“Εμείς οι Άλλοι” του Γιάννη Κιουρτσάκη

καρναβαλι σκυρος

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη “Εμείς οι Άλλοι”.

 Είχε νυχτώσει πια σαν πλεύρισαν στη Λιναριά – το καραβάκι είχε βρει φουρτούνα και το ταξίδι είχε βαστάξει πιο πολύ από ποτέ. Έκανε κρύο. Ο αγέρας δυνάμωνε, καθώς έμπαιναν στο σαραβαλιασμένο λεωφορείο για να διασχίσουν το νησί έδειχνε να κατεβάζει χιόνι. Κάποτε έφτασαν στον Μώλο. Βολεύτηκαν όπως – όπως στο στρογγυλό, μεσιανό δωμάτιο του απόστρατου ανεμόμυλου, απέναντι στο μανιασμένο θεοσκότεινο Αιγαίο και τράβηξαν κατά το χωριό.

Στο μικρό γεφύρι πάνω απ’ το ποταμάκι συνάντησαν τρία μασκαρεμένα αγόρια. Ένιωσε περίεργα όταν το ένα απ’ αυτά του φώναξε: “σκύψε μπάρμπα να σου πω” και του σφύριξε στο αυτί το διάντροπο τραγούδι του: “της μάνας σου το μ’νί δε θέλει γέρικη ψωλή” …η συνέχεια έσβησε μέσα σ’ ένα ομαδικό χάχανο. Πως μπορούσαν να αισχρολογούν έτσι τα πιτσιρίκια;apokria10 c

Ανηφόριζαν το παλιό καλντερίμι κρατώντας ένα κλεφτοφάναρο που φώτιζε τα βήματά τους και το χείλος του γκρεμού… τα γνώριμα βουνά τριγύρω άφαντα, η νύχτα μαύρη σαν τη πίσσα. Τα σύννεφα πρέπει να είχανε βαρύνει, ο αγέρας δυνάμωνε ολοένα. Κι έπειτα, ξαφνικά, βρεθήκανε στο έμπα του χωριού όπου αυτός ο αγέρας χιμούσε με ορμή μέσα στα άσπρα, φιδωτά δρομάκια σαν ένα αθέατο χωριό που σ’ έσπρωχνε σφυρίζοντας, ημέρευε για μια στιγμή, αγρίευε και πάλι σ’ έσπρωχνε και σφύριζε, σφύριζε ακατάπαυστα. Μπροστά τους μια ζαρωμένη γριούλα τόση δα, τυλιγμένη στη μαντήλα της, βάδιζε διστακτικά αγγίζοντας με το ‘να χέρι τον ασβεστωμένο τοίχο σα να φοβόταν μη την πάρει ο άνεμος, σφίγγοντας με το άλλο μες τον κόρφο της ένα δεμάτι φρύγανα για το τζάκι. Απ’ το παράθυρο του μικρού σπιτιού έβλεπες την αναλαμπή της φλόγας να πληθαίνει και να λιγοστεύει φωτίζοντας στο βάθος τον ξύλινο σ’φα με την κρεβάτα.
Ύστερα ο δρόμος νέκρωσε –βάδιζαν μαγεμένοι μέσα στη σιωπή, τη μυρωδιά του καμένου ξύλου , τα φωτάκια…. Κι ο αγέρας σφύριζε, σφύριζε όλο και πιο απειλητικά, λες και ήθελε να σηκώσει όλο το χωριό.

Μα είχαν φτάσει πια στην αγορά και είχαν καταφύγει για να ζεσταθούν σε κάποιο καφενείο. Είχαν προλάβει ν’ ανταλλάξουν δυο κουβέντες με τους ντόπιους που κουτσόπιναν, μια παρέα τους είχε κεράσει μεζέδες και κρασί. Και τώρα κοίταζαν με περιέργεια, μια προς τα πυρωμένα πρόσωπα των θαμώνων, μια προς τα παχνισμένα τζάμια, ζαλισμένοι απ’ το κρασί και τις φωνές, την κούραση του ταξιδιού, το ξάναμμα του κορμιού ύστερα από τόσο κρύο. Στο βάθος του καφενείου πλάι στη σόμπα, ένα ξεδοντιασμένο γεροντάκι ξελαρυγγιζόταν ψέλνοντας ένα παράξενο σκοπό που όλοι το έλεγαν: “τραγούδι της Κορέλας”. Ένα τραγούδι αποκριάτικο κι όμως αργόσυρτο και λυπητερό, θα ‘λεγες πένθιμο, σχεδόν ένα μοιρολόγι. Το τραγουδούσε πάλι και ξανά, με πείσμα, σα να ‘τανε ο τελευταίος που το θυμότανε, ο τελευταίος που μπορούσε ακόμα να το τραγουδήσει.apokria10 d

