Σκυριανή Ξυλοτεχνία

Μελέτη Μάνου Φαλτάϊτς

Η ξυλοτεχνία, όπως εκδηλώνεται με την επιπλοποιία και την ξυλογλυπτική, αποτελεί το γνωστότερο και σπουδαιότερο κλάδο της χειροτεχνίας στη Σκύρο. Η ποικιλία στις φόρμες, ο πλούτος και η ανώτερη αισθητική των διακοσμητικών μοτίβων, η ιδιαίτερη τεχνική του σκαλίσματος επιτρέπουν στη σκυριανή ξυλογλυπτική να διεκδικεί καλλιτεχνική αυτοτέλεια ανάμεσα στον ελληνικό χώρο.

Η φήμη των σκυριανών επίπλων είναι πανελλήνια γνωστή και έχει επιβληθεί σε σημείο που κάθε ξυλόγλυπτο έπιπλο θεωρείται σήμερα από το κοινό και σα «σκυριανό».
Το 1947, η Αγγελική Χατζημιχάλη κορυφαία ερευνήτρια του νεοελληνικού πολιτισμού, έγραφε για τη σκυριανή χειροτεχνία που πρώτη εκείνη με το κλασσικό της έργο «Ελληνική λαϊκή τέχνη Σκύρος» (Αθήνα, 1925) είχε μελετήσει και προβάλλει στο πανελλήνιο:« Πάνε περισσότερο από είκοσι χρόνια που τα σκυριανά δημιουργήματα και κυρίως τα έπιπλα έγιναν τόσο γνωστά στο μεγάλο κοινό, που κατάντησε όλα τα έργα της λαϊκής ξυλοτεχνίας να δίνουν την επωνυμία «σκυριανά». Δικοί μας και ξένοι αδιάκοπα επισκέπτονται τη Σκύρο, για να τα θαυμάσουν ή να τα μελετήσουν, ο καθένας σύμφωνα με την κλίση και την ειδικότητά του συνδυασμένη με την ελληνική φύση και το ελληνικό φως μέσα στα οποία ζουν αληθινά τα προϊόντα αυτά της ελληνικής ψυχής».

 

wood02ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ

Ιστορικά, για την παράδοση της σκυριανής ξυλογλυπτικής ελάχιστα είναι γνωστά. Τα δείγματα της ξυλοτεχνίας που σώζονται στο νησί είναι κυρίως του 19ου αιώνα με εξαίρεση ορισμένες κασέλες και τέμπλα εκκλησιών μαζί με άλλα εκκλησιαστικά ξυλόγλυπτα έπιπλα και σκεύη (δεσποτικοί θρόνοι, μανουάλια, εικονοστάσια, βημόθυρα κ.α.) που είναι του 18ου, 17ου και πολύ λιγότερα του 16ου αιώνα.

Παλαιότερα δείγματα δε σώζονται επειδή το ξύλο είναι υλικό φθαρτό και ευάλωτο από πολλούς εχθρούς, τη φωτιά, το σαράκι κ.τ.λ. Έτσι, δε ξέρουμε τι ακριβώς κατασκευαζόταν ή υπήρχε στο νησί τους περασμένους αιώνες για να μπορούμε να κάνουμε σύγκριση στους τύπους, στην τεχνική και στο διάκοσμο της παλαιάς με την καινούρια ξυλογλυπτική της Σκύρου.

Παρά την έλλειψη όμως υλικών αποδείξεων, πρέπει να υποθέσουμε πιθανή την ύπαρξη ξυλογλυπτικής παράδοσης και κατά τους προηγούμενους αιώνες. Τον καιρό του αυτοκράτορα Μανουήλ του Κομνηνού, σαν περιφημότεροι επιπλοποιοί του βυζαντινού κράτους αναφέρονται ο Ακροπολίτης Βαρύθυμος και οι Σκυριανοί αδελφοί Κρεβατάδες. Οι Σκυριανοί αυτοί επιπλοποιοί ήταν τόσο ικανοί ώστε ο αυτοκράτορας τους τίμησε με τον τίτλο του «παρακοιμώμενου» όταν του παρουσίασαν μερικά πρότυπα σχέδια επίπλων για την αίθουσα υποδοχής των ανακτόρων του.

