Μάνου Φαλτάϊτς: Νταϊσμός

ΝΤΑΪΣΜΟΣ

Νταϊστική Μύηση

Βιγλατορία του Παληόπυργου – Σκύρος 2000

Ο Μάνος Φαλτάϊτς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938.
Σπούδασε νομικές και πολιτικές επιστήμες.

Είναι γιος του δημοσιογράφου, συγγραφέα και πρωτοπόρου ερευνητή της Ελληνικής Παραδοσιακής μας Κληρονομιάς Κωνσταντίνου Φαλτάϊτς, μιας από τις σημαντικότερες πνευματικές προσωπικότητες του Ελληνισμού του 20ου αιώνα.

Η γενιά των Φαλταγηδών στην οποία ανήκει, έχει τις ρίζες της στην προβυζαντινή ακόμα περίοδο, όπως δηλώνει το αρχέτυπο επίθετο της οικογένειας Φάλταγης, που σημαίνει τον Ταγό της Φυλής, τίτλο μοναδικό και πανάρχαιο. Τούτο αλλάχτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα σε Φαλτάϊτς, όνομα με το οποίο είναι γνωστή σήμερα η αρχαιότατη τούτη Ελληνική οικογένεια. Αυτό συνέβη γιατί ο παππούς του και άλλα μέλη της οικογένειας είχαν ζήσει στην Οδησσό και στο Ταϊγαρόγκ της Ρωσίας για ένα διάστημα, λόγω των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων. Σε τούτες τις πόλεις, τότε πανίσχυρες εστίες Ελληνισμού, είχαν δράσει κλαδιά της οικογένειας, οι αδερφοί Τζάνοι, παίζοντας κατ’ εξοχήν ηγετικό ρόλο στη Φιλική Εταιρεία και στην επανάσταση της Μολδοβλαχίας, όντας στενότατοι συνεργάτες του μεγάλου εθνικού ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη, του πρίγκιπα Αλέξανδρου Υψηλάντη και άλλων ηγετών της επανάστασης.

Ο Μάνος Φαλτάϊτς, έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Σκύρο, μεταξύ Μελικαρούς και της Βιγλατορίας του Παληόπυργου, παίρνοντας αγωγές από την τότε επίλεκτη κοινωνία των Σκυριανών και το οικογενειακό περιβάλλον των δυο του γονέων, έντονα διαποτισμένων με τις πανάρχαιες αρχές του Νταϊσμού, στις διάφορες διαστάσεις κι εκφράσεις του.
Από τούτα τα παιδικά χρόνια και την συστηματική αγωγή του, καθοδηγήθηκε στη ζωή του ολόκληρη.

Διαπνεόμενος απ’ αυτές τις αρχές, που παράλληλα με τη δράση τις συστηματοποιούσε θεωρητικά, από το 1955 μέχρι το 1959, έδρασε ηγετικά στο φοιτητικό χώρο, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανάπτυξη του φοιτητικού συνδικαλιστικού κινήματος που αποτέλεσε την αφετηρία του όλου νεολαιίστικου κινήματος στην Ελλάδα.
Παράλληλα, πρωτοστάτησε στους αγώνες της Ελληνικής νεολαίας για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με την οργάνωση των μαχητικών, αιματηρών και γιγαντιαίων συλλαλητηρίων που προσδιορίζουνε εκείνη την εποχή και αποτελούν ένα εξαιρετικά σημαντικό μέρος του Ελληνο-Κυπριακού αγώνα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Από ‘κείνη την εποχή και πέρα, παράλληλα με τους εθνικούς του αγώνες, έδωσε τη μάχη για τη διάσωση και προβολή της παραδοσιακής μας κληρονομιάς που χτυπιόταν άλογα, άπονα, ανελέητα και ανόητα, τόσο από την Ελληνική κοινωνία όσο και από το ίδιο το Κράτος, στο όνομα του εξευρωπαϊσμού και εκσυγχρονισμού.
Στα πλαίσια αυτά, το 1963, οργάνωσε την κίνηση για την Ελληνική πνευματική αναγέννηση, κηρύσσοντας το έτος Περικλή Γιαννόπουλου, που υπήρξε το μεγαλύτερο πνευματικό γεγονός εκείνης της χρονιάς σε ολόκληρη την Ελλάδα, σε συνεργασία με τους κορυφαίους εκπροσώπους της Ελληνικής διανόησης.
Η δράση του στον τομέα αυτό έφερε ευτυχώς, αποτελέσματα και η παραδοσιακή μας κληρονομιά, όρος που τον επέβαλε στη συνείδηση των Ελλήνων με τους αγώνες του, είναι βαθιά ριζωμένη στημ ψυχή του λαού μας.
Μέσα σε τούτα τα πλαίσια, ίδρυσε στη Σκύρο το 1964 το Μουσείο που φέρει το όνομά του, απ’ όπου προωθούνται οι ιδέες και εμψυχώνονται ανά την Ελλάδα ολόκληρη, οι πυρήνες για την αναγέννηση της παραδοσιακής μας κληρονομιάς.
Οι αγώνες αυτοί είχαν σαφείς πολιτικο-κοινωνικές προεκτάσεις γιατί ο Μάνος Φαλτάϊτς ταύτιζε την πολιτιστική δράση με την αναγέννηση των κοινοτήτων, προωθώντας το κοινωνικο-πολιτικό μοντέλο του Ϊοινοτισμού.
Έβλεπε μια παγκόσμια ανασυγκρότηση της ανθρώπινης κοινωνίας στηριγμένη στον πανάρχαιο θεσμό της Κοινότητας με την άμεση δημοκρατία σα βάση της πολιτικής τους οργάνωσης, και το συνεργατικό συνεταιρισμό σα σύστημα της επαγγελματικο-κοινωνικής σύνθεσης των μελών της Κοινότητας.
Κάθε μία τέτοια Κοινότητα προορίζονταν να αναπτύξει τον δικό της πολιτισμό, τη δικιά της ταυτότητα και οντότητα.
Ένα κοινωνικο-πολιτικό σύστημα ρεαλιστικό και το μόνο ικανό να ανασυγκροτήσει την ανθρώπινη κοινωνία πάνω σε βάσεις σταθερές και λειτουργικές.
Τις αρχές του αυτές μπόρεσε να εμφυσήσει σε πολλές εκατοντάδες νέων ανθρώπων που τον πλαισίωσαν, και δημιουργήθηκε ένα δυνατό κοινωνικο-πολιτιστικό κίνημα που όμως, δυστυχώς, είχε σαν κατάληξη την δόλια και ολοκληρωτική του διάλυση το 1969 από την τότε πολιτική εξουσία.
Έκτοτε, έβλεπε σαν πρότυπο της Κοινοτικής του πολιτείας την πατρίδα του Σκύρο, όπου οι αγώνες του για τον κοινοτισμό συνεχίστηκαν από το 1970 και πέρα, με αποκορύφωμα το 1976 τη συγκρότηση του θαυμαστού κινήματος της Σκυριανής Δύναμης, που υπήρξε μοναδικό στα Ελληνικά χρονικά.
Αλλά δυστυχώς, οι αντιδράσεις, ο φθόνος και τα ανελέητα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη με πρόθεση την ολοκληρωτική του εξόντωση, με τελείως ανέντιμα και ύπουλα μέσα, φανερώθηκαν κι αυτή τη φορά.
Από το 1979 και πέρα μαζί με τη σύντροφό του Αναστασία και τη συμπαράσταση μιας ομάδας στενών και αφοσιωμένων φίλων, οργάνωσε το κίνημα για την αισθητική αναγέννηση, εμπνευσμένο από την αρχαιοελληνική, βυζαντινή και νεώτερη παραδοσιακή μας κληρονομιά.
Το κίνημα τούτο επηρέασε βαθύτατα με τις αισθητικές προτάσεις του κατά μέγα μέρος εκείνη την εποχή.
Εν τω μεταξύ, όλα αυτά τα χρόνια διδάσκει, τόσο στην Αθήνα, όσο και στη Σκύρο το Νταϊσμό σαν μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία και βιοθεωρία.

Η ιδεολογία αυτή και το πνεύμα του Νταϊσμού έχει διαποτίσει ολόκληρο το συγγραφικό του έργο, που εκφράζεται με δοκίμια, διαλογισμούς, διηγήματα και θεατρικά έργα εμπνευσμένα από τη ζωή και τη δράση των μεγάλων Ταγών και Ηρώων της ανθρωπότητας.
Από το 1993 τα έργα του αυτά παρουσιάζονται στο Θέατρο της Βιγλατορίας του Παληόπυργου στη Σκύρο, με τη μορφή θεατρικών έργων και δρώμενων.

 

Πρόλογος
Τα κείμενα που δημοσιεύονται είναι παρμένα από τα έργα μου:

“Νταϊσμός” – Νταϊστικοί Διαλογισμοί
“Σκυρίτες” – επικό τελετουργικό δρώμενο
“Αργοναύτες” – επικό τελετουργικό δρώμενο
“Το Αδερφάτο των Δαναών” – ιστορικό επικό δράμα
“Δαΐφρονες” – ιστορικό επικό δράμα
“Λέων Σγουρός” – ιστορικό επικό δράμα
“Η Βιγλατορία του Παληόπυργου” – τελετουργικό δρώμενο
“Μοναχικά Μετερίζια” – Διαλογισμοί
“Απ’ τις Μοναξιές των Αγίων” – Διαλογισμοί

 

Τα έργα τούτα παρουσιάζονται από το 1993 στο Φεστιβάλ Σκύρου, στο θέατρο της Βιγλατορίας του Παληόπυργου, από τη θεατρική Ομάδα του Μουσείου μας “Σκυρίτες”, με τη μορφή θεατρικών δρώμενων, θεατρικών παραστάσεων και αναλόγιου.
Η σκηνοθεσία είναι της Αναστασίας Φαλτάϊτς, που κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα καινούργιο καθαρά πρωτοποριακό σχήμα, κάνοντας το λόγο και την ιστορία των έργων, μια τελετουργία αληθινή και παλλόμενη.
Στους τόπους που παίζονται τούτα τα έργα, δεν βρίσκεσαι σε παράσταση θεάτρου, αλλά σε πραγματική ιερουργία. Οι μορφές των τιμώμενων ηρώων με τη καλήστρατή τους πορεία και τις μεγάλες ιδέες, που σκορπίζουν στα πέρατα, είναι το γνώρισμα των δρώμενων αυτών. Ο λαός συμμετέχει κι έτσι, η μέθεξη πλανιέται στους χώρους των εκδηλώσεων.

O Νταϊσμός στην ποίησή μου
Μπορώ να δώσω το Νταϊσμό μου πιο καλά, σ’ ορισμένα τουλάχιστο σημεία και μερικές του πλευρές και διαστάσεις, μέσα απ τα σχετικά ποιητικά μου κείμενα.
Μ’ αυτά είχα και ανιχνεύσει και προσεγγίσει τη Νταϊστική ψυχή, όπως την ένοιωθα και τη νοιώθω.
Η κατεύθυνση στην αναζήτηση ενός τέλειου ανθρώπινου τύπου και πρότυπου είναι πολύ παλιά.
Ξεκίνησε με τα πρώτα παιδικά μου χρόνια και κράτησε πάντα, σα στόχος ζωής και προορισμός του υπάρχω μου.
Οι Νταϊστικές οικογενειακές μου παραδόσεις και η ανάλογη αγωγή μου, ήταν το πλαίσιο που κινήθηκα, μια ζωή.
Ο Νταϊσμός, είναι πάνω απ όλα, βίωση αρχών, αίσθημα, κατάσταση ψυχής, προσανατολισμός σκέψης, τρόπος ζωής, άσκηση και επιτέλεση έργου Νταϊστικού.
Ο Νταϊσμός κινιέται ανάμεσα στην αδυσώπητη πραγματικότητα και την ενόραση.
Είναι ασκητικός και ποιητικός, παράλληλα, τρόπος ζωής.
Οι σκέψεις, τα λόγια κι οι πράξεις σου, δεν μπορούν, παρά να κινιόνται μέσα στις κατευθύνσεις και το μέγιστο Νταϊστικό όραμα.
Ζητάς το τέλειο. Να το βρεις, να ανακαλύψεις, να το πλάσεις με το νου και την ψυχή σου και να το ζήσεις.
Ο Νταϊστικός τρόπος ζωής, απ τη φύση και την ουσία του, είναι λοιπόν ηρωικός, αγωνιστικός, ποιητικός, μυθιστορηματικός και καλλιτεχνικός με τη γενικότερη σημασία του όρου.
Η Νταϊστική σκέψη και δράση είναι άξια, από μόνη της, γραφής και απόδοσης.
Για τούτο, όταν απ την αρχή της δεκαετίας του 1980 και έπειτα άρχισα να διδάσκω συστηματικά τον Νταϊσμό, πέρα από τα ιστορικά και επιστημονικά δοκίμια καθώς και τις πολιτικο-κοινωνικές μου τοποθετήσεις, που κυκλοφορούσαν σ ένα ευρύ κοινό, τόσο στη Σκύρο, όσο και στην Αθήνα, με διαλέξεις, μονόφυλλα, μπροσούρες και προκηρύξεις, παράλληλα, διέδιδα το Νταϊσμό μου μέσα από κείμενα που αποκαλούσα διαλογισμούς.
Τα κείμενα αυτά, είχαν την τύχη να γίνουν εξαίρετα και μοναδικά έργα τέχνης, πραγματικά εικαστικά αριστουργήματα, από τη φίλη μου Μάρθα και έχουν ως τώρα κυκλοφορήσει σε πολλές χιλιάδες αντίτυπα, κοσμώντας, αντίστοιχα, γραφεία και σπίτια σ ολόκληρη την Ελλάδα, περνώντας τις Νταϊστικές απόψεις και το Νταϊστικό ψυχισμό στους κατόχους τους.
Στα κείμενα τούτα υπάρχει διάχυτος ο ψυχισμός του Νταϊσμού μου.
Πρόκειται για το ανθρώπινο πρότυπο που αγαπώ και προτείνω.
Μια μίξη ανώτατης ευαισθησίας και υπέρτατης δύναμης.
Άτομα ή οντότητες των εφτά Ουρανών και κύριοι των Δυνάμεων.

Αθήνα – 31 Ιούλη 2000

 

Απ’ τη γενιά των Δαΐων
Όρθωμα
Στρωμένη χρόνια στο χαμόι η ψυχή μου,
αγκυλωμένη απ τα αγκάθια της κακίας
και του μίσους,
όλο παράδερνε να βρει, ξανά,
την πρώτη χάντρα της μιζέριας,
μόλις τελείωνε
τ’ ατέλειωτο το κομπολόι,
που ‘χε γραμμένο πάνω του,
σε κάθε κόμπο,
μια μαχαιριά συκοφαντίας η γκριμάτσας,
μια πέτρα κι ένα ανάθεμα,
κρυφά ριγμένα,
όλα με μίσος,
να σε βαράει κατακέφαλα κι ανυπεράσπιστα
η ανάγκη, το γιατί και η τρομάρα.

Κι όλο έψαχνα να βρω το φταίχτη,
στις μύριες μου πληγές, που ‘χαν φορτώσει
λύκοι επώνυμοι κι άθλιοι όχλοι.

Και μ’ έπνιγε το άδικο,
η βρώμα κι η κακιά οχλαβοή τους,
κάθε που γύριζα μια χάντρα,
φέρνοντας μπρος τους Γολγοθάδες
που ‘χαν στήσει
κι ήτανε όχι λίγοι.

Το δίκαιο, τ’ όμορφο και το μεγάλο
το φθονούσαν
κι έπρεπε να χυθεί αίμα αθώου,
για να χορτάσουνε οι λάμιες,
να μεθύσουν,
χορεύοντας το διαβολικό κείνο χορό τους.

Τ’ άδικο είναι κείνο που σκοτώνει
πιότερο απ’ το Χάρο κι ό,τι άλλο,
ρωτώντας το γιατί; που δεν έχει απάντηση.

Κι είναι αυτό το αναπάντητο που σε σαρώνει.

Κι έφυγα στη σπηλιά μου χρόνια
– δέκα και πάνω τώρα –
με το κομποσκοίνι της συφοράς
μόνο σιμά μου,
μετρώντας το κακό, το χωρίς τέλος.

Φαρμακωμένο στόμα
με σάλιο
ούτε μια ώρα ποτέ δροσάτο,
πηχτό, πικρό και μπουκωμένο.

Τ’ άδικο – τ’ άδικο, μ’ έριχνε χάμω
λειώνοντας, σα σκουριά,
την πρώτα ατσαλένια πίστη της καρδιάς μου.

Μα ήρθε μια ώρα που με φόβισε η σκοτίλα
της σπηλιάς μου.

Κι η φωνή της δύναμης
– παλιάς συντρόφισσας που ‘χε σωπάσει –
σαν, αρχή και τέλος δε βρήκε στο χαμό
και λυτρώθηκα απ’ τη μάταια αναζήτηση,
μου ‘πε απότομα:
“Σήκω απάνου”.

Στο σκοτάδι δε θα βρεις την λύση
η την απάντηση.
Και μην πλανιέσαι στην απέραντη νύχτα
τ’ ολέθρου.

Η πίστη – η πίστη σου η χαμένη,
είναι καιρός να ‘ρθει και να φουντώσει
σαν πριν
– κι απ τον Όλυμπο ακόμα πιο μεγάλη –
ζωοδότρα, χαμογελαστή κι ανίκητη.

Έλα, σηκώσου, κι αντρειέψου.
Στη μεγαλοδύναμη ιδέα του Νταϊσμού ακουμπώντας
και γίνου ωκεανός, όπως και πρώτα,
που καταιγίδες θα ρουφάς και θα χωνεύεις.

Αθήνα – Πέμπτη 22 Οκτώβρη 1981

Όχι στης απραξίας το χαμό
Θ’ ανέβω στο βουνό το δειλινό
να πάρω αγέρα.
Κουράστηκα πολύ τούτη τη μέρα.

Μαζί μου θα ‘χω τη σφεντόνα
να κυνηγήσω αγρίμια.
Ήταν βαρύ το πρωινό,
στρωμένο μ’ έγνοιες.

Θ’ ανέβω στο βουνό,
να πάρω δύναμη ξανά.

Κουράστηκα κι απόστασα,
μπροστά στις ώρες τις πικρές
και την ανία.
Θα βγω, να κυνηγήσω αγρίμια.
Και να καθίσω στη κορφή,
να δω τον ήλιο στο βασίλεμά του.
Βογκάει ώρες το κορμί,
κλεισμένο, καθώς είναι στο κλουβί του,
σα λιοντάρι.

Ζωή μονάχα η δράση.
Κουράστηκα μπροστά στις ώρες
που πέρασαν και φύγανε
και εγώ δεν ήμουνα μαζί τους.
Πέρασαν, φύγανε, πάνε
κι έμεινα πίσω.
Της απραξίας
η πίκρα είναι πληρωμή.
Θα βγω να φύγει ο χαμός,
να ζωντανέψει το κορμί μου,
να φτερώσει ο νους μου.
Οι ορμές μου να λευτερωθούν,
καθώς θα τρέχω
και θα ‘χω ενάντια
τον παγωμένο αγέρα του βουνού
κι ο ανασασμός θα βγαίνει δυνατός
στο κάθε βήμα.
Με περιμένει η κορφή.
Είναι καιρός να ξεκινήσω.
Καιρός να περπατήσω.
Φτάνει της απραξίας ο χαμός.
Κι η κούραση η ανούσια,
ας μείνει πίσω.

Γλέντι ειν’ ο αγώνας και χορός
Κούνησα το μαντήλι που κρατούσα
στον αγέρα
και πήρα μια χούφτα νερό,
από τη γούρνα τη μαρμαρένια
και το ‘ριξα, σαν αγιασμό
και άρχισα να λέω σιγανά
ένα παλιό σκοπό,
καθώς ξεκίνησα να παίξω
τούτη την ημέρα.

Γλέντι είν’ ο αγώνας όμορφο
και βιάζομαι να μπω
στο μαρμαρένιο το αλώνι,
που τρέχει αίμα,
κι ύστερα γίνεται χορός.

Γλέντι είν’ ο αγώνας
και χορός.

Τζεντάϊ
Ανάμεσα στη μάζα ξεχωρίζει
ένας Τζεντάϊ, τιμημένος.
Μόνο στο μέτωπό του στέκει το στεφάνι
της ελιάς και της δάφνης.
Ο Τζεντάϊ είναι ήρωας
που κάνει τον αγώνα για το χρέος,
με συνείδηση.
Ξέρει το γιατί, κι’ αυτό ζυγιάζει.
Δεν είναι η ώρα που τον φέρνει στο προσκήνιο.
Η ώρα δε γεννάει το Τζεντάϊ.
Αυτός τη φέρνει
κι’ έχει δικιά του την τιμή της πράξης.
Ένας Τζεντάϊ είναι ταγμένος.
Κι ούτε ένα βήμα πίσω δεν θα κάνει,
όσο κι’ αν η αντάρα σάλεψε το φρόνημα
της μάζας.
Ένας Τζεντάϊ για τέτοιες ώρες είναι,
γι’ αυτές υπάρχει.
Κι’ ενώ ο κόσμος του είν’ τα λουλούδια
ο ήλιος, το φεγγάρι
κι’ ενώ μονάχα με ιδέες δένεται,
και μονάχα μ’ αυτές μιλάει,
θα πραγματώνει την αποστολή,
φέρνοντας πάντα νίκη.
Γιατί ένας Τζεντάϊ
αγωνίζεται για να νικάει.
Κι’ αν έρθει ο θάνατος
πάνω στη μάχη,
ο θάνατος είναι μια άλλη νίκη του Τζεντάϊ.
Η τιμή κρατήθηκε
και στέριωσαν ιδέες
και παραδόθηκε η φωτοβόλα η σκυτάλη
του Τζεντάϊ,
σ’ άλλον που στέκει δίπλα του,
ή σ’ άλλους χρόνους θα ‘ρθει.