Κι άξαφνα, από την άκρη του δρομάκου που χανότανε στην ανηφόρα, αντήχησε το φοβερό, το απόκοσμο κουδούνισμα που πλησίαζε, πλησίαζε όλο και πιο εκκωφαντικό. Η μουτσούνα ενός τράγου βγήκε απ’ το σκοτάδι και γράφτηκε πάνω στο θαμπό τζάμι. Ύστερα μια άλλη, ύστερα μια άλλη. Οι μαγκούρες χτύπησαν στο κατώφλι, η πόρτα άνοιξε θα ‘λεγες μόνη της. Οι τρεις προσωπιδοφόροι όρμησαν, σωστά άγρια ζώα -τώρα τους έβλεπες ολόσωμους με τα τροχάδια και τις ψηλές, μάλλινες, άσπρες κάλτσες τους, τις προβιές και τις κουκούλες, την άσπρη και μαύρη τραγίσια μάσκα, τις αρμαθιές από κουδούνια που σήμαιναν όλα μαζί καθώς οι “γέροι” (έτσι τους ‘λεγαν όλοι) χοροπηδούσαν σα δαιμονισμένοι ξεσηκώνοντας τέτοιον ορυμαγδό που, για μια στιγμή, τους φάνηκε πως θα ‘σπαγαν τα τύμπανα των ανθρώπινων αυτιών τους και τα τζάμια… Ο άλλος κόσμος είχε αναδυθεί από τη νύχτα, εκεί, μέσα στο μικρό σκυριανό καφενείο.

Και το επόμενο πρωί, το νησί αναδύθηκε κι εκείνο από την απεραντοσύνη του πελάγου, ανάμεσα σε μαύρα κι άσπρα σύννεφα. Αντίκρυ τους, η θάλασσα πέρα ως πέρα, αφρίζοντας μέσα στο γκρίζο κι ασημένιο φως. Κανένα καράβι στ’ ανοιχτά. Τίποτε άλλο απ’ το ατέρμονο κύλισμα των κυμάτων στην ορμή του ανέμου. Πέρα στο νοτιά, ένας γυμνός, ρωμαλέος κάβος -ο ίδιος κάβος που ‘χε καβατζάρει, λένε, το καράβι του Αχιλλέα κινώντας για την Τροία, ανάλλαχτος από τότε. Μια στεριά με αμμουδιές, βράχια και χαντάκια. Το λιγοστό χώμα συγκρατημένο από ξερολιθιές. Λίγο πιο πάνω μια υποψία πρασινάδας. Χωράφια κι ανθισμένες μυγδαλιές με τα πρώτα φυλλαράκια τους. Οι συκιές -άφυλλα κλωνιά, σταχτιά, τυραννισμένα, σα ροζιασμένα δάχτυλα δείχνοντας το μαύρο ουρανό. Τα λιβαδάκια με τα λιγοστά αγριολούλουδα -μελικάρια και ανεμώνες. Τα μονοπάτια που χάνονταν στο βουνό, ανάμεσα σε πυκνούς θάμνους. Τσομπάνηδες εδώ κι εκεί με τη βράκα, το γελέκι, το μαντήλι, το ζωνάρι, τα τροχάδια.