Η παρουσία των επιφανών αυτών Σκυριανών ξυλουργών στην αυτοκρατορική αυλή του Βυζαντίου αποτελεί σοβαρή ένδειξη πως η Σκύρος απ’ όπου ξεκίνησαν οι Κρεβατάδες και απ’ όπου θα έμαθαν την τέχνη τους, είχε καλούς μαστόρους και η χειροτεχνία αυτή γνώριζε ακμή.

Πιθανότατα, η ξυλουργική πλουτίστηκε και επηρεάστηκε αργότερα από Ηπειρώτες τεχνίτες την εποχή (αρχές του 15ου αιώνα) όπου συντελέστηκε στο νησί μεγάλος εποικισμός από αριστοκρατικές στρατιωτικές οικογένειες της Ηπείρου με τους ανθρώπους τους. Ωστόσο για να ανακαλύψουμε υπεύθυνα την αφετηρία και τις επιδράσεις, πρέπει να αντιπαραλάβουμε τα σκυριανά έργα με αντίστοιχα δείγματα άλλων περιοχών της Ελλάδας εργασία που ακόμα δεν έχει γίνει.

 

ΚΛΑΔΟΙ ΤΗΣ ΣΚΥΡΙΑΝΗΣ ΞΥΛΟΤΕΧΝΙΑΣ

Τη σκυριανή ξυλοτεχνική ( και με τον γενικό αυτόν όρο περιλαμβάνονται στη μελέτη μας όχι μόνο όσα αντικείμενα έγιναν από σκυριανά χέρια αλλά και όλα τα ξυλουργικά είδη που βρίσκονται από αιώνες ή δεκαετίες στο νησί έχοντας απόλυτα συνδεθεί με τον πολιτισμό και τη ζωή των κατοίκων του, είναι δε ανεξακρίβωτης προέλευσης και οι κάτοχοί τους τα θεωρούν σκυριανά) μπορούμε να την ξεχωρίσουμε σε τέσσερις κατηγορίες:

  1. Εκκλησιαστική ξυλογλυπτική
  2. Ξυλοτεχνική «αρχιτεκτονικών» κατασκευών στο εσωτερικό του σκυριανού σπιτιού
  3. Ξυλοτεχνική των οικοσυσκευών και της επιπλοποιίας και
  4. Μικροξυλογλυπτική

 

ΤΑ ΥΛΙΚΑ

Παλαιότερα τα έπιπλα αυτά γίνονταν από μουριά ή καρυδιά. Προτιμούσαν το ξύλο της μαύρης μουριάς γιατί έχει μεγάλη αντοχή, δεν το τρώει το μαμούνι και με τον καιρό παίρνει ένα δικό του μαύρο χρώμα. Σήμερα, που δεν υπάρχει πια ξύλο μουριάς και της καρυδιάς σπανίζει ή είναι ακριβό μεταχειρίζονται οξιά από το εμπόριο.

Το πλεχτό κάθισμα γίνεται από «τσιπέρι», χόρτο υδρόβιο που βγαίνει στις παραποταμιές και υπάρχει άφθονο στη Λίμνα. Επειδή χρειάζεται μια σχετική επεξεργασία, τα τελευταία χρόνια το τσιπέρι έχει εγκαταλειφθεί και χρησιμοποιείται ανάλογο «χόρτο» που βρίσκεται στο εμπόριο. Το κάθισμα το πλέκουν άτομα με ειδική πείρα. Το πλεχτό τούτο κάθισμα δίνει στο σκαμνί πρακτικές λύσεις και προσθέτει πολύ στην αισθητική του εμφάνιση.

 

wood07ΤΑ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ

Η αισθητική αξία των σκαμνιών, πέρα από τη φόρμα και την κατασκευαστική τους τελειότητα, βρίσκεται επίσης στο σκάλισμα και στα διακοσμητικά μοτίβα που καλύπτουν τη ράχη τους, την “παΐδα”.

Τα μοτίβα αυτά μαζί με τα σχέδια των κεντημάτων της Σκύρου αποτελούν την ασύγκριτα πλουσιότερη συλλογή λαϊκών μοτίβων από οποιουδήποτε άλλου ελληνικού τόπου.

Οι παραστάσεις τους είναι ποικίλες: γεωμετρικά σχέδια, ανθρώπινες φιγούρες, πουλιά, ζώα, δικέφαλοι αετοί, δένδρα, κλώνοι, γρύπες, δράκοι και άλλα φανταστικά και εραλδικά θηρία κ.λ.π.