Ένας Τζεντάϊ είν’ το φως.
Αντίπαλός του το σκοτάδι.
Ανάμεσα στις δυο δυνάμεις,
στο τέλος θα νικήσει ο Τζεντάϊ.
Όσο κι’ αν το σκοτάδι είναι βαθύ,
όσο κι’ αν είναι στεριωμένο μες το βάθος
και σε πλάτη,
θα ‘ρθει στιγμή,
που θα σκιστεί και θα σκορπίσει,
σα χτυπηθεί απ’ τη ρομφαία του Τζεντάϊ.

Το σπαθί της τιμής
Όποιος κρατούσε το σπαθί στο χέρι,
όρκο είχε δώσει στην τιμή.

Κι έπαιρνε πάνω του την ευθύνη των πολλών
και την ντροπή της μάζας
ήταν ταγμένος να ξεπλύνει.

Όποιος κρατούσε το σπαθί στο χέρι
ήταν το στύλωμα της μάζας.
Και παραδινόταν,
το όπλο τούτο της ζωής
και του θανάτου,
στ’ άξιο χέρι,
πού δεν θα ‘τρωγε ποτέ
γλυκό ψωμί
και θα ‘χε πέτρα για προσκέφαλο
και το χιονιά,
το χώμα,
τον αγέρα για κλινάρι.

Βαρύ το χρέος σ’ όποιον είχε την τιμή
να πάρει το μακρύ
το κοφτερό σπαθί,
που πάνω του στηρίζονταν
η ζήση της φυλής,
ο ανασασμός,
το σπιτικό
και οι καρποί,
τα οργωμένα τα χωράφια,
τα γεννοβόλα τα κοπάδια,
ο ζεστός ο ήλιος,
η ζωή χωρίς τρομάρα,
η αγκαλιά του ζευγαριού,
το γλυκό θήλασμα του βυζιού,
το ανάπαμα των προγόνων,
οι γλάστρες στις αυλές,
οι χάρες των πανηγυριών,
η ελπίδα,
το χαμόγελο κι η τρυφεράδα.
Όποιος στο χέρι του κρατούσε το σπαθί,
χανότανε σα σταματούσε
να χτυπάει η ατσαλένια η καρδιά του…

Τον έπαιρνε ο αγέρας, τότε,
και γίνονταν στοιχειό
και μαρμαρώνονταν
σ’ άγνωστη βαθιά σπηλιά,
που μονάχα τ’ άξια παλικάρια ‘ξέραν,
και ‘ρχόνταν για προσκύνημα,
βάζοντας λάδι στο καντήλι
με τ’ ανέσπερο φως της τιμής
και του χρέους.

Όποιος κρατούσε
στο χέρι το σπαθί της τιμής
και ζώντας και νεκρός,
ήταν το κάστρο τ’ άπαρτο,
ο βράχος, ο ψηλός και ριζιμιός.

Ανταίοι
Το θέριεμα της φλόγας
φυσομανά μες την καρδιά μας,
καθώς αντρίκεια στέκουνε τα δυνατά
κορμιά μας
στα βραχοπόδαρα,
που ‘ναι οι ρίζες της γενιάς μας.

Ανταίοι, ‘μείς,
θα μένουμε ανίκητοι
όσο φυλάμε τ’ άγια χώματά μας,
απ’ την αρπάγη του επίβουλου,
από την μάνητα,
τη πονηριά,
την ξόβεργα και τη θηλιά,
του κάθε αρπάχτη.

Η γη μας είν’ το ριζικό,
η ομορφιά, η λευτεριά,
η δύναμη και η ζωή μας.
Αυτή είναι η πατρίδα μας,
το σπιτικό,
ο πλούτος κι η τιμή μας.

Όποιος απλώνει χέρι στ’ άγια
χώματά μας
είν’ οχτρός,
μα αλύπητα θα τον βαρέσει η σαϊτιά μας.

Ανταίοι, ‘μείς,
θα μένουμε ανίκητοι,
όσο στη γη πατούν τα πέλματά μας.
Χαμένοι αλλιώτικα.
Σκλάβοι θα γίνουμε.
Και πλάνητες και τιποτένιοι.

Η γη είν’ η δύναμή μας.
Η μάνα μας,
που ‘ναι γεννήτρα και τροφός.

Στοιχειά της θα ‘μαστε,
να μην την πάρουνε οι βάρβαροι
μαχαιροβγάλτες
και τα χαμένα ανθρωπάκια,
με θηλιές και ξόβεργες.
Η δύναμή μας, είν’ η γη μας.
Ούτε μια χούφτα απ’ τ’ άγια χώματά μας.
Ούτε μια στάλα απ’ τα νερά μας.
Ανταίοι.
Σκλάβοι θα γίνουμε αλλιώς,
πλάνητες, ανυπόληπτοι και τιποτένιοι.

Καστροφύλακες
Το Κάστρο από μόνο του δε φτάνει.
Χρειάζεται να σφαλιστεί
καλά η πύλη…
Αλλιώτικα ο εχτρός θα προσπεράσει,
να σφάξει, να κουρσέψει
και να κάψει.

Κάστρα πατήθηκαν
και θα πατιόνται πάντα,
σαν ψυχωμένοι καστροφύλακες
δεν τα φυλάνε.
Το ανθρώπινο κοπάδι
μόνο τρέμει,
μόνο κλαίει,
μόνο βελάζει.
Ούτε το κάστρο που ‘ναι σφαλισμένο
μονάχο του δε φτάνει
να σώσει το ψυχοχαμένο το κοπάδι.
Στα χέρια του δεν πιστεύει.
Μονάχα βλέπει τον οχτρό από ψηλά και τρέμει.
Το κάστρο, όσο ψηλό κι’ αν είναι,
είναι ένας βράχος μαντρωμένος.

Δεν φτάνουν τα μπεντέμια
κι ούτε οι καστρόπορτες
οι σιδερένιες
να κάνουν τον οχτρό να φύγει.
Μονάχα το σπαθί
κι η αλάθητη η σαϊτιά του Καστροφύλακα
τ’ αντρειωμένου,
θα κάνουνε τον ξένο λύκο, που χιμάει,
να φύγει.

Κάστρα και κάστρα χάθηκαν
στο πέρασμα των αιώνων
και σφάχτηκαν χιλιάδες μαντρωμένοι,
σαν τ’ αρνιά στα μακελάρια,
άμα στα κάστρα
η ψυχή τ’ αντρειωμένου Καστροφύλακα
δεν ήταν ριζωμένη.
Το κάστρο από μόνο του δεν φτάνει
να μην πέσει.

Ο ψυχωμένος Καστροφύλακας
είναι αυτός που το κρατάει άπαρτο
και σταθερά το διαφεντεύει.

Σαϊτιά
Η σαϊτιά θα βρει με σιγουριά
το στόχο.
Χαμένο ούτ’ ένα βέλος
δε θα πάει,
σαν το δυσκολολύγιστο δοξάρι
του Καστροφύλακα
το δυνατό κι’ άξιο χέρι κρατάει.
Μια σαϊτιά χαμένη,
κι ο οχτρός θα προσπεράσει.
Θα πέσουν οι Βίγλες,
το κάστρο θ’ αλωθεί
κι οι άντρες θα σφαχτούνε σαν κριάρια
και θα συρθούν στα σκλαβοπάζαρα
οι όμορφες κόρες,
τα παιδιά κι οι μανάδες.
Και θα σβηστεί για πάντα η προγονική
φωτιά,
καθώς οι βάρβαροι
θα βεβηλώσουν τα ιερά μας,
τίποτα μην αφήνοντας ορθό
στο διάβα τους
που να θυμίζει τη φύτρα μας.
Τίποτα που να ‘ναι σπόρος
της μνήμης της εκδικήτρας.
Μη κάποτε και ξεφυτρώσει το βλαστάρι
του δέντρου που θα ζωντανέψει
μνήμες, δόξες, πόνους κι ελπίδες.
Και ‘ρθει ο γδικιωμός,
και πάρει πίσω αίματα
και χώματα άγια,
σπαρμένα με προγονικά κόκαλα.
Μια σαϊτιά και μόνη της ζυγιάζει.
Σ’ αυτή στηρίζεται η λευτεριά
κι ο όλεθρος.
Ο Καστροφύλακας,
πού του ‘χει δώσει η φυλή του
το δοξάρι,
είναι ταγμένος
ούτε μια σαϊτιά από το στόχο της
ποτέ του να μη χάσει.

Ευθύνη του λόγου
Το στόμα σφαλιχτό σα κάστρου πόρτα.
Κάθε που ξέρεις, είναι μυστικό
και θησαυρός.

Αυτά που σ’ εμπιστεύτηκαν,
για να ‘σαι ο κλειδοκράτοράς τους
και φρουρός,
από το στόμα δε θα βγουν
παρά μονάχα να παραδοθεί
το μήνυμα
σε κείνους που θα πουν το σύνθημα.

Αυτό που πήρανε απ’ το κρυμμένο ιερό
κι’ είναι κλειδί ν’ ανοίγει
τις σφαλιστές τις πόρτες των πιστών,
την ώρα που ‘ναι να παρθεί ή να δοθεί
η σκυτάλη.

Σαν έρθει η στιγμή της δράσης,
κείνης πού θα σηκώσει φοβερό
το ξαπλωμένο στη σπηλιά του το λιοντάρι
για να σκορπίσει με το μούγκρισμά του
τα τσακάλια,
που ξεθαρρέψανε να μπουν στη στάνη.

Έχουνε γνώση οι φύλακες.
Που ‘ναι παντού, γύρω απ’ τη στάνη
του ιερού κρυμμένοι
κι’ έχουν το στόμα σφαλιχτό,
όσο τα μάτια και τ’ αυτιά τους
είναι ακοίμητα.
Μονάχα σαν έρθει η ώρα της ανάγκης
θα ‘νοιχτεί το στόμα,
για να δοθεί το σύνθημα της μάχης
και να ξυπνήσουν τα κρυμμένα
στις σπηλιές τους τα λιοντάρια,
να διώξουν πέρα απ’ την στάνη του ιερού
τα διψασμένα για αίμα τσακάλια.

Επαγρύπνηση
Κυρίαρχοι της γης.
Ποιος ξέρει τι χιλιάδες χρόνια
διαφέντευαν οι δράκοι σπηλιές,
νερά και μονοπάτια.
Και γίναν τα στοιχειά των τόπων,
και δέθηκαν μαζί τους δράματα και θρύλοι
και γίνηκαν τα σύμβολα της προστασίας
τα πανίσχυρα,
τα αξεπέραστα,
φόβος και τρόμος κάθε καταπατητή,
τ’ απόλυτο σημάδι της κυριαρχίας.

Ο δράκος είν’ ακοίμητος φρουρός.
Και διαφεντεύει τη σπηλιά,
το μονοπάτι και τη βρύση.
Κάθε αγαθό.

Κανείς να ξεγελάσει δεν μπορεί το δράκο,
που μένει άγρυπνος και διαφεντεύει τ’ αγαθά,
που ‘ναι δικά του.

Το να ‘χεις, δε φελά.
Αν δεν μπορείς να κάνεις πέρα τον επίβουλο.
Αν ο σφετεριστής δεν τρέμει τον ανασασμό
του δράκου,
αδίσταχτα θα προχωρήσει,
και θ’ αρπάξει τα ιερά και τ’ αγαθά σου.

Ο δράκος ήταν σύμβολο της φύλαξης,
στοιχειό που έσωζε το έχει του,
ανήμερο κι ακοίμητο κι αξεγέλαστο.
Κι είχε δικά του, χρόνια χιλιάδες,
σπηλιές, ποτάμια και μονοπάτια.

Δίδαξε τον άνθρωπο το χρέος της φύλαξης,
τη σημασία και την τέχνη της.
Έγινε σύμβολο της προστασίας κάθε αγαθού.

Το να ‘χεις δε φελά,
αν δεν μπορείς να κρατήσεις το έχει σου.
Άρπαγες θα ‘ρθουν.
Ό,τι δε φυλάγεται, τελέσφορα, χάνεται.
Το να ‘χεις μόνο δε φελά.
Το κράτημα κάνει το έχει σου δικό σου.
Ο Δράκος διδάσκει την ουσία και την τέχνη της φύλαξης.

Ιανός
Το κάθε βήμα μπρος
και πίσω δεν υπάρχει.
Στήθια μονάχα.
Νώτα ανύπαρχτα.
Επίβουλος δεν θα περάσει
παρά μονάχα σα σταθεί
μπροστά μου,
δώσει τη μάχη,
και ρίξω κάτω την ασπίδα
και γονατίσω απ’ τα χτυπήματά του.
Η πλάτη είν’ ανύπαρχτη
και δολοφονικό μαχαίρι δεν μ’ αγγίζει.
Αν ηττηθώ,
αντρίκειος στάθηκε ο οχτρός
και ο χαμός
είναι το λύτρο τ’ αναπόφευκτο,
η πληρωμή της ανημπόριας,
του δυνατότερου το τίμημα.

Αν δώσω μάχη,
θα νικήσω ή θα χαθώ,
μα δεν θ’ αφήσω πλάτη στον επίβουλο,
στον δολερό εχθρό.
Είμ’ Ιανός.
Το μέτωπο κι ο θώρακας
είναι εμπρός.
Δεν έχω πίσω.
Δεν έχω πλάτη.
Είμαι μονάχα μπρος.

Κι’ αν θα νικήσω ή αν θα χαθώ,
θα κρίνει του σπαθιού μου η κοψιά,
το σβέλτο χέρι,
η ακοίμητη ματιά,
η φλόγα της καρδιάς κι η αξιοσύνη.
Δεν έχω πλάτη.
Μονάχα μπρος.
Αν θα νικήσω ή θα χαθώ,
θα ‘ναι το τίμημα της πάλης της δίκαιας.

Δεν έχω πλάτη αφημένη
στον δόλιο εχθρό.
Χαμένος, είτε νικητής,
θα είμ’ ο Ιανός.

Ραβδί και Φλασκί
Ένα ραβδί κι’ ένα φλασκί νερό
για την πορεία,
τα υλικά εφόδια του σοφού είναι τα μόνα.
Μ’ αυτά θα κινηθεί μέσα στη χώρα,
να νουθετήσει, να φιλιώσει,
να διδάξει, να θεραπεύσει,
ν’ ανεβάσει το φρόνημα.

Περιπλανώμενος ο σοφός
μ’ ένα ραβδί
κι’ ένα φλασκί νερό για την πορεία,
θα κινηθεί μέσα στη χώρα.

Όπου η αμορφωσιά,
πείνα κι αρρώστια,
και ταραχή και μίση
και πόλεμοι και πάθη,
‘κεί είν’ ο χώρος του.
‘κεί θα διδάξει.

Στον τόπο που ‘χει ανάγκη
γρήγορα θα φτάσει,
μ’ ένα ραβδί
κι’ ένα φλασκί νερό για την πορεία.

Του σοφού τα εφόδια τα υλικά,
αυτά είναι τα μόνα.

Η φώτιση της αγάπης
είναι τ’ αληθινό το όπλο.
Ένα ραβδί κι’ ένα φλασκί νερό
για την πορεία,
τα υλικά εφόδια του σοφού είναι τα μόνα.

Της καρδιάς το μίλημα
είν’ η αλήθεια,
η σοφία η λευκή,
ο πλούτος, η δύναμη,
η τιμή, η δόξα..

Η προσκύνηση των ζωντανών,
και η μνήμη των επερχόμενων γενεών,
των μεγάλων ψυχών η χάρη,
των φωτισμένων το πνεύμα.

 

Τι αντιπροσωπεύουν οι Σκυρίτες
Οι Σκυρίτες ανεβαίνουν στο Φεστιβάλ Σκύρου από το 1993 κάθε χρόνο, συνέχεια, χωρίς να κουράζουν.
Το Φεστιβάλ ξεκινά και κλείνει μ’ αυτούς.
Και έρχονται άτομα απ όλη την Ελλάδα να τους ακούσουν, πάλι και πάλι.
Νοιώθεις πως φουσκώνουν τα στήθια τους και γεμίζουνε περηφάνια κι ανάταση.
Τούτο το αίσθημα είναι ολοφάνερο και τ’ ομολογούνε κι οι ίδιοι αυθόρμητα.
Το αίσθημα αυτό για τους Σκυριανούς είναι φυσικό.
Μα συμβαίνει και μ όλους τους άλλους.
Γιατί διαφαίνεται πως γόνοι της γενιάς αυτής της ξαπλωμένης, όπου Γης Ελλήνισας, είναι και πρόγονοι δικοί τους.
Απλά στη Σκύρο είναι η ρίζα.
Μα τα κλαδιά της βαλανιδιάς της αμάραντης είναι παντού κι αυτοί αποτελούνε τα βαλάνια και φύλα της.

Πού βρίσκεται η ξέχωρη γοητεία του έργου που αναμφίβολα υπάρχει;
Και τί είναι το έργο αυτό;
Μια Γενολογία ηρώων και Βασιλειάδων δυνατών της αρχαίας Ελλάδας.
Που ‘χουν κοινό πρωτογεννήτορα τον αρχαιότερο γνωστό Μάντη των Ελλήνων, το Μάντη Σκύρο τον Δωδωναίο τον θρυλικό.
Και μια εστία αρχική, τη Σκύρο.
Από κεί κρατούνε οι ρίζες τους.
Κι απ το αρχέγονο Παμέγιστο και Ιερότατο Κέντρο των Πανελλήνων της Γαίας Θέμιδας Σκυρίας, μητέρας των θνητών και των Αθάνατων π ανάμεσά στα παιδιά της είναι κι οι Μοίρες, κι ακόμα η Ευνομία, η Δίκη και η Ειρήνη.
Ύψιστα πανανθρώπινα σύμβολα και λυτρωτικές οντότητες.
Κι είναι η Θέμιδα, η Σκυριανή, απ το ιερό της οποίας διδάχτηκε παντού στη Γη το θεμιτό και το αθέμιτο στους ανθρώπους.
Και το Ιερό της τούτο, πάνω στον ομώνυμο μέχρι τα σήμερα όμορφο λόφο που νίβουνε τις ρίζες του τα ήρεμα νερά του Σκυριανού Κηφισού, ήταν το δικαιοδοτικό παλάτι που σκόρπιζε ευνομία, δικαιοσύνη και ειρήνη στους ανθρώπους του Χρυσού Γένους.
Πριν τ’ ασημένιο.
Πολύ πριν απ το χαλκό.
Πολύ μπροστότερα από το σιδερένιο.

Σε κείνο το πνεύμα γίνεται επίκληση να ξαναρθεί στη Γη και στους ανθρώπους,
να ξαναγεννηθούμε πάλι.
Σα Φοίνικας
Σαν Άνοιξη
Σα Φίδι.

Σ’ αυτό το κάλεσμα που κλείνει την τριλογία, σκιρτούνε οι ψυχές που θεώνται το έργο.
Και τραγουδούνε μαζί με τους τελετουργούς αυτά τα λόγια.
Κι η ψυχή τους φουντώνει και παίρνει δύναμη και μεγαλώνει η ανάσα.
….
Οι Σκυρίτες μιλούνε για μια γενιά ηρώων και βασιλιάδων δυνατών της αρχαίας Ελλάδας.
Που ‘χε ξαπλώσει τα κλαδιά της, όπου Γης Ελλήνισας.
Κρατώντας απ’ τον Μάντη Σκύρο, το Δωδωναίο τον Θρυλικό.
Τώρα θα στείλουμε
μαντατοφόρους με πανιά στο νου
φτερά στα πόδια
να σηκώσουν απ τον μαρμαρωμένο ύπνο τους
τους μαχητές ιεροφάντες
μπροστάρηδες να μπουν τ’ αγώνα
με το σπαθί και τη σοφία την άγια
σπέρνοντας θείο πνέμα.

Οι Σκυρίτες ξυπνούν συνειδήσεις χαμένες
μες το σούρουπο και την ανεμοζάλη
των χαλεπών καιρών
πουν του γκρεμού και του χαμού
το τελευταίο σκαλοπάτι.