Κοπάδια και μαντριά -πέτρινοι φράχτες στεφανωμένοι με αγκάθια και το γερτό, ξύλινο σήκανο στενάζοντας στον άνεμο. Κτίσματα φυτεμένα στα λοφάκια να συνεχίζουν τη δουλειά της φύσης, ανάλλαχτα κι εκείνα από τη μια γενιά στην άλλη: πάτωμα στρωμένο με άμμο, ασβεστωμένοι τοίχοι, μικρά παράθυρα, σκεπή επίπεδη στρωμένη με χώμα σταχτογάλαζο.
Ένας αραιός καπνός ν’ αναθρώσκει από την καμινάδα. Ένα μαντρόσκυλο καθισμένο στο κατώφλι. Και μονομιάς, σε μια στροφή του δρόμου, απέναντι τους πάλι το χωριό, καινούριο, σα να μη το είχαν ξαναδεί ποτέ: μια συμπαγής κυψέλη από κυβικά σπιτάκια, εκκλησάκια, καμάρες, τρούλους κωνικούς, ακουμπισμένη εκεί, ανάμεσα γης και ουρανού, ανάμεσα στον απόκρημνο βράχο του κάστρου και στις ήμερες πλαγιές των αντίπερα βουνών που χαμήλωναν για να την κλείσουν λες στην αγκαλιά τους. ακουμπισμένη απαλά όπως σε μιαν παλάμη -“να ‘ναι η παλάμη του Θεού;”, άκουσε να ρωτάει κάποιος μέσα του.

Και πάλι το ανηφόρισμα μέσα στα άσπρα, φιδωτά δρομάκια με το ακούραστο σφύριγμα του αγέρα. Το μισοσκότεινο εκκλησάκι με το σκαλισμένο τέμπλο που έδινε σώμα σε αρχαία παραμύθια: ένας δράκοντας με λέπια και φτερά κρατώντας στα δόντια του ένα καντήλι. Ένα ολοστρόγγυλο ανθρώπινο κεφάλι ανάμεσα σε φυλλωσιές. Ένα πουλί που η ουρά του γινότανε λουλούδι. Και πάλι η γριούλα με τα φρύγανα βαδίζοντας σύρριζα στα σπίτια. Κι εκείνη η άλλη με τη ρόκα γνέθοντας δίπλα στο τζάκι.

apokria10 bΠως είχε ξεφυτρώσει εδώ, μεσ’ απ’ την απέραντη ερημιά και την αιωνιότητα του Αιγαίου αυτός ο μικρόκοσμος του Ομήρου;

Κόσμος κλειστός γύρω από το κρυμμένο κέντρο του, ίδιος με κύκλο -αυτό το σχήμα που ξαναγύριζε παντού, όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα: σε αλώνια κι ανεμόμυλους, σε θόλους και καμάρες, ανοίγοντας ή ξανακλείνοντας σα για να θησαυρίσει τη μυστική ουσία της ζωής αυτού του τόπου όπου τα πάντα -βλάστηση, ζωντανά και έργα των ανθρώπων- έμοιαζαν προορισμένα να σπέρνονται, να πεθαίνουν, να ξαναγεννιούνται ατελεύτητα. Κόσμος κλειστός όπως ο φούρνος όπου ψήνουν το ψωμί, όπως η μήτρα όπου τρέφεται η ζωή και σχηματίζεται το νέο σώμα. Κλειστός γύρω από τη φλόγα της φωτιάς ή από κείνη που ανάβει μέσα στα κορμιά και που τα σπρώχνει ακατανίκητα να σμίξουν μέσα σε μια κάμαρα για να ξανανθίσει η ζωή ενώ έξω είναι ακόμα καταχείμωνο και πέφτει σιγανά το χιόνι του θανάτου. Κλειστός γύρω από ρίζες που ζεσταίνονται βαθιά μέσα στο χώμα κι όπου κυλάνε κιόλας οι πρώτοι-πρώτοι χυμοί της άνοιξης.

Και στην αγορά πάλι το φοβερό κουδούνισμα στο χλωμό φως του ήλιου που ξεπρόβαλε από τα σύννεφα το μεσημέρι: οι θίασοι των “γέρων” με τους μεταμφιεσμένους να παραβγαίνουν ποιος θα σηκώσει τα πιο πολλά και πιο βαριά τροκάνια, κατηφορίζοντας προς τη πλατεία, κραδαίνοντας τις μαγκούρες που υψώνονταν και χτυπιούνταν στον αέρα, σμίγοντας σε άγριους αγώνες σώμα με σώμα με τους γέρους-τράγους, να κουτουλιούνται ή να παραδίνονται σ’ ένα μονότονο, ακάματο χορό που μιμούνταν κινήσεις συνουσίας και με όλες τις μαγκούρες ακουμπισμένες καταγής -που τα δεμένα στη λαβή τους μελικάρια έδειχναν να έχουν ανθίσει τώρα δα από το νεκρωμένο ξύλο. Πως βλασταίνει ξανά, μέσα από τούτον τον πρωτόγονο χορό, το πρώτο σπέρμα του θεάτρου; Πως είχε φυτρώσει εδώ, σε τούτο το αλωνάκι μέσα στην ερημιά του Αιγαίου;