 

Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥ ΣΚΑΛΙΣΜΑΤΟΣ

Το σκάλισμα των σκαμνιών είναι απαλό χωρίς μεγάλο βάθος, αυτό αποτελεί και το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο που διαφοροποιεί τη σκυριανή από τη λεγόμενη βυζαντινή ξυλογλυπτική με το βαθύ της σκάλισμα. Η τεχνική αυτή δίνει ξεχωριστή απαλότητα και χάρη και όταν είναι συνειδητή, όχι έργο πρωτόλειο νέου τεχνίτη, μπορεί να χαρακτηριστεί σαν έκφραση μιας ανώτερης αισθητικής αντίληψης που βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την όλη ευαίσθητη και καλλιεργημένη ψυχολογία των Σκυριανών που δεν αγαπούν καθόλου τα χτυπητά και τα κραυγαλέα.

Μεταξύ των δύο ειδών σκαλίσματος, του ολότελα ρηχού της παραδόσεως της σκυριανής ξυλο-γλυπτικής και του βαθιού βυζαντινού, από την περίοδο του μεσοπολέμου και πέρα, αναπτύχθηκε στο νησί ένας νέος, ενδιάμεσος τύπος, κάτι μεταξύ σκυριανού και βυζαντινού. Το σκάλισμα αυτό το εισήγαγε και το ανέπτυξε ο «πρωτομάστορας» της νεότερης σκυριανής ξυλογλυπτικής, Γιαννούλης Μπαμπούσης, εφαρμόζοντας το στα χιλιάδες σκαμνιά και άλλα έργα που έκανε κατά τη μακρόχρονη καλλιτεχνική του δημιουργία.

Το ιδιαίτερο γνώρισμα των τριπόδων και των σκαμνιών, όπως προαναφέραμε, είναι το μικροσκοπικό, λιλιπούτειο σχεδόν, μέγεθός τους. Ποιοί λόγοι επέβαλλαν το μικρό τους μέγεθος; Η απάντηση δίνεται όταν εξετάσουμε το χώρο όπου αυτά τοποθετούνται: το παλιό σκυριανό σπίτι είναι συνήθως ορθογώνιο, επιφάνειας 40-50 τετραγωνικών μέτρων. Εδώ μέσα έπρεπε να καλύπτονται οι ανάγκες μιας πολυμελούς οικογένειας, όπως ήταν οι παλαιότερες με τη συνοίκηση τριών γενεών (παππούδες, γονείς, εγγόνια). Από την ασφυκτική έλλειψη χώρου, λοιπόν, οι Σκυριανοί οδηγήθηκαν με εμπειρία αιώνων στην ανάλογη διαμόρφωση του χώρου που επέβαλλε την πλήρη εκμετάλλευση του. Σε μικρά σπίτια ήταν φυσικό να υπάρχουν μόνο μικρά έπιπλα. Ιστορικά δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε την αναγκαιότητα των μικρών οικοδομών. Στους περασμένους αιώνες τα σπίτια ήταν εύκολο να «στριμώχνονται» το ένα πάνω στο άλλο για να βρίσκονται όσο πιο κοντά γινόταν στο κάστρο προκειμένου να κερδίζουν χρόνο όταν κατέφευγαν σ’ αυτό σε κάθε επιδρομή πειρατών που αποτελούσαν μόνιμη πληγή για όλους τους νησιώτες στους περασμένους αιώνες.

 

Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΣΑΛΟΝΙΟΥ

wood10Το σκυριανό σπίτι, αποτελούμενο από το τριπόδι και τα σκαμνιά, είναι σήμερα κοινής χρήσης στο νησί. Ιδίως τα σκαμνιά είναι τα κοινά έπιπλα που τα συναντά κανείς σε κάθε σκυριανό σπίτι, πλούσιο και φτωχό, αρχοντικό και λαϊκό. Από τις αρχές του αιώνα μας ήταν περίπου κοινά (αν και δε τα είχαν οι Λιναριώτες, οι Μολιώτες και οι Κοναξήδες) για όλους τους Σκυριανούς. Μα η κοινότητα αυτή στη χρήση των εν λόγω επίπλων είναι σχετικά νέα, αρχίζει από τα τέλη του περασμένου αιώνα. Παλαιότερα, η επίπλωση των σπιτιών ξεχώριζε ανάλογα με τις τάξεις. Στην πραγματικότητα, εκτός από την άρχουσα και την αστική τάξη, οι λοιπές δεν είχαν τέτοια έπιπλα.