Πρόκειται για ένα εγερτήριο σάλπισμα στηριγμένο στις μνήμες της Φυλής, κείνες που θεμελιώσανε οι Σκυρίτες μεγάλοι Ταγοί.
Το ξαναζωντάνεμα του θρύλου τους σημαίνει, αυτόματα, και ζωντάνεμα του φρονήματος των Ελλήνων της δικιάς μας γενιάς.
Χωρίς μνήμη και ρίζες πάμε χαμένοι.
Κι οι Σκυρίτες σηκώνουν το φρόνημα του λαού μας.

Έχουν φτερά αυτοί αετού μεγάλα
και δυνατά τα κράνυχά τους.
Βλέπει μακριά κι αλάθευτα η ματιά τους.

Είναι, λοιπόν, ένα ζωντανό κάλεσμα στα πνεύματα ηρωικών προγονικών Ταγών να σηκωθούν απ’ τον μαρμαρωμένο ύπνο τους και να μπουν μπροστάρηδες τ’ αγώνα για την αφύπνιση της Φυλής μας.

Οι Σκυρίτες ευαγγελίζονται μια νέα μέρα και την αναγέννησή μας.

Νέα Γενιά αρχίζει.
Τα χιόνια λιώσαν.
Τ’ αστέρια σβήσαν.
Η αυγή γλυκοχαράζει.

Μια Νέα Μέρα,
Χιλιόχρονα Μεγάλη, φυτρώνει.

Ώρα να ξαναγεννηθούμε πάλι.
Σα Φοίνικας,
σαν Άνοιξη,
σα Φίδι.

Κι αυτό θα γίνει γιατί είναι Χρησμός κι

Οι Σίβυλλες ειν’ αψεγάδιαστες
Δεν πιάστηκαν ποτέ πλάνες ή ψεύτρες.

Σκυρίτες

Τελετουργικό Τριλογικό Δρώμενο
Λόγος Πρώτος

Σιβυλλικά

Στη Σκύρο,
οπού χει τα λημέρια της
η αγαπημένη του Ολύμπιου Δία,
η Θέτις,
είναι χρησμός,
ότι θα βγει από τη θεία συνουσία
η δύναμη της Γης.

Κι αν σπερμογέννα θεοτόκος γέννα
δεν θα γίνει,
όμως σπορά του Ολύμπιου Ταγού,
με θείο πνέμα κυοφορήθει
στα χώματα και τα νερά της Σκύρου,
που η Θέτις αγαπά να μένει απόκρυφα
και να πλανιέται.
Κανείς χρησμός δεν μένει άπραγος.
Προσμένετ’ η στιγμή πού ναι ταγμένη
να βγει μεσούρανα, να γίνει πράξη.
Και τώρα, να, χιλιάδες τρεις χρόνια περάσαν,
κι απ’ τη Γη και τα νερά που η Θέτις διαφεντεύει,
ο Μέγας ο Χρησμός αναδεύτει.
Το Ολύμπιο πνέμα,
μες τους αιώνες κυοφορίας,
γεννιέται πάλι.
Στη Σκύρο, την απόμακρη,
του Αρχιπέλαγου του Ελληνικού αφαλός,
ποτέ δε σβήστει η Ολύμπια Δάδα.
Και να την τώρα,
που απ τα σπλάχνα τα Γήινα
και τα βαθιά νερά της,
μένει στο φως.
Δάδες θ ανάψουνε χιλιάδες
απ του Χρησμού τη Φλόγα
και θα σκορπίσει η Θεία Γνώση,
στα τέσσερα σημεία των καιρών.
Στην Όστρια, την Τραμουντάνα,
Λεβάντε και Πονέντε.

Οι Σίβυλλες είν’ αψεγάδιαστες
Δεν πιάστηκαν ποτέ πλάνες ή ψεύτρες.

Λόγος Δεύτερος

Το γένος των Σκυριτών

Η Γαία Θέμιδα,
των θνητών και των Αθάνατων η μάννα,
δω έχει το Ιερό της το Μεγάλο, τ’ Αρχέγονο,
που ‘θρεψε το κορμί του Πανέλληνου Δέντρου
με τα χιλιόχρονα κλαδιά τα τιμημένα
τα ξαπλωμένα όπου γης Ελλήνισσας,
κρατώντας από τον Μάντη Σκύρο, τον Μέγα.

Κείνον πού έσπειρε γενιές ηρώων
και Βασιλιάδων δυνατών,
προικιό του Γένους των Ελλήνων
κι’ άξιο κλήρο…

Ας γίνει αρχή της ιστορίας τούτης
ο Αιγέας,
του Σκύριου ο γυιός,
δισέγγονος του Μάντη Σκύρου,
της Αττικής ο βασιλιάς,
που ‘δωσε τ’ όνομά του στ’ Αρχιπέλαγός μας,
τη Θαλασσόμητρα του Γένους των Ελλήνων,
πατέρας του γενάρχη των Μήδων
και του Θησέα,
τ’ Εξαγνιστή,
του Πολεμάρχου,
του Νικητή κάθε ενάντιας στο φως δύναμης,
σαν του Μινώταυρου
και μαύρων Λαβυρίνθιων παλατιών καταλύτης.

Κλαδιά του ο Μελάνιππος,
κι’ ο Ίωξος,
των Ιωξιδών Γενάρχης της Καρίας,
κι’ ο Οινοπέας, ο Βασιλιάς της Χίου,
κι ο Στάφυλος, ο βασιλιάς της Σκόπελου,
κι ‘ο αγνός Ιππόλυτος, ο αστερισμός του Ηνιόχου,
που τιμημένα βασιλεύει στα Ουράνια.

Κι’ ο Δημοφώντας κι’ ο Ακάμας,
Πολέμαρχοι στην Τροία,
φρουρά του ξύλινου άλογου,
κι’ ύστερα βασιλιάδες της Αθήνας,
στο πόδι του πατέρα τους Θησέα.

Κι’ η Ιφιγένεια, κόρη δικιά του – για όσους ‘ξέραν –
απ’ του Άργους τους σοφούς,
την αλήθεια.

Για τρεις γενιές,
γόνοι δικοί του κυβερνούσαν βασιλιάδες
την Αθήνα
Ο Αρείδας
Ο Θυμοίτης
κι ο Οξύντης.

Ως που ‘ρθε της βασιλικιάς σεριάς του Αιγέα,
το τέλος.

Κι άλλο κλαδί, απ το κορμί του Μάντη Σκύρου
ξεπετάχτει.

Του Σκύρου, πού ηγεμόνεψε στη Σαλαμίνα
κι έδωσε τ’ όνομά του στο νησί
πού λέγονταν Σκυράδα.

Toύτου εγγονός, από την κόρη του,
ήρθε ο Μενέσθης,
μελλούμενη βορά στο Μινώταυρο,
που ‘σωσε ο Θησέας.

Κι’ απ’ τη γενιά του ακόμα κρατούσανε,
ο Ναυσίθοος, ο ταχύπλοος κυβερνήτης
κι’ ο γυιός του Φαίακας,
που κάνανε την κοινωνία των Φαιάκων τη θρυλικιά,
στη μακρινή Σκερία,
κι’ είχαν λουλούδι μοσχομύριστο
τη Ναυσικά.
Κείνη π’ αγάπησε αγνά τον Οδυσσέα,
η κόρη του Αλκίνοου και της Αρήτης.

Τρίτο κλαδί,
γεμάτο δύναμη κι’ αυτό
και ζόρι,
Νταϊστικό,
απ’ τον Σκύρωνα τον Μεγαρέα πολέμαρχο ορθώθει,
σκληρά καρύδια κάνοντας η κόρη του Ενδηίδα,
τον Τελαμώνα που βασίλεψε στη Σαλαμίνα
και τον Πηλέα στη Φθία.

Ο Αίαντας κι ο Τεύκρος,
οι Τελαμώνιοι γιοι,
δοξάσανε τους Δαναούς στην Τροία.

Κι’ απ’ τη γενιά τ’ αλάθευτου του τοξευτή
του Τεύκρου τη φύτρα,
κρατούνε οι βασιλιάδες της Κύπριας Σαλαμίνας,
ο Ευαγόρας κι’ όλοι οι άλλοι,
οι πιο μπροστά κι’ οι ύστεροι.

Κι είν’ απ’ του Πηλέα τον σπόρο
π’ άλλο κλαδί φουντώθει.
Ο Αχιλλέας, ο Μέγιστος,
των Δαναών ηρώων το καμάρι,
ο φόβος κι’ ο τρόμος της λάγνας Τροίας.

Κι’ ο γιος του
ο Νεοπτόλεμος, ο Πύρρος,
που Πάτησε Πρώτος τα τείχια της Άνομης Πόλης,
για να ξεπλύνει την ντροπή των Πανέλληνων.

Άλλα Κλαδιά τούτος ξεπέταξε Μεγάλα,
για να θεριέψουν το Δεντρί του Μάντη Σκύρου,
προγόνου Πατριάρχη στων Σκυριτών το Γένος.

Τον Μολοσσό, τον Βασιλιά της Μολοσσίας,
τον Πέργαμο, τον Ιδρυτή της πανωραίας πολιτείας
της Πέργαμου, διαμάντι της Ασίας,
και τον Πελία,
απ’ όπου κρατάει το Χιλιόχρονο Δεντρί
των Βασιλιάδων της Ηπείρου.

Μέσα σ αυτούς,
ο Άδμητος, ο Θαρύπας, ο Αλκέτας,
ο Αρύβας, ο Αιακίδης, ο Έλενος,
οι Αλέξαντροι, οι Νεοπτόλεμοι και Πύρροι.

Και κόρες δυνατές και σκληροτράχηλες.
Η Δηιδάμεια, η Τρωάδα, η Κλεοπάτρα
κι’ η Ολυμπιάδα η Ιεροφάντισσα,
του Μέγα Αλέξαντρου του Μακεδόνα η Μάννα.
Αυτού πού Νίκησε τη Γη,
και τράβηξε με την Ελληνική σκυτάλη, πέρα ως πέρα,
στα βάθια της Ανατολής.

Κι’ ο Πύρρος, ο ξάδερφός του,
ο Στρατηλάτης ο Μέγας,
Κατακτητής της Δύσης,
που ‘τρεμε τ’ όνομα του η Ρώμη.

Να τι κλαδιά φυτρώσαν,
απ’ το κορμί του Μάντη Σκύρου,
που ‘χει τις ρίζες του εδώ,
στον αφαλό του Αρχιπέλαγου του Ελληνικού
τη Σκυριανή τη Γη.

Λόγος Τρίτος

Θέμις Σκυρία
Ώρα να ξαναγεννηθούμε πάλι

Να το Σημείο των Καιρών.

Ακούστει πάλι η Φωνή της Γης μας.
Η Θέμιδα η Σκυριανή ταράχτει.

Οι φυλλωσιές και τα κλαδιά της Δρύς,
που μες τα σπλάχνα της είν’ ριζωμένη,
σειστήκαν.
Το κάθε φύλλο και βαλάνι,
του δέντρου του αθάνατου,
π’ απλώνει τα κλαδιά του στου Ελληνισμού τη Γη,
πέρα ως πέρα,
το χαίρε στέλνουν,
μήνυμα αναστάσιμο του Γένους.

ΟΙ μνήμες ορθωθήκαν.
Τα πνέματα ηρωικών προγονικών Ταγών,
σηκώνουνε φωνή
για να στυλώσουνε ψυχές και συνειδήσεις κοιμισμένες,
χαμένες μες το σούρουπο και την ανεμοζάλη
των χαλεπών καιρών,
πουν’ του γκρεμού και του χαμού το τελευταίο σκαλοπάτι.

Λιώνουν τα χιόνια.
Τ’ αστέρια σβήνουν
κι η Αυγή, γλυκοχαράζει…

Η Θέμιδα η Σκυριανή, θ’ ανέβει στ’ άρμα,
όπου το σέρνουνε οι φτερωτοί της Δράκοι…
Καλά ξέρει αυτή να κυβερνάει τα γκέμια.

Σ’ ολόκληρη τη Γη, γύρο θα κάνει.
Ξανά πετώντας.

Κι’ ο Δημοφώντας, ο Τριπτόλεμος,
δικό της εγγόνι,
θα ‘ναι σιμά της.
Να ξαναμάθει το αλέτρισμα της χέρσας Γης
που απ’ τ’ ανθρώπινο το γένος ξεχάστει.
Θα δείξει, μια φορά, ακόμα, τη σπορά,
το θερισμό, τ’ αλώνι…
Να σταματήσουνε να θρέφονται με τις δικές τους σάρκες
οι θνητοί..
Να ζουν με στάρι πια,
το φαΐ της ειρήνης.

Μαντατοφόρους,
με πανιά στο νου, φτερά στα πόδια,
θα στείλει,
στους Δελφούς
στην Ελευσίνα
στη Δωδώνη
και τη Θεμίσκυρα
το Μέγα Μοναστήρι των Αμαζόνων,
όλα δικά της, από γεννησιμιού Μετόχια.
Νά σηκώσουν, απ τον μαρμαρωμένο ύπνο τους,
τους Μαχητές Ιεροφάντες.
Μπροστάρηδες να μπουν τ’ αγώνα,
με το σπαθί και τη Σοφία την ΄Αγια,
σπέρνοντας Θείο Πνέμα.

Και την Βαλανιδιά την αμάραντη θα σείσει,
το Σκυριανό Δεντρί των Ηρώων,
που ‘χουν γεννήτορα τον Μάντη Σκύρο,
τον Δωδωναίο,
τον Θρυλικό.

Έχουν φτερά αυτοί, αετού μεγάλα,
και δυνατά τα κράνυχά τους.
Βλέπει μακριά κι αλάθευτα η ματιά τους…

Ο Πρώτος Κύκλος κλείστει.
Η Φυλλωσιά η παλιά κουράστει
κι έπεσε.
Τώρα θρέφει τις ρίζες της Δρύς της Αθάνατης,
πού την γέννησαν.
Βλαστάρια ξεπετιόνται νέα.
Γεμάτα Δύναμη.
Άπληστα για Ζωή και Μεγάλους Αγώνες.

Νέα Γενιά αρχίζει.
Τα χιόνια λιώσαν.
Τ’ αστέρια σβήσαν.
Η αυγή γλυκοχαράζει.

Μια Νέα Μέρα,
Χιλιόχρονα Μεγάλη, φυτρώνει.

Ώρα να ξαναγεννηθούμε πάλι.
Σα Φοίνικας,
σαν Άνοιξη,
σα Φίδι.

Αθήνα – Σάββατο 3 Απρίλη 1993

Απ’ τους Αργοναύτες

Αργοναύτες
Στη Φάρα του, καθένας, είναι πρώτος.
Μα όπου σκοπός κοινός
και Ιωλκός,
ένας προστάζει.
Έτσι μονάχα θα παρθεί από το δράκο
το χρυσόμαλλο τομάρι.
Έτσι, θα περαστούν οι Συμπληγάδες.
Έτσι θα φτάσουνε στη μακρινή Κολχίδα
οι Αργοναύτες.
Άμα στο πρόσταγμα του χρέους,
όλα τα μπράτσα τ’ ατσαλένια
γίνουνε ένα.
Ένας μπορεί την κάθε Αργώ
να κουμαντάρει.
Οι άλλοι θα ‘ναι στα κουπιά.
Αλλιώτικα η Αργώ, δεν ξεκινάει.
Και η Κολχίδα, θα σαρκάζει.

Το κάλεσμα του χρέους,
είν’ η τιμή η πιο μεγάλη
και η αρχή είναι και τούτη χρέος.
Τώρα ο Ιάσονας προστάζει
τα πιο τρανά του Γένους παλικάρια.
Τον Άκτωρα το Θεσσαλό και τον Πηλέα,
τον Αμφιάραο, τον Ίδα, τον Ορφέα,
τον Ζήτη και τον Κάλαη,
τα υπόπτερα παιδιά του Βοριά,
τον Κάστωρα και Πολυδεύκη,
τον Τυδέα, τον Ηρακλή και το Θησέα
κι ‘άλλους, πρώτους μέσα στους πρώτους
ταγούς του Γένους.

για να παρθεί απ την Κολχίδα
το ιερό σημάδι του κριαριού,
το δέρας το χρυσόμαλλο,
φτάνει ο Ιάσονας να δίνει πρόσταγμα,
να ‘ναι στην πλώρη
κι ο Τίφυς στο τιμόνι.
Όλοι οι άλλοι στα κουπιά.
Για να περάσει η Αργώ τις Συμπληγάδες,
κι όλοι να ‘χουνε μια ψυχή
και μια καρδιά.
Για να πετύχει ο σκοπός.
Να ‘ρθεί στα Άγια Χώματά μας
το χρυσόμαλλο το δέρας.
Αυτό που θα ενώσει το λαό μας.
Αυτό που θα οδηγάει τις γενιές μας.
Αυτό που θα κρατά ακοίμητη τη φλόγα.
Αυτό που θα θεριεύει την πίστη μας
στην τιμή και στη νίκη.
….
Η Αργώ, θα φτάσει νικηφόρα
στην Κολχίδα.
Ο Δράκος, που φυλάει ακοίμητα
το ιερό σημάδι της Φυλής, το δέρμα το χρυσόμαλλο,
θα ηττηθεί.
Θα ‘ρθεί ξανά στα Άγια χώματά μας
του ιερού κριού το δέρμα
και θα σκορπίσουν δάφνες στο περπάτημά σας παλικάρια οι λαοί,
άμα κρατάνε ενωμένα τα σπαθιά σας, άμα τραβάτε τα κουπιά,
σαν ένα σώμα.
Ένας φτάνει να ‘ναι στην πλώρη.
Κι άλλος ένας στο τιμόνι.
Ο ι άλλοι όλοι στα κουπιά.
Ο Ιάσονας κι ο Τίφυς, ξέρουν να κάνουν τη δουλειά τους.
Καθένας από μας,
ας πάει στο πόστο του Αργοναύτες.
Τότε η Αργώ θα φτάσει στην Κολχίδα.
Τότε ο δράκος θα χαθεί.
Τότε θα πάρουμε το δέρμα το χρυσόμαλλο.
Τότε θα ξεπλυθεί η ντροπή.
Τότε θα γυρίσουμε νικητές και τροπαιούχοι.
Τότε θα μείνει αθάνατη η τιμή.
Τότε θα είμαστε ταγοί.

Αθήνα – Τρίτη 3 Απρίλη 1984

Απ’ τα χορικά του
Αδερφάτου των Δαναών

Αντροπαλέματα σου τάζω
Αλοίμονο στο νιο που δεν πετά
σαν τον αγέρα του Βοριά,
και σκιάζεται τ’ αστροπελέκια,
αντί να χαίρεται και ν’ αμολάει πανιά
μέσα στα κύματα τα γαύρα κι αφρισμένΑ.

Αλοίμονο στο νιο π’ αναζητά απανεμιά
κι ένα καντούνι να ‘χει συντροφιά.

Αλοί και τρις αλοίμονο στον κάθε νιο
πού δεν αντροπαλεύει,
μόνο γλιστράει και σούρνεται σε λασπερά λημέρια,
δίχως το πάθος στην καρδιά
και δίχως λάβα,
μπας και του πουν να κρατηθεί ορθός
και του ζητήσουν να κρατήσει πάλα.

Αλοίμονο στους νιους,
που ‘χουν σβησμένη τη φωτιά στα σωθικά
και σέρνονται χαμόζωα,
δίχως πανιά, δίχως φτερά.

Αλοί στο νιο πού τρέμει το κοντάρι
Ϊαι τ’ αντροπάλεμα.

Πόλεμος είναι η ζωή
κι η ομορφιά αμάχη,
σαν πέρα φεύγεις με φτερά ορθάνοιχτα
απ τα μικρά κι ανούσια καθημερνάτα.

….
Το δυνατό παιχνίδι
Το Μεγάλο ταξίδι
Το Ψηλό Πέταμα
Το Πάλεμα
Ο Θείος Έρως
Η Μέχρι Θάνατο Φιλία
Τ’ Ατσάλωμα του Νου
Το Φτέρωμα του Ίορμιού
Το Μέγα Πήδημα
είναι σκοπός και ευτυχία.

Καβάλα να ‘σαι στ άτι
ή μέσα σ άρμα πολεμόχαρο με σύντροφο ακράνη
πλάι με πλάι,
ορμώντας μπρος στη μάχη.

Είν’ η στιγμή να μάθεις και να νοιώσεις
Είν’ η στιγμή να μάθεις και να νοιώσεις
του Αδερφάτου του δικού μας, των Δαναών, μιλώ,
τη γνώμη και ψυχή.
Για να χτυπάει μες τη μεγάλη την καρδιά του
κι η δικιά σου η καρδιά
κι ο νους σου να ‘ναι ένας
με τα’ Αδερφάτου μας το νου.

Όποιος δε συνταιριάζει το εγώ του
με το μεγάλο του Συντροφιλικιού το Εγώ,
μικρόπρεπος θα μένει και μικρόψυχος.

Όποιος μ ατσαλοδέσιμο δε ζώνει τη ζωή του
με σκοπούς και Μεγάλες Ιδέες,
μικρόκοσμα περνάει στη Γη.
Κι είν’ η ψυχή κι ο νους του χαμοκέλα.
Ούτε Ναός, ούτε και Κάστρο, ουδέ Παλάτι.
Είναι μια χαμοκέλα.