Και το βράδυ ξανά το φοβερό κουδούνισμα, το πανδαιμόνιο στην αγορά, απ’ άκρη σ’ άκρη: οι “γέροι” χοροπηδώντας στο τρεμουλιαστό φως των φαναριών, μπαινοβγαίνοντας στα καφενεία, στις ταβέρνες και στα σπίτια, όμοιοι με φαντάσματα που αφέθηκαν να πηγαινοέρχονται ελεύθερα από τον άλλον σ’ αυτόν εδώ το κόσμο.

Και, αργά μέσα στη νύχτα, οι παρέες των πιωμένων γλεντοκόπων, γυρίζοντας από κάποιο ξεφάντωμα, σεργιανίζοντας στους δρόμους τραγουδώντας.

Κι εκείνος ο ξερακιανός, ο άγνωστος βοσκός -οι άλλοι τον φώναζαν Τραμουντάνη- που τον σταμάτησε καταμεσής της αγοράς, του έσφιξε με δύναμη το χέρι και κρατώντας το έτσι πολλή ώρα βάλθηκε να του τραγουδάει -να τραγουδάει γι’ αυτόν προσωπικά- το αποκριάτικο κι όμως αργόσυρτο, λυπητερό, θα ‘λεγες πένθιμο τραγούδι της Κορέλας κοιτάζοντας τον, με το μεθυσμένο βλέμμα του επίμονα, βαθιά μέσα στα μάτια


 

Λίγα λόγια για το παραπάνω απόσπασμα και τον συγγραφέα του, τον Γιάννη Κιουρτσάκη.
apokria10 eΟ Γιάννης Κιουρτσάκης γεννήθηκε το 1941 στην Αθήνα και σπούδασε στο Παρίσι, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’60. Η μέχρι σήμερα δουλειά του μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους. Πρώτα, μια ερευνητική προσέγγιση των “εμείς” και των “άλλων”: μελέτες για τον Σεφέρη και -με αφετηρία τον ελληνικό Καραγκιόζη- για την προφορική παράδοση, το καρναβάλι, το λαϊκό θέατρο, τον λαϊκό πολιτισμό. Έπειτα, στα τελευταία δέκα χρόνια, η μυθιστορηματική εξερεύνηση του “εγώ”, ως άλλου.
Από το βιβλίο του “Εμείς οι Άλλοι”, αποτελεί και το κείμενο που δημοσιεύεται εδώ. Πρόκειται για το πώς ένας άνθρωπος γίνεται συγγραφέας. Μια πορεία είκοσι έξι χρόνων, ενός περιθωριακού ιδεολόγου, που αγωνίζεται να δαμάσει τη φουρτούνα της ψυχής του, να εξηγήσει τον κόσμο γύρω του, να ισορροπήσει ανάμεσα στον κόσμο του και στον κόσμο γύρω του. Κι ακόμα: πώς αυτός ο άνθρωπος αλλάζει, μέρα με την ημέρα, από τη ρομαντική και αφελή του εφηβεία ως την οδυνηρά κατακτημένη ωριμότητα, και πώς, μέσ’ από απανωτές ανατροπές και διαψεύσεις, αλλάζει μέσα του η εικόνα του τόπου και του κόσμου – πώς η μοναχική υπαρξιακή του περιπέτεια πλέκεται με την ταραγμένη ελληνική ιστορία της εικοσιπενταετίας 1960-1985 και με την ανθρωπολογική επανάσταση που μεταμόρφωσε, στα ίδια χρόνια, τα σώματα και τις ψυχές όλων μας. Σε κάθε βήμα αυτού του ταξιδιού, ο ήρωας δεν παύει να αποζητάει κάποιο “εμείς” που όλο του ξεφεύγει, ώσπου να νιώσει επιτέλους ότι μπορεί ίσως να το αγγίξει, εκεί που δεν τολμούσε πια να το φανταστεί – αυτή την τελική ανατροπή υπαινίσσεται και ο πολύσημος τίτλος του βιβλίου, “Εμείς οι Άλλοι”.