίτ’κο, αρβαν’τοχέλεδο κ.λπ.
Από το «μλο» τα: μλοχέλεδο, μλοσάμπο, μλοτσούμπο, μλόρεμπο, μλομεσοχέλεδο, μλομούσκουρο, μαυρόμλο, ασπρόμλο, μλοδίχορτο, μλο λαγκονάτο, μλο καρτσάτο, μλο καγιάτο κ.λπ.
Από το πολιό, τα: πολιοσάμπο, πολιομέλ’σο, πολιοχέλεδο, πολιομουργούσκο, πολιοκούν’πο, πολιολάμπουρο, πολιόρεμπο, πολιομλ’σο χέλεδο, πολιομλ’σο τσουνπόρεμπο, πολιοράβανο κ.λπ.
Οι χρωματικοί προσδιορισμοί είναι διαφορετικοί για τις κατσίκες και τα πρόβατα.
Για τις κατσίκες χρησιμοποιούν π.χ. τις ονομασίες: καγιάτη, μ’λη, άσπρη, μαύρη, βρακάτη, αρκπή, χελεδή, πολιά, φερά, γιουλπή, τσουνπή, ρεμπή, τσιγρά, δίχορτη, λαγκωνάτη, σανπή, μελσή, καρτσάτη κ.λπ. που πολλαπλασιάζονται με διάφορες άλλες ονομασίες ανάλογα με τους χρωματικούς τους συνδυασμούς.
Τα πρόβατα προσδιορίζονται με διαφορετικό τρόπο. Π.χ. τα τελείως άσπρα τα λένε «καθάρια», όσα έχουν μαύρες τρίχες γύρω από τα μάτια τους «μαυρομάτ’κα» και «κοτσ’νομάτ’κα» όσα έχουν κόκκινες τρίχες γύρω από τα μάτια τους. Άλλες συνήθεις ονομασίες τους είναι: φερεκάτα, χελιδονά, μ’λολάμπουρα, αλατζάδ’κα, λαμπούρκα κ.λπ.
(13) Δημ. Παπαγεωργίου: ο.π.σ. 117 – 118.
Εργασία Μάνου Φαλτάϊτς 1976