Του Αδερφάτου η Ψυχή είναι μια
Άμα πονάει ο ένας μας,
όλοι μας θα πονούμε.
Κι όταν γιορτής χαρούμενης
γίνεται πανηγύρι,
όλοι μαζί χαιρόμαστε.
Μπαίνουμε στο χορό
και τραγουδάμε αντάμα
αγκαλιαστοί, συντροφικά.

Του Αδερφάτου η Ψυχή είναι μια.
Κι ένας ο Νους
και μια η καρδιά, και μια η γροθιά.

Όλοι μαζί, για τον καθένα,
στην χαρά και στον πόνο.
Για να γλυκαίνει η καρδιά του ενός
πού πάσχει απ’ το φαρμάκι,
παίρνοντας ο καθένας τη μερίδα του.
Και πάλι, τη χαρά να μεγαλώνεις τ’ αδερφού,
σαν χαίρεσαι και συ μαζί του.

Ο πόνος του ένα κομματιάζεται
άμα τον συμπονούνε οι αδερφοί.
και η χαρά φουντώνει,
σαν χαίρονται οι πολλοί.

Του Αδερφάτου μια η καρδιά,
μια η χαρά,
μια η συμφορά,
μια η ψυχή.
….
Κανείς δεν είναι μοναχός κι ας το νομίζει
Σαν τρίζει η Γη,
Πύργος κανείς δε στέκει ορθός.
Κι αν η τιμή των Δαναών δεν κρατηθεί,
μην το νομίζεις,
ότι μονάχα η δικιά σου η τιμή θα κρατηθεί.

Πάνε μονόσουρτη αλυσίδα τα καλά και τα κακά.
Τ’ ανάποδα κι οι ομορφιές.
Σαν τα αμπωτικά και τα παλίρροια νερά της Θάλασσας,
μια μπρος, μια πίσω, όλα μαζί.

Ριπές, ριπές, τα ρέματα.
και τα κακά, και τα καλά.

Καμιά ντροπή, κανένα κρίμα, ή συμφορά του ενός δε μένει πάνω του μονάχα.

Ξάπλωμα είναι το κακό και το καλό.
Και πιάνει χώρες και λαούς κι’ άμετρα πλήθη.
Κι ούτε ξεχνιέται εύκολα, ούτε και σβήνει.
Πέρα πάει και περπατάει πάνω στη Γη και μες το χρόνο.
….

Γι αυτό μη κάθεσαι και μου μιλάς για σπιτικό και για φαμίλια
και λες πώς δεν σε κόφτει σένα τί κάνει ο γείτονας κι ο πάρα πέρα,
μόνο το σπίτι το δικό σου αξίζει και έχεις χρέος να φυλάς.
Λόγια ρηχά, μυαλά τ’ ανέμου.
Σα να μπορεί από μόνη της μια Φάρα, μια Γενιά, μια Στιά,
να μείνει ορθή,
όταν ο κόσμος που ‘ναι γύρω της, χαθεί.

Ανάξιος όποιος…
Ανάξιος όποιος, σάρωμα κοιτάει και μπόρα
να δέρνουνε τον αδερφό
και μένει άπραγος, ανέμελος κι οκνός,
και δε σηκώνεται ορθός,
να δώσει χέρι τρέχοντας
σε ‘κείνον πού χτυπάει η ανάγκη.
Και λέει:
Ας τον να σέρνεται.
Μένα, δεν έζωσε το σπίτι μου φωτιά.
Ο γείτονας χαροπαλεύει.
Τον γείτονα τον δάγκωσ’ η οχιά.

Καλά είμ’ εγώ και τώρα ξεκουράζομαι
κι ύστερα έχω γλέντι.

Ανάξιος, σ’ όποιου τα στήθια δεν βροντά
του Αδερφάτου η καρδιά
κι ούτε στου σύντροφου τον πόνο λαχταρά,
ουδέ και στη χαρά του χαίρεται.
Απομονάδι είναι, ασύντροφος και λύκος.
….
Ενάντια στο πνεύμα της μίζερης γέννας
Μη κάθεσαι και λες κουβέντες
για χωράφια και θρεφτά,
για πρόβατα και βιός,
σα να ‘σαι σαν τον κόσμο τον πολύ
το φοβητσιάρη κι αχαμνό,
που προτιμά να σκύβει το κεφάλι,
που ουδέ τιμή γροικά
ούτε και χρέος.
Μόνο να τρώει,
να πλαγιάζει,
να καματεύει,
να γεννοβολά
κι ούτε που ξέρει
κι ούτε που θέλει
να πετά και να παλεύει.

Μ αυτοί ναι οι πολλοί και αχαμνοί.
Αυτοί ν τα ζωντανά.
Δεν είναι οι μπροστάρηδες κι οι πρώτοι.

Δεν έχουν δύναμη στα φρένα.
Δεν έχουνε πνέμα θεού.
Ούτε νογούν απ αντρειά.
Μίζερης γέννας και σποράς είναι παιδιά.

Μη λες που οχτρεύεσαι τα αίματα και τα σπαθιά
Μη λες που οχτρεύεσαι τα αίματα και τα σπαθιά
και σ απωθούνε οι σκοτωμοί και οι αμάχες
και θέλεις το χουζούρι σου και τη σπιτίσια σου ανεμελιά.
Γιατί όλα αυτά γυρνούν, με μιας,
άμα το φέρνουν οι καιροί και η ανάγκη.
Τότε ειρήνη κι αγκαλιά γυναίκας αγροικάς
κι αίματα χύνεις
και παλεύεις
και σπιτικό και καλοπέραση αψηφάς.
….

Καλά ναι τ’ άγια χώματα να ζευγαρώνεις…
Καλά ναι τ’ άγια χώματα να ζευγαρώνεις
να στρώνεις το σποριά με κριθαρόσταρα
κι ύστερα να θερίζεις, ν’ αλωνίζεις,
ν’ αλέθεις τον καρπό,
τ’ αμπέλια να τρυγάς
και να γεμίζεις με κρασιά πυθάρια.

Όμορφα είναι ν αυγατίζεις τα κοπάδια
και τα γλεντοκοπήματα κι οι ερώτοι
κι η ξεγνοιασιά, πλάι στη στιά,
και το περπάτημα στην Αγορά
κάθε γιορτή και σχόλη.

Όλα καλά, πολύ καλά είν’ αυτά
μα μοναχά σα στέκει το κεφάλι σου αψηλά
κι αντρίκεια, μες στα στήθια σου, χτυπά
η καρδιά
και τα ποδάρια περπατούν περήφανα στη Στράτα.
Αλλιώς, μαύρη η καλοπέραση
κι η αναπαψιά κι η ανεμελιά.

Ανεμελιά κι ανέγνοια θα ‘χεις….
Ανεμελιά κι ανέγνοια θα ‘χεις
σαν όλων μας των αδερφών
του Αδερφάτου των Δαναών, μιλώ,
μένει το κούτελο καθάριο
κι ακέρια η τιμή.

Αλλιώς, θα γνοιάζεσαι και συ μαζί τους,
θα ψυχοσφίγγεσαι και θα πονάς και θα παλεύεις,
όπως οι άλλοι
συντροφικά,
σα να ‘τανε δικιά σου η ντροπή
και της φαμίλιας σου το χτύπημα.

Του ενός ντροπή, όλων ντροπή.
Του ενός τιμή, όλων τιμή.
Το Αδερφάτο των Ελλήνων
είν’ η γροθιά μας η σφιχτή και δυνατή.

Ο καθένας για όλους
Όλοι για τον καθένα
Πάνω απ όλα είναι του Αδερφάτου μας των Δαναών η Τιμή.
Όποιο χέρι σηκώθει πάνω του, θα κοφτεί.
Όποια γλώσσα ρίξει φαρμάκι ενάντια στο Αδερφάτο,
Φάουσα θα τη βρει.
Όποιο ξένο στόμα σαρκάσει, όποιον και να ‘ναι αδερφό,
θα σφραγιστεί για πάντα.
Όποια ματιά κοιτάξει επίβουλα κατά πάνω μας
δεν θα ξαναδεί ποτέ το φως του ήλιου.
Όποιος τολμήσει και σκεφτεί
ενάντια στο Αδερφάτο και τους Σύντροφους,
θα χαθεί.

Του Αδερφάτου μας του Ελληνικού,
αυτός ο νόμος.
Τούτη η δύναμη.
Τούτη η πνοή.
Αυτή η προσταγή.

Ο καθένας για όλους.
Όλοι για τον καθένα.

Ουαί κι αλοίμονο σ’ όποιον τα βάλει με την Φυλή των Δαναών την Ενωμένη και Μεγάλη
Ουαί κι αλοίμονο σ όποιον τα βάλει
με την Φυλή των Δαναών
την Ενωμένη και Μεγάλη.

Ουαί κι αλοίμονο σ όποιον θαρρέψει
γυναίκα Δαναού να κλέψει.

Αλοίμονο σ αυτόν πού θα προσβάλει
μιά τρίχα από Δαναού κεφάλι.

Ο Φταίχτης θα σφαχτεί.
Η Γη του θα καεί.

Ουαί κι αλοίμονο σ όποιον τα ‘βαλε
με το Αδερφάτο των Ελλήνων.

Η Φάρα αλληλέγγυα
Η Φάρα αλληλέγγυα
κι ασπίδα μια για να φυλάει
τον κάθε Δαναό, όπου κι αν λάχει.

Κι ένα κοντάρι, ένα δοξάρι
ένα σπαθί ατσάλινο για να τρυπάει
τον κάθε επίβουλο πού ξεθαρρεύτει
και χτυπάει,
Δαναϊκό μαντρί, παιδί, γυναίκα
και κονάκι.

Το Αδερφάτο μας θα σηκωθεί σα Δράκος,
Φρουρός, Δραγάτης, τιμωρός,
τον ξένο φταίχτη να σπαράξει.

Τιμή
Όμορφο είναι
να έχεις καθαρό το κεφάλι σου
και δοξασμένο τ’ όνομα της Γενιάς,
του σπιτιού και της Ράτσας σου.

Φτερά έχει το φρόνημα και μεγαλώνει η ψυχή σου.

Αλοίμονο στον ντροπιασμένο.
Η ντροπή δε χάνεται ούτε και με το θάνατο ακόμα.

Πάνω απ τη ζήση είν’ η τιμή.

Πάνω απ όλα είν’ η ψυχή και τιμή.
Αυτή ορθώνει το κορμί
και κάνει τα πόδια σου δυνατά και περήφανα
και τραβάς μ ορθωμένο κεφάλι στη Στράτα
κι η καρδιά σου χτυπάει καλά.

Μοναχά σαν έχεις την τιμή σου ορθή,
αξίζουν ο έρωτας, συντροφιές, φίλοι,
γλέντι, κρασί,
χαρές, πανηγύρια.

Αλλιώτικα χτυπούν οι φλέβες
κι η ματιά σου κοιτάζει
και ο νους συλλογιέται
κι ευφραίνεται, με καθάρια τη σκέψη,
με καθάριο τον κόσμο σιμά σου.

Δίχως τιμή, η δόλια σκέψη
φαρμακώνει το είναι σου.
Στοχασμοί χθαμαλοί σ αυλακώνουν
και γίνεσαι φίδι και σέρνεσαι.
Μια ζωή με ντροπή,
βαραίνει σα θάνατος πάνω σου.

Η ζωή είν’ αγώνας.
Κι η τιμή ευτυχία.

Χωρίς την τιμή,
δεν κοιτάζεις τον άλλον
στα μάτια ορθά,
δεν βαδίζεις στα ίσα.

Μοναχά άμα ζεις με τιμή
έχει χάρη η ζωή
και κρατιόνται ψηλά το κεφάλι
και ορθό το κορμί.

Πάνω απ τη ζωή, στέκει η τιμή και το δίκαιο.

Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι χάρη θα ‘ναι
Ο Μέγας Δίας, είναι Ξένιος.
Φυλάει και βοηθάει τους ξένους.
Και ξένιος ο καθένας μας να ‘ναι, προστάζει.
Μα αν έχεις χρέος στο Θεό, φαΐ και σκέπασμα να δίνεις στον ξένο που σου το ζητά, ποιό χρέος έχει άπειρα μεγαλύτερο, ετούτος, να μην απλώσει ούτε χέρι, ούτε μάτι, ούτ’ αυτιά, κάτι ν αρπάξει στο φιλόξενο το σπίτι.
Ούτε ποτέ να πει κακό, ούτε και να σκεφτεί, ούτε να κάνει.
Μόνο θα περιμένει τη στιγμή ν αντιγυρίσει το καλό που του ‘γινε.
Και πάλι χρεωμένος θα ‘ναι αυτός και η γενιά του, για το φιλόξενο και τη δικιά του τη Γενιά.
Το χρέος θα περνά απ το παιδί στα εγγόνια, όσο κρατάει η μνήμη της φαμίλιας.

Σοφά διδάξαν οι θεοί, κι όλοι το ξέρουν.
Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι χάρη θα ‘ναι.

Την ώρα τ% αγώνα

΄ην ώρα τ’ αγώνα
Όλοι οι άντρες στα όπλα.

Η ζωή είν’ παιχνίδι.
Η ζωή είν’ μεθύσι.

Τώρα είναι η ώρα γι αγώνα.
Μη κοιτάζει κανείς τώρα πια
σπαρτά και καλύβι.

Η δύναμη είναι στην ένωση και τ’ Αδερφάτο ενώνει
Από μικρά παιδιά το ξέρουμε
τι πάει να πει αλληλεγγύη, συντροφιά κι αντάμα.
Και πώς βοηθά τον ένανε ο άλλος
για ν’ ανεβούνε στο βουνό πιο εύκολα κι οι δυο.
Και πώς τα χέρια νίβονται ανάμεσά τους
κι ύστερα πως μαζί τα δυο νίβουν το πρόσωπο.
Να η πνοή κι η δύναμη και τ’ Αδερφάτου μας η μαστοριά.

Όταν χτυπιέται το ‘να δάχτυλο
ολάκερο το χέρι μας πονά.

Ουαί κι αλοίμονο σ όποιον θαρρέψει και μας δει σα μονοδάχτυλο, όποιου κι αν είναι από μας.
Πίσω απ τα πέντε μονοδάχτυλά μας
είν’ η γροθιά.

Η δύναμη είναι στην ένωση
και τ’ Αδερφάτο ενώνει.

Άλλη μια τραβηξιά κλωστής απ’ το τσουράπι
και θα ξηλωθεί.

Είμαστε μια γροθιά.
Κανένα δάχτυλο απ’ το χέρι μας
δεν φεύγει μακριά.
Το ‘να, δίπλα στ άλλο.
Κι όλα δεμένα κι ενωμένα
και σφιχτά.

Το Αδερφάτο των Ελλήνων
ούτε κοιμάται, ούτε φοβάται
ούτε ξεχνά.

Αλληλέγγυα στάση
Ουαί, σ όποιον τα βάλει
με την Φυλή των Δαναών
την Ενωμένη και Μεγάλη.

Ουαί κι αλοίμονο σ όποιον θαρρέψει
γυναίκα Δαναού να κλέψει.

Αλοίμονο σ αυτόν πού θα προσβάλει
μια τρίχα από Δαναού κεφάλι.

Ο Φταίχτης θα σφαχτεί.
Η Γη του θα καεί.

Ουαί κι αλοίμονο σ όποιον τα ‘βαλε
με το Αδερφάτο των Ελλήνων.

Οι ενάντιες οντότητες
Άπειρο το κακό και το καλό σαν τον αγέρα.
Πλανιόνται και τα δυο παντού.
Φωλιάζουνε, εδώ και πέρα.
Σαν την βροχή, σαν τον αγέρα.
Και στα κουφάρια τα ανθρώπινα, τα ζωντανά,
στη Γη, στη Θάλασσα,
στον Ουρανό,
κάτω και πάνω.
Οι οντότητες οι δύο οι ενάντιες.
Η μια καλή. Η άλλη μαύρη.
Είν’ οι δυνάμεις οι ενάντιες.
Κι αυτές φωλιάζουν στα κορμιά τ’ ανθρώπινα.
Και μιλούνε με τ’ ανθρώπινο στόμα, δουλεύουνε με το μυαλό τ’ ανθρώπου με τα χέρια και τα πόδια.

Είν’ το καλό και το κακό, που κουβαλάει ο καθένας, κι αυτό ζυγιάζει μοναχά.
Άσε το κουφάρι.
Δεν είναι τίποτα αυτό. Όργανο είναι άβουλο της κάθε οντότητας ή δύναμης που κυβερνούν το σύμπαν.
Ένα σακί γεμάτο.
Ποιος νοιάζεται για το σακούλι;
Αυτό που έχει μέσα του λογαριάζεται.

Δεν είναι το κουφάρι που ζυγιάζει.
Είν’ οι αξίες, οι οντότητες που μέσα μας περνούν.
Σαν σφάξεις έναν άδικο, σκοτώνεις το κακό που κουβαλάει εντός του.

Αν θα σκοτώσεις άδικο άνθρωπο, σκοτώνεις το κακό που κουβαλάει εντός του, και καλά καμομένη η πράξη σου.
Αν πειράξεις τον δίκαιο, το δίκαιο πνέμα χτύπησες.
Κι είσαι στη στρατιά των αδίκων.

Δεν έχει το κουφάρι σημασία καμιά, αλλά τι κουβαλάει εντός του, σαν το κάθε σακούλι.

Γι αυτό, μη σκιάζεσαι να χύσης το αίμα τ’ άδικο.
Δικαιοδότης θα ‘σαι και λυτρωτής κι όχι φονιάς, κακούργος.


Συ μου ‘δειξες τώρα να βλέπω, πέρα απ τα κορμιά και τη σάρκα.
Είν’ οι οντότητες που ζυγιάζουν.
Η σάρκα μας είναι γεφύρι των δυνάμεων που κυβερνούν τον κόσμο, να φανερώνονται και τίποτ’ άλλο.

Χαροπαλέματα
Είν όμορφος να ‘ρθεί ο θάνατος
πάνω στη νιότη και στη μάχη.

Τρομερός είν’ ο Χάρος,
σα σε βρει στο κρεβάτι.
Σα θηλιά πού σε πνίγει
σα σκιά πού σε σβήνει
με τα μαύρα του χέρια
μ αγωνία μεγάλη,
να προσμένεις να ‘ρθεί να σε πάρει,
από ώρα σε ώρα.

Με κορμί χωρίς δύναμη
την ψυχή σου σακάτα
κυλισμένος στο στρώμα.

Τρομερός είν’ ο Χάρος
σα σε βρει γερασμένο
και πεσμένο στο στρώμα.

Ομορφιά της ζωής, είν’ να φύγεις
ορθός, μες τη μάχη,
με κοντάρι στο χέρι,
με σπαθί,
με τρομπέτα,
καβαλάρης σε άγριο άτι,
οδηγώντας το γρήγορο άρμα
και παλεύοντας, σώμα με σώμα,
μ’ άλλον νιο, ζηλωτή του θανάτου
αντρειωμένο σα σένα.

Είν’ όμορφη η ζωή σαν πεθάνεις
καβάλα σε άτι.

Ο χειρότερος φονιάς, είν’ ο χρόνος.