Οι χωρικοί δεν είχαν ούτε τριπόδια, ούτε σκαμνιά.

Για τραπέζι τους χρησίμευε ή το μπροστινό μέρος του τζακιού (φγους) ή μερικές τάβλες καρφωμένες πρόχειρα σε επίσης ταβλένια βάση. Κάθονταν σε απλά, χαμηλά σκαμνάκια σε σχήμα Π που επιβίωσαν ίσαμε με τις μέρες μας και σε προχειροκαμωμένες «κρεβατσούλες». Αντίθετα, η άρχουσα τάξη για τραπέζια μεταχειριζόταν περίτεχνα σκαλισμένα «τριπόδια» ή, σε επίσημα γεύματα, σινιά βαλμένα σε ειδικές βάσεις.

Η χρήση των επίπλων αυτών και από τη «μεσαριά», δηλαδή τους καλύτερους από τους τσοπάνηδες και τους γεωργούς, άρχισε από το τέλος του 19ου αιώνα μέσα στα πλαίσια του όλου κινήματος για το ξεπέρασμα των κοινωνικών αποστάσεων. Γι’ αυτό όσα σκαμνιά και τριπόδια βρίσκονται στα σπίτια τους είναι νεότερα, του 1900 και οι κατασκευαστές τους είναι επώνυμοι και γνωστοί στους επιζώντες. Αλλά τα έπιπλα αυτά, κατά πολύ κατώτερης κατασκευής από άποψη τεχνικής, σχήματος, ξύλου, σχεδίων και σκαλίσματος, διαφέρουν από τα παλαιότερα που κατέχει η Μεγάλη Στράτα.

Ειδικότερα για τα σκαμνιά, στοιχείο της αριστοκρατικής τους προέλευσης, αποτελεί η ταύτιση της λέξης με την κορυφή της ανώτατης τάξης που την αποτελούσαν τα 12 μέλη του συμβουλίου των προεστών κατά την τουρκοκρατία. Ο κοινός λαός, δηλαδή, ονόμασε το συμβούλιο «Δωδεκάδα» ή «τα δώδεκα σκαμνιά» που ήταν παντοδύναμοι και ο σεβασμός και ή υποταγή του λαού σ’ αυτούς ήταν απόλυτη. Τόσο επίσημα ήταν αρχικά τα σκαμνιά ώστε μεταφορικά στην έννοια τους ταυτίστηκαν με τους φορείς της υπέρτατης εξουσίας της κοινότητας, -όπως ακριβώς ο θρόνος, το επίσημο κάθισμα των βασιλέων- έλαβαν την έννοια της βασιλικής εξουσίας.

 

ΟΙ ΤΕΧΝΙΤΕΣ

Η επιπλοποιία ασκείται σήμερα στη Σκύρο από πολλούς τεχνίτες. Από τις αρχές του αιώνα μας η κατασκευή, ιδίως των σκαμνιών, γνώριζε ζωηρή ακμή επειδή άρχισαν να μπαίνουν σταδιακά και στα σπίτια των λοιπών τάξεων. Ο πρώτος ιστορικός της Σκύρου, Μιχαήλ Κωνσταντινίδης, αναφέρει τους τεχνίτες ως «λειτουργούς» και κοινωνικά τους κατατάσσει στην τάξη των αστών.

Παλαιότεροι γνωστοί επιπλοποιοί είναι οι: Δημήτρης Σκατσίδης, Μαρουδιός, Γιώργης Μανούσος, Χριστόφας Γιάννης και Ανδρέας Πέτρου. Νεότεροι και σύγχρονοι οι: Γιαννούλης Μπαμπούσης, Γιώργος Σελίμης, Τάκος Μανωλιός, Γιώργης Ασημενός, Νίκος Αλεξίου (Χατζαλέξης), Σταμάτης Μπαμπούσης, Γιάννης Μπαμπούσης, Κωνσταντής Χιώτης, Μανώλης Μανωλιός, Γιάννης Ανατολίτης, Νίκος Παυλής, Γιάννης Αγγελής, Γιώργος Ανδρέου, Μανώλης Μπαλωτής και άλλοι που ασχολούνται μάλλον ερασιτεχνικά παρά επαγγελματικά. Η ξυλογλυπτική δημιουργία των περισσότερων είναι εντοπισμένη στην κατασκευή σκαμνιών.