Απ’ τους Δαΐφρονες

Δαΐφρονες
Οι Δαΐφρονες, εκφράζουν το Νταϊστικό φρόνημα των Ελλήνων που πολέμησαν κατά των Περσών του Δαρείου και Ξέρξη.
Η σύγκρουση έγινε με στρατούς, φυσικά.
Αλλά, ξεχώρισαν ορισμένοι πολεμιστές που γίνηκαν τα σύμβολα της αντίστασης των Ελλήνων εναντίον του Πέρση.
Οι περιπτώσεις των ηρώων αυτών, αντιπροσωπεύουν το φρόνημα και τη Νταϊστική παράδοση και ιδεολογία των αρχαίων Ελλήνων και θα ‘λεγα των Ελλήνων πιο γενικά, η ακόμα αν θέλετε των λαών όλης της Γης, που έχουνε διδαχτεί το Νταϊσμό απ τους παναρχαίους προγόνους μας.
Ένας ήρωας, στις περιπτώσεις αυτές, συγκρούεται με μιλιούνια εχθρούς και σώζει αυτός την κατάσταση.
Συνήθως σκοτώνεται πάνω στη μάχη, όπως εδώ, ο Λεωνίδας με τους τρακόσους του, οι Θεσπιείς, ο Μεγιστίας ο Μάντης, κι ο Αμαφάρατος.
Ο Αμεινίας, όμως, ο ήρωας της Σαλαμίνας σώθηκε, νομίζω.
Οι Δαΐφρονές μου, που είναι πρόσωπα ιστορικά, παλεύουν ενάντια στα λεφούσια του Μεγάλου Βασιλιά της Ασίας, σα να ‘ναι ο πόλεμος μεταξύ όλων αυτών μαζί απ τη μια μεριά, και του καθένα τους χωριστά απ την άλλη.
Στις περιπτώσεις μας αυτό βγαίνει περίπου, μια και τα άτομα που αναφέρω, σαφώς ξεχώρισαν και τράβηξαν μπροστά χωρίς να βλέπουνε πίσω τους, αν τους ακολουθούνε οι άλλοι.
Στους Δαΐφρονές μου, δεν υπάρχει η πάλη των λίγων με τους πολλούς, αλλά του ένα με όλους.
Πρόκειται για ατομικές περιπτώσεις, κι όχι για δράση ομάδων, αν και στις Θερμοπύλες έχουμε και την οντότητα της ομάδας των Δαϊφρόνων.
Η ιστορία ξετυλίγεται κανονικά.
Με τον ερχομό του Ξέρξη στην Ελλάδα και τις μεγάλες συγκρούσεις που ακολούθησαν μεταξύ των άπειρων στρατευμάτων του και των λιγάριθμων πάντοτε Ελληνικών Δυνάμεων, στις Θερμοπύλες, τη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές, που κατάληξαν στην τελική νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών.
Αυτό που θέλω να δώσω, είναι η σύγκρουση του ενός με τα αμέτρητα πλήθη των αντιπάλων. Γιατί, αυτό το στοιχείο αποτελεί το Νταϊστικό φαινόμενο.
Δεν πρόκειται για απλό ηρωισμό η μια συνηθισμένη ηρωική πράξη.
Ο Νταϊσμός, είναι ακόμα, κάτι πολύ πάρα πάνω.
Ένας ηρωισμός στον υπερθετικό και μάλιστα στον υπερβολικό βαθμό, όπου δεν υπάρχουνε όρια και το μέτρο δεν παίζει κανένα πια ρόλο.
Αυτό το υπερβολικό, το εξωσυμβατικό και υπερανθρώπινο, το υπερ-ηρωικό, που επιδιώκει και τελικά πετυχαίνει το φαινομενικά ακατόρθωτο, είναι το γνώρισμα των Δαϊφρόνων.
Οι Δαΐφρονες κινούνται έξω απ τα κοινά ανθρώπινα μέτρα και αντιπροσωπεύουν την πίστη μου σ’ αυτό το υπερανθρώπινο ιδεώδες, που είναι το μόνο άξιο να τιμάς, ν αγαπάς και να σέβεσαι.
Γιατί οι Δαΐφρονες αγωνίζονται, πάντοτε, για το καλό και το σωσμό του συνάνθρωπου, του αδύναμου, για την ανθρωπιά και το δίκαιο, χτυπώντας κάθε μορφή σκληρότητας, αδικίας και βάναυσης εξουσίας.
Τίμημα της υπέρτατης τούτης συνείδησης είναι, συνήθως, ο θάνατός τους ο ένδοξος.
Μα γι αυτούς, η πιο μεγάλη στιγμή της ζωής, είναι η ωραία θανή πάνω στη μάχη.
Οι Δαΐφρονες είναι οι πολεμιστές, υπέρ των Αγίων σκοπών.
Και η ομορφιά του ανθρώπινου γένους.
Όλοι οι άλλοι, αλήθεια, τι όμορφο και άξιο έχουν ή είναι;
Γι αυτό οι ήρωές μου, προορίζονται να διδάξουν στα πλήθη το Δάϊον φρόνημα και την κατεύθυνση της ζωής στα μεγάλα.

Το έργο είναι τελετουργία.
Θα παιχτεί σα Δρώμενο κι αυτό.
Με το κάλεσμα του ταλάντου, που αποτελεί το μουσικό σχήμα του Θιάσου των Σκυριτών.

Αθήνα – Μεγάλο Σάββατο, 26 Απρίλη 1997

Ηρωϊσμός και Δάϊον πνεύμα ή Νταϊλίκι
Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στον Ηρωισμό και το Νταϊλίκι, το Δάϊον πνεύμα η φρόνημα, όπως το ονομάζει ο Όμηρος.
Το Νταϊλίκι δεν γίνεται μόνο για ένα μεγάλο σκοπό προς χάριν της ομάδας.
Σύνδρομο κίνητρο είναι η εσωτερική σου ορμή και η ψυχολογική τάση κι ανάγκη που έχεις, να φτάσει το εγώ σου στα έσχατα, μα πάντα για ωραίους σκοπούς και για δίκαιους.
Το Νταϊλίκι είναι πράξη ακρότατη, απρόσμενη και πρωτότυπη, πέρα απ την καθημερινή λογική, τον κοινό ηρωισμό και τη συμβατική παλικαριά.
Το Νταϊλίκι έχει μέσα του τη διάσταση του απόλυτου, του τελείως παράτολμου και, με τη συμβατική, και κοινή λογική παραλόγου.
Το Νταϊλίκι δεν έχει καμιά σχέση με σχετικότητες, συμβατικότητες και ψευτιές.
Είναι πράξη υπέρβασης και, σχεδόν, παρά φύση.
Οι κοινοί άνθρωποι τρομάζουν μπροστά στο άκουσμα και της λέξης τούτης, ακόμα.
Οι πιο συντηρητικοί την κρίνουν και την κατακρίνουν, σαν εκτός λογικής.
Η Μούσα, μονάχα, την δικαιώνει και μέσω αυτής περνάει στον όχλο που την αποδέχεται σαν τραγούδι και θρύλο.
Γιατί το Νταϊλίκι το αγαπούνε οι Μούσες και εμπνέονται εξ αυτού και εμπνέουνε, ύστερα μέσω των εραστών τους, έργα τέχνης σπουδαία και μέγιστα.
Οι ηρωικές πράξεις είναι σπάνιες μεν, αλλά σχετικά αρκετές και συνήθεις σε στιγμές δυνατές. Το πραγματικό Νταϊλίκι σπανίζει. Τόσο που δύσκολα εντοπίζεται μέσα στις φανερές σελίδες της ιστορίας.
Είναι επίσης δυσκολότατο να προσδιοριστεί και να αναλυθεί ο ψυχισμός του Νταή ή Δαΐφρονα ή Δαΐου, – όπως ονομάζει τους Νταήδες ο Όμηρος – που προχωρά στο Νταϊλίκι. Στην υπέρτατη Νταϊστική δράση κι ενεργοποίηση.

Αν και στις συσσωματώσεις των Νταήδων διδάσκονταν με την προφορική παράδοση και τα δικά τους τραγούδια ιστορίες Νταήδων, Δαϊφρόνων ή Δάιων, τα πραγματικά Νταϊλίκια εσπάνιζαν και σε τούτους τους κύκλους.
Ο Καζαντζάκης, ψάχτης του Νταϊσμού κι οπαδός του, ασχολήθηκε με το θέμα αυτό, στο έργο του Καπετάν Μιχάλης.
Ένας Νταής, τοποθετημένος απ τον Καζαντζάκη, στη νεώτερη ιστορία της Κρήτης.
Το έργο είναι Ιστορικο-συμβολικό και διδάσκει.

Σημαντικά Νταϊλίκια, έχω εντοπίσει πολύ λίγα στην παγκόσμια ιστορία.
Το Νταϊλίκι είναι ηρωική βέβαια πράξη, αλλά με πολύ ένταση, που φτάνει συχνά και στην πρόκληση.
Είναι μία συνειδητοποιημένη πράξη μεγαλειώδους αντίληψης των πραγμάτων.
Έχει το στοιχείο και της ζοχάδας και της επίδειξης και της ιερής μανίας.
Υπάρχει μέσα του το υπερβολικό και το κραυγαλέο, ακόμα, αλλά αυτό είναι κάτι φυσικό για τον Νταή, τον Δαΐφρονα, τον Δάιο, που το πράττει.
Μόνον τέτοιες ξέχωρες πράξεις είναι στα μέτρα του.
Οι μικρές πράξεις, για τους μικρούς.
Και οι μεσαίες στους μέτριους.
Στον Δαΐφρονα, τον Δάιο, τον μεγάλο Νταή, ταιριάζουνε μοναχά τα μεγάλα και ο ίδιος οφείλει να δηλώσει πανηγυρικά, δημόσια και επίσημα, πως έχει σαφή συνείδηση του μεγέθους των λόγων και έργων του και πως δεν κινιέται από κάποια στιγμιαία παρόρμηση η στην τύχη.
Τον Μεγάλο Νταή, τον Δάιο, τον Δαΐφρονα, τον Τζεντάι:

“Δεν είν η ώρα που τον φέρνει στο προσκήνιο.
Η ώρα, δεν γεννάει τον Τζεντάι.
Αυτός την φέρνει κι έχει δικιά του την τιμή της πράξης.”

Στο έργο μου Δαΐφρονες, γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένους αρχαιοέλληνες Νταήδες που έδρασαν στους Μηδικούς πολέμους.
Αναφέρομαι στους Σπαρτιάτες και Θεσπιείς των Θερμοπυλών, ονοματίζοντας τον Βασιλιά Λεωνίδα, τον Σπαρτιάτη Διηνέκη, τον Μάντη Μεγιστία, τους Λακεδαιμόνιους αδερφούς Αλφεό και Μάρονα, παιδιά του Ορσίφαντου, τον Θεσπιέα Διθύραμβο τον υιό Αρματίδη και τον στρατηγό των Θεσπιέων που σκοτώθει κι αυτός εθελούσια, τον Δημόφιλο τον υιόν Διαδρόμου.
Επίσης αναφέρομαι στον Αμεινία τον Νταή της Σαλαμίνας και τον Αμαφάρατο το λοχαγό Σπαρτιάτη τον Νταή των Πλαταιών.

Στο έργο μου, από τη μια μεριά, βρίσκεται η θρασύτητα του Μεγάλου Βασιλιά της Ασίας, που κουβαλά ολόκληρο τον στρατό του- ένα εκατομμύριο εφτακόσιες χιλιάδες πεζικαρίους κατά τον Ηρόδοτο και χώρια οι ιππείς και οι ναύτες- να κυριέψει, δαμάσει και ξευτελίσει τους Έλληνες.
Απ’ την άλλη, βρίσκονται οι Νταήδες, ή Δαΐφρονες, ή Δάϊοι που του αντιστέκονται και στο τέλος νικούνε αυτοί και κατ επέκταση κι όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες, που διέπονται απ το ίδιο πνεύμα και φρόνημα.

Αθήνα – Σάββατο 3 Φλεβάρη 1996
Η εκδίκηση του Ξέρξη
Τας πέδας ρίψατε τώρα,
να δαμάσωμεν το Πικρόν τούτο ύδωρ,
διέταξεν ο Μέγας Βασιλεύς της Ασίας
ο Ξέρξης.

Mαστιγώστε, αλύπητα, το θαλάσσιον ρεύμα
που στέκει εμπρός μου θρασύτατα.

Ο χρόνος πιέζει.
Η εκδίκησις δεν αφήνει τον ύπνον μου
να ‘ναι γαλήνιος.

Η οφρύς της Αθήνας ορθούται ακόμα
και φωνή του πατρός μου Δαρείου
άπαυστος είναι, προστάζουσα:

Υιέ εκδικήσου.
Η ψυχή μου ταράζεται πιο πολύ
καθώς ο χρόνος περνάει
και μένει χωρίς τιμωρίαν
αυτή η χουφτιά της Αθήνας.

Ξέρξη υιέ μου, πως μένεις αδιάφορος κι άπραγος
μέχρι τα τώρα;

Ω, ύδωρ πικρόν, μην ορθούσαι εμπρός μου.
Η οργή μου είναι μεγάλη.
Και η τιμωρία Αθήνας επείγει.
Ήδη άργησα, σφόδρα, προς εκπλήρωσιν τούτου του χρέους
στην ψυχήν του πατρός μου Δαρείου.

Ούτω, ο Μέγας βασιλεύς της Ασίας ο Ξέρξης
ομίλει προς Ελλήσποντον και εφέρετο,
έως ότου διαβεί από την ακτήν της Ασίας Αβύδου
και περάσει στην Σηστόν της Ευρώπης,
απ όπου η μεγίστη μέχρι κείνου του χρόνου στρατιά
στην ανθρώπινην ιστορίαν
μετ’ ολίγον θα εσάρωνε Θράκην,
Γην Μακεδόνων και Θεσσαλίαν,
συμποσούμενη από έξη και τεσσαράκοντα έθνη.

Πέρσας και Μήδους,
Κίσσιους, Υρκανίους, Ασσύριους,
Βάκτριους, Σάκας, Ινδούς, Άριους.
Πάρθους, Χοράσμιους, Σόγδους, Γανδάριους,
Δαδίκας, Κασπίους, Σαράγγους και Πάκτυους,
Ούτιους, Μύκους, Περικάνιους, Αράβιους,
Αιθίοπας, τους εις την Ασίαν βρισκόμενους
και Αιθίοπας, τους προς νότον Αιγύπτου οικούντας,
Λίβυους, Παφλαγόνας, Λίγυους, Ματιανούς,
Μαριανδυνούς, Σύρους, Φρύγες, Τιβαρυνούς,
Μάκρωνες, Μοσύνοικους, Μάρες,
Κόλχους, Αλαρόδιους, Σάσπειρες, Σαγαρτίους,
και εν έτερον έθνος, του οποίου απωλέσθη το όνομα.

Ο Ξέρξης βιάζετο να δει την Αθήνα καμένη.
Και Αθηναίους πολίτας,
κυλιόμενους εις το χώμα
με κλάμα, οδυρμούς και γόους πολλούς
κι ασταμάτητους,
μ’ αλυσίδες δεμένους,
να τους φέρει στα Σούσα.
Προ των ποδών της μητρός του να σύρονται.
Προκειμένου να χαρεί η ψυχή του πατρός του Δαρείου.

Αι Μυριάδες, ως εκ τούτου, ωθούντο δια μαστιγίων
να βαδίζουν ταχέως,
εκεί όπου ο Μέγας Βασιλεύς της Ασίας ο Ξέρξης
εστόχευε τόσον καιρόν, κάμνων ετοιμασίας μεγάλας,
προκειμένου να λάβει εκδίκησιν.
Δια τούτο κυρίως εξ όλων των λαών τους οποίους κυβέρνα
πήρε δυνάμεις.
Προκειμένου να είδουνε όλοι,
μεταφέροντες τούτο το δίδαγμα
στους δικούς των αργότερα,
πώς ο Ξέρξης τιμωρεί τους εχθρούς του.

Η εκδίκησις είναι γλυκεία.
Και πριν αύτη επέλθει,
πικρότατος είναι ο βίος
κι οι εχθροί ονειδίζουν τον άπραγα
εκ νωθρότητος, αδιαφορίας ή φόβου,
ο οποίος οφείλει να λάβει αυτήν, εν δυνάμει.

Δια τούτο, ελάτε μαζί μου στην Αθήνα,
ο Ξέρξης τους πρόσταξε,
προκειμένου να τεθεί καθενός εξ όλων των λαών μου η χειρ
επί του τύπου των ήλων.
Να σταυρώσωμεν όλοι μαζί Αθηναίους.
Εις πανήγυριν πάμε.
Τελετουργίαν εκδίκησης να ποιήσωμεν.

Αυτο-θυσιαθέντες Θεσπιείς και Λακεδαιμόνιοι
Γνωρίζοντας τους νόμους της θυσίας καλώς,
είπεν ο Μεγιστίας ο Μάντης
εκ της γενιάς του Μελάμποδος καταγόμενος.

Η εύνοια των θεών, κερδίζεται μέσω θυσίας.
Και την εκουσίαν,
περισσότερον όλων των άλλων μορφών θυσιών,
εκτιμούν οι Ολύμπιοι.

Ούτω θα σωθεί η Ελλάς.
Εάν αποθάνομεν όλοι εδώ, εθελούσια.

Ως σφάγεια ιερά της Μεγίστης Θυσίας
τους εαυτούς μας προσφέροντες,
στον Βωμόν της Πατρίδος.

Δι αυτό
Αυτο-θυσίαν ας πράξωμεν.

Όσοι θέλουν ας μείνουν.
Όσοι θέλουν ας φύγουν.
Η Θυσία ετούτη θα είναι μοναχά εθελούσια.

Είπεν μετά ταύτα ο Λεωνίδας, ο λέων της Σπάρτης
υιός του Αναξανδρίδη,
υιού του Λέοντος,
υιού του Ευρυκρατίδα,
υιού του Πολυδώρου,
υιού του Αλκαμένη,
υιού του Τηλέκλου,
υιού του Αρχέλα,
υιού του Ηγησίλα,
υιού του Δορύσσου,
υιού του Λεωβώτα,
υιού του Εχεστράτου,
υιού του Αριστομάχου,
υιού του Κλεοδαίου,
υιού του Ύλλου,
υιού του Ηρακλή.

Ως άκουσαν την επιλογήν Λεωνίδα,
οι τρακόσιοι είπανε “ναι” με μίαν φωνήν, μεγαφώνως.
Πως είναι δυνατόν να γυρίσουν στην Σπάρτην
δείχνοντας πλάτην στον Πέρσην;
Η ασπίς, την οποίαν εκράτουν, δεν εδόθη από τας μητέρας των
για να φέρει ντροπήν.

Τώρα, δίκαιον είναι να μιλήσωμεν
και δια σας Θεσπιείς,
οι οποίοι πολεμήσατε μαζί με τα τέκνα της Σπάρτης,
στα Στενά των Θερμοπυλών τα διάσημα.

Ο λέων της Σπάρτης, ομίλησεν ύστερα
και προς τους άλλους λαούς της Ελλάδος,
που ήσαν κοντά του και είπε:

Όσοι θα μείνουν εδώ, θα πεθάνουν.
Ως εθελούσια θύματα, της Μεγάλης Θυσίας.

Εκ των άλλων Ελλήνων, την αυτο-θυσίαν ετούτη
αρνήθησαν.

Αλλ οι Θεσπιείς δεν είχαν αντίρρησιν.
Τιμή των να πέσουνε μέχρις ενός
πλάι στα παιδιά του Ευρώτα,
σκεπασμένοι από βέλη και δόρατα
στο στενόν πέρασμα,
έχοντες στρατηγόν τον Δημόφιλον τον υιόν Διαδρόμου.

Πάσχα 27 Απρίλη 1997 – Αθήνα

Ο Σπαρτιάτης Διηνέκης
Καλοί οι τριακόσιοι των Θερμοπυλών Σπαρτιάτες
που έπεσαν.
Ένας κι ένας ανδρείοι.
Και οι Θεσπιείς, το ίδιο καλοί.
Πέσανε όλοι κι αυτοί, χτυπημένοι στο στήθος,
όχι στην πλάτη.
Δεν εσώθει κανείς.

Πλέρια υπήρξεν η Θυσία που έκαναν.
Κι ο Βασιλεύς εσκοτώθη, ο Λεωνίδας.
Κι ο ξακουστός Μάντης Μεγιστίας,
ο Ακαρνάν,
εκ της γενεάς του Μελάμποδος
ο οποίος, αν και εγνώριζεν ως Μάντης που ήτο
πως θα ‘ρχόταν ο θάνατος
μόλις τον Σπερχειό θα περνούσαν οι Μήδοι,
δεν εκαταδέχτη να φύγει
αφήνοντας μοναχό τον ηγεμόνα της Σπάρτης να πέσει.
Μαζί κι αυτός θα σκοτώνονταν,
στο ίδιο στενό, για θυσία.

Διακρίθηκαν κι άλλοι στις Θερμοπύλες.
Δυο αδερφοί Λακεδαίμονες.
Ο Αλφεός και ο Μάρων, παιδιά του Ορσίφαντου.
Εκ δε των Θεσπιέων γενναιότερος όλων εφάνει
ο Διθύραμβος, ο υιός Αρματίδου.
Παρ’ αυτά, λένε πως όλους τους εξεπέρασε
στο Δάιον φρόνημα, ο Σπαρτιάτης ο Διηνέκης.

Πριν αρχίσει η μάχη,
άκουσε από κάποιον Τραχίνιον
πως καθώς τοξεύουν οι Βάρβαροι,
χάνεται απ τα μάτια ο ήλιος!
Τόσα πολλά είναι τα βέλη που ρίχνουν.

Μα ο Διηνέκης αφού τ’ άκουσε τούτα τα λόγια
δεν εταράχθη καθόλου
και είπε.
Ξένε Τραχίνιε, καλές ειδήσεις μας φέρνεις.
Τώρα πια, ξέρουμε πως θα γίνει η μάχη υπό σκιάν
και όχι με ήλιο
μια και τα βέλη των Μήδων τον κρύβουν.

Πάσχα 27 Απρίλη 1997 – Αθήνα

Παραμονή
Σπεύσε να δεις και να μάθεις,
πόσοι και πως στρατιώτες εκ Σπάρτης
κρατούνε τας πύλας
αυτού του στενού.
Και τι κάνουν, επίσης.

Δια τούτων των λόγων ο Ξέρξης
επρόσταξεν τον ιππέαν κατάσκοπον
εκ του σώματος των αθάνατων
που ήσαν κοντά του.

Κι ο ιππεύς ανεχώρησεν αυθωρί κι εξεπλήρωσεν
κατά γράμμα το χρέος του.
Πλην, είδε περίεργα πράγματα.

Ομάς ημιγύμνων ανδρών με υπέροχα σώματα,
αναδύοντα ρώμην και περίεργον χάριν,
εγυμνάζοντο προ των πυλών του στενού,
ως να έπαιζαν.

Έτεροι δε εχτένιζον τα μακρά των μαλλιά
καλωπίζοντας το κεφάλι των
κοσμούντες αυτό με στέφανα
καμωμένα με άγρια άνθη και φύλλα.

Του κατασκόπου ιππέως,
ουδεμίαν σημασίαν του έδωκαν.
Μένοντες καθ ολοκληρίαν αδιάφοροι
εκ της θέας αυτού του παρείσακτου.

Αδιαφόρουν παντελώς
στο τι θα έλεγε στον αφέντην του.

Ούτοι, ετοιμάζοντο να πεθάνουνε αύριο.

Πάσχα, 27 Απρίλη 1997 – Αθήνα
Προ της μάχης
Τώρα θα πέσομεν.
Ας λουστούμε, λοιπόν, κι ας χτενίσουμε τα μαλλιά μας
να μας βρει ωραίους ο θάνατος.
Στεφάνια ας κάνομεν από λουλούδια και φύλλα
της γης που πατούμε και θα γίνει ο τάφος μας.
Τα μέτωπα θα κοσμήσομε πριν την μάχη.
Η μακρά μας η κόμη, ας πέφτει ωραία
ως πλαίσιον των προσώπων μας.
Και γυμνάσια πριν την μάχη, ας κάνομεν.

Τούτη είναι η μεγίστη στιγμή της ζωής.
Η στιγμή του θανάτου.

Δια τούτο, ας είναι δυνατή και ωραία.
Είπαν οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες οι οποίοι εφύλαγαν
το στενόν όπου ήσαν ταγμένοι.

Ο Μήδος θα ήρχετο εναντίον των, από ώρα σε ώραν.
Και στην μάχην οφείλεις να βαδίζεις δυνατός,
καθαρός και ωραίος.

Πάσχα, 27 Απρίλη 1997 – Αθήνα

Μήδες, Κίσσιοι και Αθάνατοι
Ο Ξέρξης – εδήλωσεν επισήμως – εσκέφθη μεγάψυχα
και ανέμενεν επί τέσσαρας ολοκλήρους ημέρας
ελπίζων πως θα φοβηθούν και θα φύγουν εκείνοι
οι θρασείς Σπαρτιάτες.

Την Πέμπτην, εν τούτοις, απολέσθει η υπομονή του
και ο Μέγας Βασιλεύς της Ασίας εθύμωσεν σφόδρα,
προστάξας τους Μήδους και Κίσσιους
να συλλάβουνε ζώντας τους φυλάγοντας το στενόν
και τους φέρουνε τάχιστα μπρός του,
προς παραδειγματικήν τιμωρίαν.

Πλην όχλος πολύς, άνδρες ολίγοι
οι αποτελούντες τον στρατόν
Αφρικής και Ασίας που είχε μαζί του.

Έφυγαν οπίσω οι Κίσσιοι και οι Μήδοι.
Και στην θέσιν των έστειλεν Πέρσας
εκ του επιλέκτου σώματος των Αθάνατων
με αρχηγόν τον Υδάρκην,
πιστεύων πως με άνδρας τοιούτους
η νίκη θα ήτο βεβαία.

Αλλ’ απέτυχον δεινώς κι οι Αθάνατοι.
Ουδέν εκατόρθωσαν περισσότερον απ’ τους Μήδους και Κίσσιους.
Το ίδιο ηττηθέντες κι αυτοί,
απεχώρησαν έντροποι.

Και ο Βασιλεύς της Ασίας ο Ξέρξης
αγναντεύων την μάχην,
ανεπήδησεν τρεις φοράς – ως λέγεται – εκ του θρόνου του έντρομος,
δια το μέλλον των στρατευμάτων του.

Πάσχα, 27 Απρίλη 1997 – Αθήνα

Μεγιστίας ο Μάντης
Ο Μεγιστίας, ο Ακαρνάνας, ο Μάντης,
εκ του Μελάμποδος καταγόμενος την γενιά,
εξετάσας τα σπλάχνα των ιερίων
είπε πως όσοι μείνουν, θα πέσουν.

Ο Λεωνίδας τον συμβούλευσε, τότε, να φύγει.
Να μην χαθεί και αυτός.
Η Ελλάς έχει ανάγκη τοιούτων ανδρών.

Φτάνομεν ‘μεις οι τρακόσιοι
να τελέσωμεν την Θυσίαν,
προσφέροντες εαυτούς ως ιέρια.

Πλην ο Μεγιστίας ο Μάντης,
αντέστη εις τας συμβουλάς και παραινέσεις αυτάς.

Εθελουσίως εθυσιάσθη κι αυτός πολεμών
εναντίον των Περσών και των Μήδων,
αγωνιζόμενος στο πλευρόν Λεωνίδου.

Πάσχα, 27 Απρίλη 1997 – Αθήνα

Αμεινίας
Βρεθήκαν κείνη την αυγή, την ξακουστή,
κλεισμένοι
στου θαλασσόστενου της Σαλαμίνας
τα Ελληνικά καράβια.

Μπροστά – φράχτης σφιχτός και απροσπέραστος-
η Πέρσικη Αρμάδα.

Ο Ξέρξης στο Αιγάλεω, το κατσικόβουνο,
λίγο πιο πάνω,
καθιστός σε θρόνο ολόχρυσο,
ο ξιπασμένος,
λόγιαζε κάτω τα πλεούμενα και χασκογέλα.

Την πάθανε οι Έλληνες….

Κι έπλαθε λόγια κομπασμένα
που θα ‘λεγε στη μάννα,
στη γυναίκα του
και στις παλατιανές κυράδες,
άμα γυρνούσε
στην Περσέπολη,
την πρωτεύουσα του Μεγάλου Βασίλειου,
μετά απ τη νίκη.

Να έτσι, έριξα το δίχτυ μου και πιάστηκαν σαν γαύροι,
ψάρια τ’ αφρού,
κουτά και μικρούτσικα
όλοι οι Έλληνες…
Κάτω,
η ναυαρχίδα των Περσών έδωσε σύνθημα
και τα πλεούμενα ορμήσανε να μπούνε στο στενό της Σαλαμίνας.
Βιαζόταν μπας και κάποιο πλοίο ταχύπλοο
ξέφευγε.

Ο φόβος φτερώνει τα χέρια και πόδια και κουπιά…

Παγώσανε οι Έλληνες μπροστά στο τείχος που ορθώθη.
Κι αυτόματα, κάνανε πίσω τα κουπιά.
Έτσι αλόγιστα.
Σαν τον καθένα όπου βρεθεί μπροστά σε λέοντα, τίγρη, οχιά.
Πισωπλατάς.
Κι οι Πέρσες πήρανε ακόμα τ’ απάνω τους περσότερο.
Και ‘λάμναν τα κουπιά με κέφι.

Φουντώνει το θράσος μπρος στου δειλού το πισωπάτημα.

Αυτοί φοβούνται. Πάμε μπρος, λοιπόν.

Λίγο ακόμα και η φάκα
θα ‘χε για καλά κλειστεί..

Μα τούτες τις ώρες ένας γράφει ιστορία.

Κείνη την ώρα, πήρε μοναχός απάνω του
ολάκερο το ρίσκο.
Χωρίς καμιά να περιμένει προσταγή.
Ο Αμεινίας ο Νταής.
Ο πιο μικρός από τους τρεις τους γιους
του Ευφορίονα,
που κυβερνούσε μια τριήρη της Αθήνας.

Ε… Ε….
στους άλλους Έλληνες φωνάζει.
Δε βλέπετε;
Μας πήρανε φαλάγγι οι οχτροί.
Αθηναίοι, Λακεδαιμόνιοι, Αιγηνίτες,
Κορίνθιοι, Μεγαρείς,
Ερμιονείς,

που πάτε πίσω;

Μπρος. Μπρος είν’ ο Οχτρός.

Άντε, τι περιμένετε;
Για πόλεμο βρισκόμαστε εδώ.
Η ώρα ήρθε.

Μπρος κουνηθείτε.
Πάμε μπροστά κι απάνω τους ορμήστε.
Να σπάσει ο κλοιός, όσο ακόμα είν’ καιρός.
Μη φεύγετε.
Σταθείτε.

Μα σιγή.

Όλοι οι Έλληνες κοιτούσαν μουδιασμένοι
το αναρίθμητο το φλότο των Περσών
και συνεχίσανε να λάμνουν τα κουπιά τους πίσω.

Λίγο ακόμα και θα ‘ρχόταν συφορά.

Τούτες τις ώρες
δε φελούνε οι φωνές.
Όσο κι αν είναι δυνατές.
Μονάχα,
η αποκοτιά της μπροσταριάς ενός Νταή ζυγιάζει.
Που το ‘χει η Μοίρα του γραμμένο
να τα βάζει μ όλους, αν λάχει,
και πέρα να τα βγάζει μοναχός.

Κι ο Αμεινίας ο Δαίφρονας,
του Αισχύλου του ποιητή του δοξασμένου
και του Κυνέγειρου αδερφός
επρόσταξε τους κωπηλάτες του

Μπρος.
Μπρος.
Πιο γρήγορα τραβάτε το κουπί.

Και όρμησε με πάθος ιερό
με το καράβι του μονάχος
κατ’ απάνω σ’ ολάκερο τον στόλο των οχτρών,
χωρίς να λογαριάζει τίποτα.
Πως ήταν μοναχός.
Και όλοι οι Έλληνες οι άλλοι ‘μέναν πίσω.

Σ αυτό το ξαφνικό
οι οχτροί σαστίσαν.
Τί ναι πάλι αυτό;
Πούθε ξεφύτρωσε αυτός;
Συλλογιζότανε και χάσκανε,
νομίζοντάς τον για τρελό.

Μα ο Αμεινίας το χαβά του.
Πήγε και ρίχτηκε, με μιας, στη Ναυαρχίδα των οχτρών.
Και τρύπησε ανελέητα το έμβολό του τα πλευρά της.
Έτσι βουλιάχτηκε το πρώτο των εχθρών το πλοίο.

Πάει αυτό. Στον πάτο πήγε.
Πάμε για άλλα τώρα….
….
Σαν το ‘δανε τούτο το αναπάντεχο,
τ’ ανέλπιστο, το ξαφνικό,
οι Έλληνες που κοίταζαν ως τη στιγμή αυτή απόμακρα,
ξεσπάσανε σε Ζήτω.

Τότε τους άφησε το μούδιασμα με μιας.
Και σταματήσαν να τραβούνε τα κουπιά τους πίσω.
Τώρα, όλοι μαζί τραβούν κουπί μπροστά
και ρίχνεται καθένας καπετάνιος με ορμή,
προσμένοντας κι αυτός στεφάνωμα να πάρει
μαζί με την πατρίδα του.

Να πως νικήσανε οι Έλληνες τους Πέρσες
στο στενό της Σαλαμίνας
στη Ναυμαχία τη μεγάλη.

Αμαφάρατος
Ποιος τον θυμάται τον Αμαφάρατο τώρα;
Ούτε μια στήλη δεν υπάρχει να θυμίζει τ’ όνομά του.
Ποιος ήτανε,
απ τους σημερινούς τους Έλληνες,
κανείς δεν ξέρει.

Κι όμως αυτός εψήφισε με τεράστια πέτρα
να μείνουνε οι Έλληνες στις Πλαταιές
να πολεμήσουν το Μαρδόνιο τον Πέρση.
Όλοι οι άλλοι είχαν ψηφίσει το φευγιό.
Δεν τους έπαιρνε να δώσουνε μάχη.

Πολλοί απέναντι οι Μήδοι.
Και μεγάλη η δύναμη που ‘χαν.
Δε θα μας βγει σε καλό τούτη η μάχη.
Είπαν και ψήφισαν να φύγουν.
Όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Ας τα μαζέψουμε κι ας πάμε.
Να φύγουμε απ την κακιά τούτη την ώρα.

Κι ο Παυσανίας ο αρχηγός ανάμεσά τους.
Κι όλοι οι άλλοι στρατηγοί.
Κι οι μικροί το θέλαν, όχι μονάχα οι μεγάλοι.

Μάζεψτα Αμαφάρατε και πάμε.
Ομόφωνα απόφαση ‘πάρθη να φύγουμ’ όλοι,
να μη δοθεί δω πέρα η μάχη.
Είναι πολλοί και δυνατοί οι Μήδοι.
Η σωφροσύνη το προστάζει.
Δε θα δοθεί εδώ η μάχη.
Οι αρχηγοί ψηφίσαν.
Κι αυτή η απόφαση επάρθη.

Μαζέψτε τα τσαντίρια σας και πάμε.
Ν αδειάσει απ το στρατό αυτή τη νύχτα
τούτος ο τόπος, που ‘ν παγίδα.

Όλοι οι αρχηγοί ρίξανε πέτρες, μια χουφτιά μεγάλες,
και ψηφίσαν.
Θα φύγομ’ από δω τούτη τη νύχτα, είπαν.
Το πρωί δε θα ‘ναι κανένας στον τόπο αυτόν.

Νάτοι οι ψήφοι.
Ο σωρός από πέτρες
η μια πάνω στην άλλη.
Κάθε πέτρα και ψήφος.
….
Μα ο λοχαγός ο Αμαφάρατος ο Σπαρτιάτης
Νταής, ξερό κεφάλι,
θα ψήφιζε αλλιώς.

Η δικιά μου η ψήφος
πιο πολύ απ όλες τις άλλες ζυγιάζει,
σηκώθει και είπε.
Και βούτηξε μια θεόρατη πέτρα,
– πολλοί την είπαν βράχο –
και φώναξε, καθώς την πέταξε
απάνω στο σωρό με τις πέτρες
τις μικρές που ‘χαν ρίξει οι άλλοι:

Να κι η δικιά μου η ψήφος.
Ελάτε τώρα να μετρήσουμε ποιανού ‘ναι πιο μεγάλη.
Πόσο του καθενός ζυγιάζει.
Δεν είναι πιο βαριές όλες μαζί οι ψήφοι σας
απ τη δικιά μου.
Και πήγε και κάθισε πάνω στην πέτρα την τεράστια,
πού πέταξε για ψήφο,
να σταθούν στη μάχη.

Εγώ δε φεύγω από δω.
Δε θα φορτώσω με ντροπή τη Σπάρτη.
Είπε ο Αμαφάρατος, ο λοχαγός ο Σπαρτιάτης,
ο Νταής,
τ’ αγύριστο κεφάλι.

Δεν έκανε πίσω με τίποτα.
Ούτε οι προσταγές του αρχηγού του Παυσανία φελούσαν.
Ακούνητος καθότανε στην πέτρα του απάνω ο Αμαφάρατος
με την απόφαση παρμένη
να πολεμήσει, να νικήσει, να πεθάνει.

Έτσι γυρίσαν το τιμόνι οι άλλοι
και κάνανε την πρύμνα πλώρη
κι είπαν κι αυτοί από ντροπή και φιλότιμο.
Θα κάτσουμε δω.
Δω πέρα θα δοθεί η μάχη.
Στων Πλαταιών το μεγάλο χωράφι.

Και νίκησαν οι Έλληνες
και η Ελλάδα σώθη.

Σκοτώθη ο Μαρδόνιος
κι οι Μήδοι σκορπίσαν.
Κυνηγημένοι φύγαν.
Πίσω στα Σούσα, λιγοστοί πια,
κακήν και κακώς, ντροπιασμένοι γυρίσαν.
Ύστερα απ τη μεγάλη νίκη τους οι Έλληνες
τους νεκρούς τους μετρήσαν.

Ανάμεσά τους ο Αμαφάρατος ο λοχαγός ο Σπαρτιάτης
ο Νταής, τ’ αγύριστο κεφάλι.
Κείνος που ψήφισε με τη δικιά του πέτρα
– βράχο καλλίτερα ας λέμε –
κι είπε στους άλλους:

Να η δικιά μου ψήφος
είν’ απ’ όλων σας μαζί η πιο μεγάλη.

Δεν το κουνάω από δω.
Στων Πλαταιέων το μεγάλο το χωράφι
ο Αμαφάρατος και μόνος του θα δώσει μάχη.
Έτσι προστάζει η ψυχή της Σπάρτης.

Σκύρος – Παρασκευή 27 Σεπτέμβρη 1996

Μέτρησαν τα κορμιά τους
Μέτρησαν τα κορμιά τους
και βγήκαν νικητές και δυνατοί,
όχι τα άπειρα
του Μέγα Βασιλιά της Ασίας
του Ξέρξη τα στίφη,
όχι οι πολλοί.
Μα οι Δαΐφρονες, οι Νταήδες, οι λίγοι.

Στις Θερμοπύλες
ο Διηνέκης,
ο Αλφεός και ο Μάρων τα παιδιά του Ορσίφαντου.
ο Βασιλιάς Λεωνίδας
και οι άλλοι τρακόσοι του.

Κι οι Θεσπιείς με στρατηγό τον Δημόφιλο
τον υιό Διαδρόμου
και γενναιότερο όλων τους τον Διθύραμβο
τον υιό Αρματίδου.

Κι ο Ακαρνάν Μεγιστίας ο Μάντης,
ο εκ της γενιάς του Μελάμποδος καταγόμενος.

Στη Σαλαμίνα ο Αμεινίας,
ο υιός Ευφορίωνος
ο ποιο μικρός από τους άλλους δυο αδερφούς,
τον Αισχύλο, τον μεγάλο ποιητή
και το λιοντάρι του Μαραθώνα, Κυνέγειρο.

Καλά τα ‘χαν δασκαλεμένα τα τρία παιδιά τους
ο Ευφορίονας κι η Φαλνταΐνα γυναίκα του

Στις Πλαταιές, ο Αμαφάρατος, ο λοχαγός,
ο Σπαρτιάτης Νταής, ο Δαΐφρονας.

Μέτρησαν τα κορμιά τους και βγήκαν νικητές και δυνατοί.
Όχι τα άπειρα
του Μέγα Βασιλιά της Ασίας του Ξέρξη τα στίφη,
όχι οι πολλοί.
Μα οι Δαΐφρονες, οι Νταήδες, οι λίγοι.

Απ’ τον Λέοντα Σγουρό

Λέων Σγουρός
Κοίταξε το σπαθί, να ‘ναι ακονισμένο.
Κι έδωσε διάτα
να γυαλίσουνε καλά την πανοπλία.
Και στέριωσε στις φτέρνες τα σπιρούνια.
Κοιτάχτηκε μες τον καθρέπτη
και ρώτησε τα φλογισμένα μάτια,
αν ήταν έτοιμα να δουν το Χάρο.
Είδε, αν το σγουρόμαλλο κεφάλι
έμενε στέριο.
Δοκίμασε
αν στέκουν δυνατά τα δυο ποδάρια.
Άκουσε την καρδιά,
που δεν έτρεμε…

Η ώρα ήλθε

Καβάλησε το άτι του τ’ αγαπημένο
και χάρηκε το δυνατό χλιμίντρισμά του.

Ήξερε από μάχες τ’ άτι του Σγουρού
και το κεφάλι με την άγρια χαίτη
έμενε ορθωμένο.

Κάτω και μπρος στα μάτια του
απλώνονταν ο απέραντος
ο κάμπος της Κορίνθου
καρπισμένος.
Οι επάλξεις της περήφανης της
Ακροκόρινθου
φαίνονταν δυνατές κι απόρθητες.
Μα ο Λέοντας Σγουρός,
διάλεξε τούτη η μέρα
να ‘ν το Τέλος…

Το πώς θα ‘ρθείς στη ζήση,
κι αν θα ρθείς, κανείς δε σε ρωτάει.
Μα ο δρόμος που θα περπατήσεις στη ζωή
κι η ώρα της θανής,
είναι δικιά σου υπόθεση.

Ο δρόμος, ο τρόπος και το τέλος.

Ο Λέοντας Σγουρός
τ’ όμορφο ευγενικόπουλο,
άρχοντας της Ακροκόρινθου,
πολέμαρχος Βυζαντινός,
καρφί κι αγκάθι στο διάβα των Φράγκων
καταπατητών της γης του,
φόβος και τρόμος των σιδερόφρακτων
καταχτητών,
ίνδαλμα των συντρόφων του,
τιμή του προδομένου Γένους,
διάβηκε τη ζωή μ αλύγιστη ψυχή.

Και το ανίκητο σπαθί του πλήρωσε, ως τη στερνή
στιγμή, στην περηφάνεια της φυλής, το χρέος.

Σήμερα όμως, ήρθε η ώρα
για το Τέλος.

Τα όνειρα ‘σβήσαν.
Η φλόγα, στο καμίνι της καρδιάς, τρεμόπαιζε.

Γύρω του ερημιά και προδοσιά.
Παντού σκυμμένα τα κεφάλια.
Ο κιοτεμός, πανούκλα της ψυχής,
είχε σαρώσει, πέρα ως πέρα,
των Γραικύλων την άθλια μάζα.

Οι αγώνες δεν φελούν για προσκυνημένους.

Σιμά του, ούτ’ ένα κοντάρι ορθωμένο.

Το Γένος χάθη.

Κιοτήδες αρχόντοι και λαός.
Λαγοί, ασπάλακες μπροστά στον ξένο.

Απ άκρο σ’ άκρο η χώρα προσκύνησε.