Στην ιστορία της σκυριανής ξυλογλυπτικής ξεχωριστή θέση έχει ο Γιαννούλης Μπαμπούσης. Την αναφορά στο έργο και την προσωπικότητά του, του τη χρωστούμε γιατί η προσφορά του αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο, τελείως προσωπικό και αξιολογικά πολύ αξιοπρόσεχτο. Ο Γιαννούλης Μπαμπούσης δεν πρωτοτύπησε απλώς. Στην πραγματικότητα δημιούργησε μια δική του σχολή. Το έργο του είναι πολύπλευρο και πληθωρικό. Υπήρξε αγιογράφος, ζωγράφος και ξυλογλύπτης. Παρά την εξωτερική του τραχύτητα ήταν ένας ευαίσθητος και εμπνευσμένος καλλιτέχνης. Δούλευε το κάθε του έργο με ξεχωριστό μεράκι, απλώνοντας τη δημιουργική του φαντασία ανάμεσα στα συναισθήματα του μεγαλείου, της εθνικής δόξας, της γοητείας και του μυστικισμού των λαϊκών θρύλων, του ιπποτικού έρωτα, του αισθησιακού τραγουδιού και της πολεμικής σύγκρουσης.

Οι δικέφαλοι αετοί, ο Μεγαλέξανδρος, οι γοργόνες, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, η δόξα στους ήρωες, μυστακοφόροι και αγριωποί στρατιωτικοί με λοφία (κατά προτίμηση εξεικόνιση του πατέρα του και του ίδιου), πυργοδέσποινες δίπλα σε ρωμαλέους νέους (πάντα ο ίδιος), όλα αυτά συνοδευμένα με τους ανάλογους στίχους, ήταν τα βιώματα, ο ψυχικός του κόσμος και οι εμπνεύσεις της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.

Αντίθετα απ’ όλους τους άλλους ξυλογλύπτες που δούλευαν για το μεροκάματο και υπολόγιζαν στο χρηματικό αντίτιμο του σκαμνιού, ο Γιαννούλης Μπαμπούσης φιλοδοξούσε κάθε έργο να είναι και μια καινούρια δημιουργία. Γι’ αυτό έκανε πλουσιότατο αρχείο από σχέδια που «ξεσήκωνε» συστηματικά από ανάγλυφα βυζαντινών εκκλησιών, παλιών συμβολικών εικόνων κ.α., για να τα αναπλάσει αργότερα με το δικό του τρόπο. Η αξία του έργου του δεν αναφέρεται μόνο στην καλλιτεχνική από τεχνικής πλευράς έκφρασή του αλλά και στα θέματά του. Ο Γιαννούλης Μπαμπούσης θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν ένας απ’ τους πιο αντιπροσωπευτικούς νεοέλληνες λαϊκούς καλλιτέχνες.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Η επιπλοποιία της Σκύρου δεν έχει μόνο μουσειακό, καλλιτεχνικό, λαογραφικό και ιστορικό ενδιαφέρον. Πέρα από τα αναμφισβήτητης αξίας αυτά στοιχεία, η σημασία της είναι πολύ μεγάλη και από οικονομική άποψη.

Εκτός από τα σκαμνιά, που η παραγωγή τους έχει και θα έχει πάντα βιωσιμότητα (επειδή οι Σκυριανοί τα μεταχειρίζονται σχεδόν αποκλειστικά για καθίσματα θεωρώντας, ορθά, ότι είναι ανώτερα από τις συνηθισμένες καρέκλες και αγοράζονται επίσης τόσο από τους Σκυριανούς της Αθήνας όσο και από Έλληνες και ξένους) η σκυριανή επιπλοποιία μπορεί ναι εισδύσει ευρύτερα τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή αγορά δημιουργώντας νέες κατασκευές, χρήσιμες και πρακτικές καταξιώνοντας τη μακραίωνη παράδοση και την πανελλήνια, ή καλύτερα διεθνή, φήμη που έχουν όλα τα είδη σκυριανής λαϊκής τέχνης.

Πλούσιο σε ξυλόγλυπτα και σε άλλα πολλά εκθέματα, είναι το λαογραφικό μουσείο Μάνου Φαλτάϊτς στη Σκύρο (τηλ.: 0222-091232 & 01-03805463).