Κι έμεινε ο Λέοντας Σγουρός,
ο μόνος απροσκύνητος,
ο μόνος αετός,
ο μόνος ψυχωμένος.

Δεν έχει νόημα ο αγώνας
για προσκυνημένους.

Αρχόντοι και λαός,
ήταν λαγοί κι ασπάλακες.

Ο αγώνας ήτανε χαμένος.

Οι Φράγκοι στέριωσαν στη γη μας.
Γίνηκαν οι Γραικοί Γραικύλοι.
Αφέντες και λαός,
το σιδερόφρακτο το Φράγκο,
σ όλη τη χώρα, πέρα ως πέρα
είχαν προσκυνήσει.

Κι ούτε ένα δόρυ δεν υπήρχε ορθό.
Ο αγώνας ήτανε χαμένος.

Ώρα να φύγει, μια για πάντα, η ντροπή.

Όπως και να ‘χε, ο Σγουρός,
δε θα περνούσε τη ζωή κιοτής
και ντροπιασμένος…

Ήρθε το τέλος…

Έμενε ακόμα ένας σύντροφος πιστός.
Τ’ άγριο άτι.

Ο Λέοντας Σγουρός,
ζώστηκε ολάκερη την πανοπλία του,
καβάλησε τ’ άλογο το περήφανο,
και όρμησε στην τελευταία
της αντρειάς και της τιμής του μάχη.
Ξέφρενα χύθηκε, σα να ‘ταν φτερωμένο
τ’ άλογό του, στο γκρεμό της Ακροκόρινθου,
που χαίρονταν το νοιώσιμο,
στο σιδερένιο σφίξιμο των χαλινών,
και το σπιρούνισμα
του σύντροφου,
που ‘ταν ο τελευταίος ασπασμός,
και πέταξαν μαζί από τον πιο ψηλό γκρεμό
της Ακροκόρινθου,
να μην προλάβει η ντροπή να ‘ρθεί
και να τους βρει,
στο κάστρο το ψηλό, το καλοτειχισμένο
και περήφανο.

Η γέννηση δεν είναι επιλογή.
Ο δρόμος, ο τρόπος, το τέλος
είναι λεύτερος…

Ο Λέοντας Σγουρός,
ήταν Βυζαντινό ευγενικόπουλο,
είχε σγουρόμαλλο ατίθασο κεφάλι,
καρδιά καμίνι,
φτερά αετού,
περήφανο φρόνημα,
αδούλωτο πνεύμα,
ορμή σκληροτράχηλη,
ήταν άφοβος,
πολεμιστής, νταής
κι είχε κορώνα την τιμή.

Σαν έσκυψε και το στερνό
το δόρυ της αντίστασης
κι Αρχόντοι και Λαός προσκύνησαν
το Φράγκο το δυνάστη
κι όταν το Γένος των Γραικών
γίναν Γραικύλοι,
δε θέλησε να νοιώθει άλλο τη ντροπή
του κιοτεμού της Φυλής του.
Αρματωμένος, σαν όποια άλλη μάχη,
όρμησε με το άτι του
απ τον ψηλότερο γκρεμό του κάστρου του
της Ακροκορίνθου,
δίνοντας την τελευταία
και ομορφότερη της ζήσης του μάχη.

Το πώς θα ‘ρθείς στη ζήση,
κι αν θα ‘ρθείς, κανείς δε σε ρωτάει.
Μα ο δρόμος που θα περπατήσεις στη ζωή
κι η ώρα της θανής,
είναι δικιά σου υπόθεση.

Απ’ τη Βιγλατορία του Παληόπυργου

Η υπόγεια πόλη
Κάτω απ τα πόδια μας κάτι υπάρχει κρυφό
και δε φαίνεται.
Μέσα στο βράχο σκαμμένες οι γαλαρίες
δεν λεν να μιλήσουν.
Κρατούνε το στόμα κλειστό.
Και καμώνονται πως δεν σε ακούνε, καθώς τις ρωτάς,
να σου πουν τι κρύβουν στις θολωτές αίθουσες,
πού οδηγούνε τα μυστικά τους περάσματα.

Είναι τάφοι ανθρώπων που γινήκαν Θεοί, κάποια μέρα;
Είναι θησαυροί του αρχαίου μεγάλου Βασίλειου;
Γιατί, κάπου είναι κρυμμένοι οι θησαυροί τούτης της ένδοξης Χώρας.
Μα δεν ξέρει κανείς, πού τους έχουνε κρύψει.
Μέσα στις αόρατες θολωτές κάμαρες
είναι στοιβαγμένοι σωροί το χρυσάφι και τα διαμάντια.
Φερμένα αιώνες.
Απ’ όλη τη Γη.
Μα δεν μπορεί κανείς να τους δει.
Την υπόγεια πόλη φυλάνε οι Δράκοντες.

Η Βιγλατορία μας δεν θα μας πει όλα τα μυστικά που κρατάει.
Μα εμείς την αγαπούμε κι ας είναι αμίλητη.
Καλό είναι να ‘χεις διάκριση.
Και να μην ρωτάς και να μη θέλεις να μάθεις
αυτά που σου κρύβει το στόμα, που ‘ναι κλεισμένο.

Κάποιοι είπανε:
Μπορεί μέσα εδώ να ‘ναι σωσμένοι,
όχι μονάχα οι θησαυροί με σωρούς το χρυσάφι,
τ’ ασήμι, τα διαμάντια και τις άλλες πολύτιμες πέτρες.
Λάφυρα φερμένα απ’ όλη τη Γη.
Μα και οι χρησμοί εδώ μέσα μπορεί να ‘ναι κρυμμένοι.
Κανείς δεν πρέπει να μάθει τι γράφουν
οι πλάκες του Μαντείου της Θέμιδας.
Παρά μονάχα οι εκλεκτοί.
Τούτοι τους ξέρουν.
Κι αυτό μας αρκεί.

Δευτέρα 15 Δεκέμβρη 1997 – Αθήνα

Η Βίγλα της Άσπρης Θάλασσας
Βιγλάτορες, μην κουνάει κανείς απ τη θέση του.
Η ιστορία περνάει μπρος απ τα μάτια σας.
Στείλτε τους γλάρους να μάθουνε περισσότερα.
Κάτι θα δουν και θ’ ακούσουνε, τι λεν στην κουβέρτα τα τσούρμα.
Κάτι μονολογούν τα δελφίνια που κολυμπούν
μπροστά απ την πλώρη της ναυαρχίδας.

Δες τε, ακούστε κι ελάτε.
Να ‘ναι σίγουρο το ρεπόρτο σας.
Η Βιγλατορία μας του Παληόπυργου,
γράφει το χρονικό του Αιγαίου.
Οι αγέννητοι, προσμένουν να μαθαίνουνε τα καθέκαστα.
Κι οι πεθαμένοι απαιτούν τη δικιά τους γραμμή
στο βιβλίο της ιστορίας.

Δες τε.
Πάνω σ’ αυτή την ατίθαση θάλασσα,
είναι γραμμένα
τόσα και τόσα χρόνια που πέρασαν.
Και συ ξέρεις να διαβάζεις τούτα τα γράμματα
Καστροφύλακα.
….
Η Αργώ τραβά απ την Ιολκό γιά Κολχίδα.
Το χρυσόμαλλο δέρας θα ‘ρθεί ξανά στην πατρίδα.
Οι Αργοναύτες τραβούν, χωρίς να κουράζονται, το κουπί.
Ο Ιάσονας ξέρει να κάνει κουμάντο στην πλώρη
Κι ο Τίφης κρατά γερά το τιμόνι.

Να τα.
Πάνε σειρά για την Τροία.
Τα χίλια καράβια των Δαναών που ‘χουν συναχτεί στην Αυλίδα.
….
Ο Καπουδάν Πασάς χαϊδεύει τα γένια του.
Η αρμάδα κατεβαίνει να κάψει την Κάσο.
Πάνε τα Ψαρά, ξεκληρίστηκαν.
Στάχτη γίνει η Χίος.

Μαγκάλι με κάρβουνα ορκίστει
κάθε νησί του Αιγαίου να κάνει.
ο Πασάς της Άσπρης Θάλασσας
στον Πατισάχ τον αφέντη του.

Εσύ τα κοιτάς όλ’ αυτά και να γράφεις
στις δέλτους σου που κρατάς Καστροφύλακα
να τα μάθουν οι γενιές που θα ‘ρθούνε.

Απ τη Βιγλατορία μας κατοπτεύεις και γράφεις
ολόκληρο το χρονικό του Αιγαίου μας.

Πάνω σ’ αυτή την ατίθαση θάλασσα είναι γραμμένα,
τόσα και τόσα χρόνια που πέρασαν.
Και συ ξέρεις να διαβάζεις τούτα τα γράμματα,
Καστροφύλακα.

Εσύ τα κοιτάς όλ’ αυτά και τα γράφεις
στις δέλτους σου Καστροφύλακα,
να τα μάθουν οι γενιές που θα ‘ρθούνε.
Απ τη Βιγλατορία μας κατοπτεύεις και γράφεις
ολόκληρο το χρονικό του Αιγαίου μας.

Η ιστορία του Αιγαίου περνά μπρος απ’ τα μάτια μας.

Εντολή σε Βιγλάτορα
Μπορεί και να ‘ρθουν με δώρα στα χέρια οχιές
που προσδοκούν τη στιγμή να σε φάνε, Βιγλάτορα.

Έχουν πετάξει το κορμί με τα λέπια.
Το ‘χουνε κρύψει καλά, να μη φαίνεται.
Και ντυθήκαν κοπέλες κι αγόρια πανέμορφα.

Τα μάτια τους είναι γεμάτα αγνότητα.
Και τα χείλια τους γίναν κερήθρα με μέλι που τρέχει.
Έτσι, που το κεντρί τους δε φανερώνεται.

Χάρη έχουν μεγάλη στα πόδια καθώς περπατούνε, λικνίζοντας.
Τραγουδάνε ωραία.
Και χορεύουν θεσπέσια.
Μια ζώνη στη λεπτή τους τη μέση είναι λίγο γυρτή
και τους δίνει ακόμα μεγαλύτερη χάρη.
Κι ο αστράγαλός τους είναι ωραίος.
Καθώς μισοφαίνεται στη γραμμή του ποδήρη χιτώνα τους.
Μακριά έχουν τα δάχτυλα των χεριών.
Κι ο ιδρός τους, γεμίζει το χωράφι με άρωμα.
Τα δόντια τους καλοπελεκημένα, γεμάτα υγεία και πάστρα.
Κι ο λαιμός που ‘χουν οι κόρες,
λεπτός και μακρύς σαν του κύκνου.
Των αγοριών στιβαρός και με χάρη σαν κολώνα Ιωνική.
Όλα απάνω τους έχουν χαμόγελο.
Κι η αγκαλιά τους είναι ορθάνοιχτη.

Μα όλα, μα όλα τους είναι ψευτιά, Καπετάνιε.
Προσμένουν να πετάξεις το δόρυ σου Καστροφύλακα.
Να αφήσεις το στιλέτο σου κάτω.
Να βαρεθείς την ασπίδα σου.
Να γυμνωθείς απ’ την επαγρύπνηση και την αρετή της αντρείας σου.
Να παραδοθείς, χωρίς κόπο και φρόνηση,
παρατώντας στους εχθρούς σου το πόστο σου.

Γι αυτό, μην κοιμάσαι ποτέ καπετάνιο.
Γι αυτό μην αφήνεις ούτε στιγμή το μαχαίρι
που ‘χεις ζωσμένο στη μέση σου.

Τρίτη 16 Δεκέμβρη 1997 – Αθήνα

Η Βίγλα του Κάστρου
Πρέπει να βλέπεις και πίσω τι γίνεται.
Πως άφησες, Καστροφύλακα,
αφρούρητη την πλευρά του Σταβέντο;

Εμείς, βέβαια, του Σοφράν είμαστε Κύριοι.
Μα δεν ξέρεις στην άλλη πάντα τι γίνεται
αν δεν κρατάς τα μάτια σου όρθια.

Κανείς ύπνος γλυκός δεν σε νανουρίζει την ώρα της φύλαξης.
Γι αυτό τραγούδα, τα τραγούδια σου Καστροφύλακα.

Τούτη την ώρα είσαι μονάχος κάτω απ τα άστρα.
Μπορείς και να χορεύεις ακόμα.
Μα να κρατάς γερά το κοντάρι σου.
Και του μικρού στιλέτου
που ‘χεις σφαλιστό στο ζωνάρι σου
να νοιώθεις αδιάκοπα το κρύο ατσάλι του στο καυτό σου κορμί,
έτοιμο να σωριάσει το φίδι που ‘ναι κάπου κρυμμένο.

Κι ως τότε μπορείς να χορεύεις κοιτάζοντας τη Σελήνη.
Έχει όμορφο πρόσωπο.
Και κρατάει θεσπέσια άρπα στα χέρια της.
Σε λίγο θα σηκωθεί κι αυτή να χορέψει.
Αναζητά τον δικό σου τον έρωτα Καστροφύλακα.
Και είναι άπληστη για άπειρα χάδια.

Αψήφα τον αέρα που μουρμουρίζει.
Και τη θάλασσα που γλύφει τη γη σου.
Μην αφήνεις, ούτ’ ένα λεπτό να πάει χαμένο.
Κάποια στιγμή θα σβηστούνε τα άστρα.
Και θα φύγει το όνειρο.

Δευτέρα 15 Δεκέμβρη 1997 – Αθήνα

Τα Κελιά
Στα κελιά της Βιγλατορίας,
μένουνε μοναχά οι Βιγλάτορες.
Κανείς άλλος δεν μπαίνει εντός τους.

Είναι τόποι κλειστοί αυτά τα κελιά.
Κι έχουν στην πόρτα τους σήμαντρο.

Μέσα, φτάνει ο ξύλινος πάγκος για ύπνο και κάθισμα.
Έξω σου δίνει σκιά το κατακαλόκαιρο,
η μεγάλη κληματαριά, φορτωμένη σταφύλια,
άσπρα η κόκκινα.

Καταφεύγεις, σαν κουραστείς στο κελί σου Βιγλάτορα.
Χρειάζεσαι να μείνεις και μόνος σου κάμποσο.
Πως αλλιώς θα ‘ρθούνε ξανά οι δυνάμεις
που σκόρπισες μέσα σου;
Όταν κλείσεις την πόρτα,
θα μπαίνει μονάχα λίγο φως, πεντακάθαρο, όμως,
αυτό ακριβώς που χρειάζεσαι γι’ ανακύκλωση.
Θα ‘ρθεί απ τις χαραμάδες τούτο το φως.
Μα είναι πανίσχυρο.

Ημίφως.
Φως και σκοτάδι πάνε μαζί εδώ
και χρειάζεσαι και των δυο τούτων δυνάμεων την ενέργεια.
Το σκοτάδι ξανανιώνει τη δύναμη.
Κάποια στιγμή θα σε πάρει ο ύπνος.
Θα σου ‘ρθούνε οράματα.
Κι όταν θα σηκωθείς το άλλο πρωί,
καθώς βγαίνει ο ήλιος, να μια μέρα θα πεις,
που γεννήθηκα πάλι.
Τώρα ένας νέος κόσμος υπάρχει.
Κάθε πρωί είναι μια καινούργια αρχή για ζωή.
Τούτη η μέρα είναι η μεγαλύτερη απ όλες τις άλλες.
Αύριο, θα ‘ρθεί μια άλλη, πολύ πιο μεγάλη.
Γι αυτό σηκώσου όσο γίνεται γρηγορότερα
απ την κλίνη σου καπετάνιε.

Τρίτη 2 Δεκέμβρη 1997 – Αθήνα

Τα παγιά του Θησέα
Πες μου λοιπόν Καστροφύλακα την ιστορία τούτου του τόπου.

Γιατί βογκούν από πόνο τα βράχια;
Γιατί κλαίνε του Κάστρου και της Φούρκας οι κάπαρες;
Ποιανού είναι το αίμα που τρέχει απ’ του Λεβάντε τη Βίγλα
που κοιτάζει τη θάλασσα;

Ολόκληρη η πλαγιά έγινε κατακόκκινη.
Ποτέ δε χύθηκε τόσο άξιο αίμα και κύλησε άδικα.
Ποιος είναι ο φονιάς που μόλις και φαίνεται η σκιά του
που γελάει και τρίβει τα χέρια του;

Μήπως ο Βασιλιάς μας ο Λυκομήδης;
Όχι Θεέ μου και Κύριε.
Άδικα τον αβάνιασαν οι αιώνες.

Ο Μενεσθέας τον σκότωσε με πληρωμένο μαχαίρι.
Μέχρι εδώ φτάνει το μακρύ, αδίσταχτο χέρι του.
Φονιάδες υπάρχουν πολλοί. Αρκεί να πληρώσεις.

Και τώρα, να.
Πάνω στο βάραθρο κομματιάστηκε το κορμί του.

Οι Γύπες ορμήσαν να φάνε τις σάρκες του.
Τα κόκαλα πια χάσκουνε σκόρπια, στα παγιά του Κάστρου,
τ’ απότομα.

Πιο πέρα βρίσκονται τα χωράφια σου ήρωα.
Μα θα τα φάει μια μέρα η θάλασσα.
Θα τα βουλιάξουν τα κύματα.

Η γη σου Θησέα είναι χαμένη.
Κι ο Λυκομήδης προσμένει χρόνια χιλιάδες
να βγάλει την ασήκωτη αβανιά από πάνω του.

Δευτέρα 15 Δεκέμβρη 1997 – Αθήνα

Μοναχικά μετερίζια

Το φως του ήλιου μου, μη φράζεις
Όποιος το κιούπι
έχει για παλάτι
και μένει λεύτερος,
στην κάθε ματαιότητα
και παραζάλη
και μένει δάσκαλος,
δε γονατίζει σ’ ένα σφάχτη.

Και δε ζητά, ούτε και δέχεται,
την όποια χάρη.
Το κιούπι,
το λευτερωμένο σώμα του χωράει.

Και δεν φοβάται,
μπρος στις πανοπλίες
και στο δόρυ
και την οργή αψηφά.

Κι’ ούτε ζητά,
ούτε και δέχεται την όποια χάρη.

Πιο πέρα.
Άφησε τον ήλιο να περάσει,
μεγάλε στρατηλάτη,
βασιλιά και σφάχτη.
Τι να μου δώσεις πιότερο
από τη ζεστασιά του ήλιου και το χάδι;

Πιο πέρα, βασιλιά.
Το φως του ήλιου μου,
μη φράζεις.
Τί θα μου δώσεις πιότερο από τον ήλιο;
ζέστη ή φως;

Κάνε πιο πέρα στρατηλάτη,
πυρπολητή και σφάχτη.

Κάτι πού δεν μπορείς να δώσεις,
μη μου παίρνεις.
Ένας Διογένης δε ζητά,
ούτε και δέχεται την όποια χάρη.
Του φτάνει ο ήλιος του
και το πυθάρι.

Τα χέρια μου
Τα χέρια μου είναι σκληρά
από τους ρόζους,
σαν της περνιάς κοτσάνι,
και δεν φοβούνται τη βαριά
και το δρεπάνι.
Κείνα που θα σμιλέψουνε
το σίδερο στ’ αμόνι
και θα θερίσουνε τα στάχυα απ’ το χωράφι,
να γίνουνε ψωμί, βάση ζωής
και σιγουριάς και λευτεριάς.

Τα χέρια μου είν’ απαλά σα χάδι,
σαν παίζουν τις χορδές της άρπας
και κάνουνε τη μουσική ποτάμι,
της ψυχής π’ αναζητάει
την ένωση, με επουράνιους κόσμους
και παλμούς και συγκινήσεις.

Τα χέρια μου είν’ επιδέξια να κρατούν
ρομφαία δικαιοδότρα
και το σπαθί που προστατεύει
τον ανήμπορο απ’ το δυνάστη.

Τα χέρια μου απλώνονται μ’ αγάπη
να χαϊδέψουν τα μαλλιά τ’ αγαπημένα
και τους κορφούς.

Κι’ ευλαβικά ξέρουν να ικετεύουνε
και να δοξολογούν τη βρύση της πίστης μου.

Τα χέρια μου είναι καθαρά,
σκληρά κι’ απαλά σα χάδι
κι’ όργανα της ψυχής,
της καρδιάς, του λογισμού και της πίστης μου.

Δεν ακουμπώ σ’ άλλη δύναμη,
πέρα απ’ τα χέρια της ψυχής μου,
που ‘ναι η μάνα, η αρχή κι η κατάληξη.

Βωμός του ήλιου
Από το κάστρο μου, ο ήλιος φανερώνεται
κάθε πρωί, την ίδια ώρα,
κι αρχίζει η μέρα μου με φως και ζέστη.
Δεν μπαίνουνε εμπόδια ανάμεσά μας
να σταματούν το φίλημα
και το αγκάλιασμά μας.
Κι’ όσο περνάει το γύρισμα της μέρας,
μαζί πορεύομαι
από τα πρώτα του καλάμια,
ως το καταμεσήμερο,
στο γύρισμα και το βασίλεμά του.
Στο κάστρο μου
ο ήλιος φαίνεται απ’ την ανατολή
μέχρι τη δύση.

Δεν μπαίνουνε βουνά ανάμεσά μας.
Τίποτα δεν μας χωρίζει.
Κι’ είμαι περήφανος σαν τον θωρώ,
κι’ ας είμαι γω θνητός
κι ήλιος αυτός.
Ανάμεσά μας βασιλεύει η αγάπη.
Και χαίρομαι το φίλημά του.
Το κάστρο μου είναι ναός του
και βωμός του η καρδιά μου.
Όποιος μου δίνει φως και ζέστη,
είν’ ο Θεός μου.

Και το προσκύνημά μου,
είναι το αντιγύρισμα πού χω να δώσω.
Ο ήλιος ο Θεός μου
δε ζητάει τίποτ’ άλλο.
Ο ήλιος γίνεται δικός μου,
μονάχα άμα καίει ασταμάτητα
ο βωμός του στην καρδιά μου.
Τότε θα φανερώνεται κάθε πρωί στο κάστρο μου,
να με ζεσταίνει και να με φωτίζει
και θα ‘ναι μέσα μου, σ’ όλο το γύρισμά του,
απ’ την ανατολή, μέχρι το μεσουράνισμα
κι ως το βασίλεμά του.

Νταϊστική Φιλία
Τ’ αστέρια ένωσαν τη ματιά μας
στο πέταγμα του νου και της καρδιάς μας,
σαν πέρασε το χτυποκάρδισμα
της μέρας
και βγήκαμε στ’ αγνάντεμα
να ξαγνιστούμε,
κάτω απ’ το θόλο τ’ ουρανού,
με τ’ άμετρα φωτοκαντήλια,
τ’ άπειρα σταθερά
και τα τρεμόπαιζα άστρα.

Σύντροφοι μείς, αχώριστοι
σε κάθε μάχη,
ρωτούμε κάθε βράδυ τα σημάδια,
απ’ το τρεμόπεσμα,
που ‘χουν τα δυο μας τ’ άστρα.

Κείνα, που μια βραδιά,
πριν χρόνια,
σαν είπαμε πως ήρθε η ώρα
να σμίξουμε τα αίματά μας,
για να γινούμε σταυραδέρφια,
γίναν μαρτύροι στο μυστήριο,
σα δίναμε τον όρκο μας
στ’ αδερφιλίκι.

Στου ΝΤΑΪΣΜΟΥ το δρόμο
από τότε περπατούμε αντάμα.

Όπου ο σκοπός ο άγιος
χρειάζεται προμάχους,
και μας καλεί να δώσουμε
καινούργιες μάχες.

Μα τ’ αστέρια που τον όρκο μας
ακούσαν,
κάθε βραδιά
σαν τελειώσει ο αγώνας της ημέρας,
προσμένουνε ασάλευτα
κι αχώριστα,
ν’ ακούσουν την αναφορά μας.
Κρίνοντας,
αν περπατήσαμε χωρίς πισωγυρίσματα,
κι ούτε λοξοματιές
στη στράτα.

Στ’ αστέρια π’ ορκιστήκαμε,
κάθε βραδιά θα ‘ρθούμε πάλι,
να ξαγνιστούμε, μολογώντας
κάθε σκέψη μας και πράξη,
και να γινεί μια η ματιά μας,
στοχεύοντας μαζί να βρούμε,
τα δυο αχώριστα, που μας ορκίσαν
άστρα.

Στου ΝΤΑΪΣΜΟΥ το δρόμο,
το συντροφιλίκι,
είν’ ένα,
με τη μάχη, τη θυσία,
τη φιλία, την πορεία,
και τον όρκο.

Νταϊστικός Έρως
Να το φιλί μου.
Πάρ’ το.
Κι ας είν’ τα χείλια μακριά κι ανέγγιχτα.
Και γέψου τους χυμούς της ηδονής.
Και τη θεία λαγνεία,
που φτερώνει το είναι, πέρα ως πέρα,
και φουσκώνει τα στήθια
κι ανοιξιάτικα πάλλει ο ανασασμός
και κρυφοπαιχνιδίσματα είναι το χτυποκάρδι.

Δες το, πώς βγαίνει απ το χαμόγελο
τ’ αόρατο στους άλλους
κι απ τη ματιά που ταξιδεύει!!!

Το φίλημά μου,
που ‘ν για σένα, δες το και πάρτο.
Και κάν’ το αμάγαλμα
στα χείλια τα δικά σου
τα υγρά και φλογισμένα,
που ‘ναι πηγή Νυμφών δροσάτη
και φλεγόμενη κάμινος.

Τώρα πια, ξέρεις να διαβάζεις τα σημάδια.
Στα ‘μαθα ένα-ένα,
μιλώντας σου για τα μυστήρια
τα μεγάλα, του Πάνα.
Και της πρωτογεννήτρας δύναμης,
της φύσης πλάστρας,
που με τ’ αυλού το άκουσμα ορθώνεται
και συνεπαίρνει τις καρδιές των Νυμφών.

Στα ‘μαθα όλα τα σημάδια.
Λόγια πια, δεν χρειάζεσαι ν ακούσης.
Μιλά η διδαχή που σου ‘δωσα,
και στέκει πάντα οδηγητής
και σύντροφος
κι αγκαλιά ανοιγμένη.

Τα χείλια σου, τα φλογισμένα
και δροσάτα,
πηγή Νυμφών
και Θεϊκό καμίνι,
ας κάνουνε αμάγαλμα το φιλί
που σου στέλνω,
κάθε στιγμή που ο νους μου φωλιάζει
στο στέρνο σου το δυνατό
και στον αφράτο κόρφο σου
και σε χαϊδεύει,
ξέρεις, πώς,
με πόση τρυφεράδα, φροντίδα κι αγάπη,
στους δυνατούς μηρούς,
στο μάτι το σκληρό,
που έτσι το θέλω να ‘ναι,
για να φυλάει ανέγγιχτη την πίστη,
και στα δάχτυλα τα μακριά
και σιδερένια.

Σου είπα.
Η αγάπη είναι μυστήριο.
Μέγα κι άμωμο.
Πάρ’ το φιλί μου
και γεύσου την αγάπη μου.

Σκύρος – Δευτέρα 5 Σεπτέμβρη 1983

Ελάτε να καθάρουμε τη γη μας
Ελάτε να καθάρουμε τη γη μας.

Σε λίγο θα οργώσω το χωράφι.

Κι ο σπόρος που θα πέσει, θέλει γη,
καθάρια και αφράτη.

Έξω τ’ αγκάθια κι οι τριβόλοι.

Και τα ξερά κλαδιά
κι άγονοι θάμνοι.

Σε λίγο θα οργώσω το χωράφι.

Κι ο σπόρος, που θα πέσει,
θέλει γη
καθάρια κι αφράτη.

Σ’ ένα σωρό μαζέψτε τις ξεριζωμένες αγριάδες,
και βάλτε σ’ αυτές φωτιά μεγάλη.

Όλα τ’ αγκάθια,
τ’ άγονα κλαδιά,
κι οι αγριάδες,
τα ζιζάνια,
τα παράσιτα,

τ’ άχρηστα,
τ’ ακάρπιστα,
τ’ αμύριστα,
τα στέρφα,

όλα,
να γίνουν κάρβουνο και στάχτη.

Σε λίγο θα οργώσω το χωράφι.
Κι ο σπόρος που θα πέσει
θέλει γη,
καθάρια κι αφράτη.

Δεν υπάρχει σταματημός
Οι καραβέλες μας θα φτάσουνε
παντού, όπου υπάρχουν Πόρτα,
και θα στηθεί το φτερωτό λιοντάρι
πάνω απ’ τις καστρόπορτες
τις σιδερένιες,
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα,
όπου υπάρχουνε αστέρια και φεγγάρι.

Θα ξανοιχτούμε μένοντας πάντα
πιστοί στον όρκο,
να γίνεται η δύναμή μας
πιο μεγάλη,
κι η δόξα μας να γιγαντώνει,
καθώς χτυπούνε τ’ αφρισμένα κύματα
κάθε αρμάδας τα κουπιά,
καθώς παλεύουν νικηφόρα με τον Αίολο
τ’ άσπρα πανιά μας.

Για μας δεν υπάρχει σταματημός,
όπου στον ουρανό
θα λαμπυρίζουνε αστέρια και φεγγάρι.

Ο πλούτος κι η σοφία,
όπου στη γη,
είναι δικά μας.
Και θά’ ναι πάντα,
ωσότου μένουμε αεικίνητοι,
κι ανίκητα
και φουσκωμένα είν’ τα πανιά μας.

Όλα της γης τα Πόρτα
είναι δικά μας.

Όσο χτυπάει δυνατά η καρδιά μας
και μας φτερώνει η παντιέρα,
της δύναμης, της τόλμης,
της γνώσης και της δόξας.

Ο Οίκος
Οι ρίζες της γενιάς μου,
δεμένες με τον οίκο,
μετρούν τα βήματά μου.
Και κατευθύνουνε τη σκέψη,
όπου κι αν λάχω,
ότι κι αν κάνω.

Ο Οίκος μου είναι οι ρίζες
της γενιάς μου.
Πίσω,
οι πρόγονοι,
μιλούν κι οδηγούν και ψυχώνουν,
χαράζοντας τη στέρια κατεύθυνση.
Και παραδίνουν τη σκυτάλη
στον άξιο απ’ τη γενιά,
που την ακοίμητη τη φλόγα
θα κρατήσει.

Είμαι ο κρίκος της γενιάς μου.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που πέρασαν
και σ’ όσους θα ‘ρθουν,
είναι ο οίκος πού μας δένει,
ο κρίκος ο άσπαστος.

Ο Οίκος είν’ ο αγρός που φυτρώνουμε,
και θεριεύουμε
κι ανθοβολούμε
και καρπούς βγάζουμε
και συνεχίζεται η ζωή
και μεταδίδεται η γνώση
και το δέντρο της ζωής μας κρατιέται
αειθαλές.

Ο Οίκος είναι της γενιάς μας το σύμβολο
κι ο κορμός που ενώνει
νεκρούς κι αγέννητους.

Ο Οίκος είν’ η ζυγαριά μας.
Τούτος ζυγιάζει κάθε μας σκέψη,
λόγο και πράξη.

Ο Οίκος είν’ η τιμή κι η δύναμή μας.

Των ταξιδιών η τέχνη
Χωρίς καράβι δε θα φτάσεις στο λιμάνι.
Κι η θάλασσα, τ’ απέραντο γεφύρι,
θα ‘ναι μπροστά σου εμπόδιο αξεπέραστο,
άμα του καραβιού τη δύναμη δεν ξέρεις,
αν δεν μπορείς να κυβερνάς τη λαγουδέρα,
αν τους ανέμους τους ενάντιους
δεν αποφεύγεις,
άμα τον ούριο αέρα αψηφάς,
άμα της Άρκτου το αστέρι τ’ ακίνητο
αγροικάς,
άμα δεν είσαι καπετάνιος σίγουρος,
ηλιοψημένος, σταθερός, αποφασιστικός.

Το καράβι, σ’ όποια γη θα σε φέρει,
και τ’ όποιο λιμάνι είναι δικό σου.
Και τη γνώση θα βρεις και θα πάρεις
και τα πλούτη, και τις χαρές κάθε χώρας.
Κι η απέραντη θάλασσα θα ‘ναι γεφύρι.
Αν το καράβι, κυβερνάει σίγουρο χέρι.

Των ταξιδιών την τέχνη θα σε μάθει το καράβι.
Και πώς το χώρισμα είναι γεφύρι,
αν ξέρεις,
του καραβιού την τέχνη.

Άμα, ύστερα από μαθητεία κι αγώνες
γινείς καραβοκύρης.

Το καράβι, σ’ όποιο λιμάνι θα σε φέρνει.
Και θα ‘σαι ο δυνατός κι ο λεύτερος,
ταξιδευτής και ποντοπόρος,
κατακτητής και νικηφόρος.

Την τέχνη του καραβιού μάθε.
Κάθε λιμάνι θα ‘ν δικό σου τότε.
Κι η θάλασσα πού φαίνεται ότι χωρίζει,
θα ‘ναι για σένα ένα απέραντο,
σίγουρο κι εύκολο γεφύρι.

Αυτοέλεγχος
Η ώρα της αλήθειας ήρθε.
Μπροστά μου αμείλιχτα στέκει
το ξομολογητάρι.
Κανείς δεν είναι γύρω μου
να με κοιτάει.
Και η φωνή δε βγαίνει.
Φτάνει η σκέψις.

Τα μάτια μου με κρίνουν.
Άλλος κριτής και ξομολόγος,
δε φελάει.
Φτάνουν τα μάτια κι η συνείδησή μου.
Εγώ θα κρίνω το εγώ μου.

Απέναντί μου,
ο καθρέφτης,
είναι ξομολόγος κι ο κριτής μου.

Σ’ αυτόν τα ψέματα δεν έχουν θέση.
Και θέλει θάρρος να τον αντικρίσω.
Η ώρα ιερή
κι η αλήθεια βαραίνει.

Μπροστά στο εγώ μου,
τα κρίματά μου θα ομολογήσω.
Και τις απόκρυφες σκέψεις θα πω
κείνες που με γεμίζουνε ντροπή
και περηφάνεια,
δύναμη και τρόμο.

Κείνες που φέρνουν τη γαλήνη,
την οργή, την ευτυχία και το κλάμα.

Και θα ζητήσω να μου πει τη γνώμη του
το εγώ μου.

Και να με δυναμώσει ή να με δικάσει.
Το στεφάνι της ελιάς θα μου φορέσει,
ή θα αποστρέψει με ντροπή η ματιά του
τη ματιά μου.

Μπρος στον καθρέφτη λάγια λόγια
δε χωράνε.
Μπρος στον καθρέφτη, είναι ο ξομολόγος
κι ο κριτής μου.

Μνημοσύνη
Αθάνατο είν’ τ’ όνομα,
όσο κρατά το πέρασμά σου στη ζωή
και μνημονεύεται μ’ αγάπη
και θαυμασμό
και σεβασμό.

Και γίνεται επίκληση του πνεύματος,
να ‘ρθει αντάμα με τους ζωντανούς
για να τους οδηγήσει στη σωστή τη στράτα,
να δώσει δύναμη, να νουθετήσει.

Ζωή υπάρχει,
ώσπου κρατιέται η μνήμη.

Και γίνεται επίκληση στο όνομα
και πνέμα,
να ‘ρθη κοντά για να μαλάξει την καρδιά,
σαν έρθει ταραχή,
για να τη δυναμώσει ενάντια στη μπόρα.

Το πνεύμα ζει πέρα απ’ το σώμα.

Και η ψυχή κρατιέται ζωντανή,
όσο κι η μνήμη.

Από τις Μοναξιές των Αγίων

Καστροπολιτεία
Τα αχνάρια υπάρχουν ακόμα.
Ας μην τους βλέπεις τους Καστροφύλακες
να φυλάν τις επάλξεις.
Ας μην ακούγεται ο ήχος του βούκινου.

Τώρα κατοικούν τρωγλοδύτες
στα έρημα καστροπάλατα.

Οι σιδερόπορτες είναι ανύπαρχτες.
Από καιρό καήκαν τα τελευταία συντρίμμια τους.
Τσουκνίδες κι αγκάθες μονάχα φυτρώνουν
στα στριφογυριστά στενοσόκακα.

Οι στέρνες δεν έχουν νερό.
Τρυπήσαν από καιρό τα τοιχιά τους
με κουρασάνι
κι η βροχή περνά απ τις τρύπες τους.

Μένουν κάτι ξωκλήσια μονάχα
που δείχνουν να ‘χουν ζωή
με τα αναμένο καντήλι τους.

Κάποιο κερί ανάβει στο ξύλινο μανουάλι,
από καιρό σε καιρό.
Και λίγοι πιστοί μαζεύονται στην γιορτή
της αγίας οντότητας
που ‘χει για σπίτι αυτό το ναΐδριο.

Η παλιά επισκοπή είναι μόνο ερείπια.
Κάποτε είχε επίσκοπο αυτός ο μεγάλος και ωραίος ναός.
Μα τώρα, εδώ και καιρό,
κατοικούν μοναχά κουκουβάγιες.

Α, ναι.
Ευτυχώς, ακόμα σε τούτο το Κάστρο,
κάνουν φωλιές τα γεράκια.
Κι απ αυτές εξορμούν
στα γύρω ρομάνια
κυνηγώντας ζουλάπια.

Μα δες!
Τι μεγαλείο που το ‘χουν τα Κάστρα!
Βλέπεις παντού στοιχειωμένους τους Καστροφύλακες.
Δεν έχουν αφήσει ούτε στιγμή αφρούρητες τις επάλξεις τους.
Κι ας είναι μαρμαρωμένοι εδώ και αιώνες.
Σε κοιτάζουν αόρατα.
Στοιχειωμένα.
Και περνά το δέος κι ο φόβος τους πάνω σου.
Κι όμως, κεί πάνω θα πας
να γευτείς αντρειά.
Κάποιες σκιές μπαίνουνε μέσα σου
και σου συνταράζουν τα σπλάχνα.
Αιώνες κι αιώνες παίζονταν σε τούτους τους τόπους
μεγάλα παιχνίδια.
Ελπίδα.
Φωλιά.
Περηφάνεια.
Για δες, τι κλείνει τούτη η ψηλόκορφη μάντρα!

Πάμε να φύγομε.
Σε λίγο θα μας βρουν τα σκοτάδια.
Και τούτες τις ώρες τα φαντάσματα ζωντανεύουν.
Δεν θέλουν να ‘ναι κανείς άλλος μαζί τους.
Πάμε να φύγομε, σου είπα.
Ας αφήσομε τη φρουρά των Καστροφυλάκων
που ξύπνησαν
να πιάσουν τα πόστα τους στα μπεντέμια του Κάστρου μας.
Εδώ δεν είναι τούτη την ώρα για μας.
Κάτω μας περιμένει η πεζή Πολιτεία.
Ας πάμε πιο γρήγορα στον τόπο μας
κι ας αφήσομε τις σκιές να κάνουν το χρέος τους.

Το περπάτημα των αντρείων
Μερικοί μοναχά εκλεκτοί μου χρειάζονται
για να μπω νικητής στην Κολχίδα.
….

Δεν μπορώ να τεντώσω καλά τη χορδή
στο δοξάρι μου
κι η σαΐτα μου χάνει τη δύναμη
με βρυκόλακες πίσω μου,
με σακάτες σιμά μου.


Να λείπουν τα πλήθη.

Πέρα η κακορίζικη μάζα.
Μακριά μου ο όχλος ο φλύαρος.
Κι οι φαύλοι μακρά.

Τα γυναικόπαιδα ας μένουν φυλαγμένα.
Οι γυναικωνίτες είναι οι τόποι τους,
να κοιτούν μοναχά απ τα καφασωτά τους
παράθυρα,
το περπάτημα των αντρείων.

Αθήνα – Παρασκευή 14 Γενάρη 2000

Οι μοναξιές των Αγίων
Πέρα το δάσος, μου φωνάζει να πάω.

Να το ρυάκι πιο κάτω.
Τρέχει κι αυτό, καθώς το ζωντάνεψαν
οι βροχές του Φθινόπωρου.

Οι βρυσούλες δε στέρεψαν.
Κυλούνε νερό ακόμα, για μένα.
Κελαρύζουν για χάρη μου.
Περιμένουν να δροσίσουν τα χείλια μου.

Με φωνάζουν να τραβηχτώ απ τη Βίγλα μου.

Πέτα μαζί με κάποιο γεράκι
να ‘ρθείς προς τα μας.

Εδώ, στις μοναξιές των Αγίων,
είν’ η πατρίδα σου.

Λαγούμια υπάρχουν πολλά να ξαπλώσεις
την ώρα που δεν κυνηγάς τα αγρίμια.
Έχουν δροσιά το κατακαλόκαιρο.
Ζεστασιά το χειμώνα.
Και νεράιδες πολλές και πανώριες
προσμένουν να σου κρατούν συντροφιά.
Τι μένεις, λοιπόν, μακριά μας
αδέρφι;

Άσε τον κόσμο να πορεύεται μόνος του.
Δεν υπάρχει κανείς μ αντρειά
μέσα σ’ αυτό το χαμένο κοπάδι
για να ‘ναι το ταίρι σου.
Εσύ είσαι το ένα με μας.

Εδώ στις μοναξιές των Αγίων
είν’ η πατρίδα σου.

Αθήνα, Παρασκευή 14 Γενάρη 2000

Προς τον επόμενο κύκλο

Τζεντάϊ κουράστηκες πια.
Έλα, βρες τη σπηλιά σου
κι αναπάψου κοιτάζοντας
τ’ αχνάρια που άφησες.
Παραμένουνε ζωντανά,
η σβηστήκαν;

Ποιες θύμησες άφησες πίσω;
Ποιες, ακόμα, κρατάς;

Τζεντάϊ εγέρασες πια.
Καιρός να βρεις τη σπηλιά σου πια τώρα.
Να ‘ναι αμίλητη, να κρατήσει καλά σφαλιχτό
το μεγάλο της μυστικό
που φυλά το κιβούρι σου.

Μπορεί και να καεί στην πυρά το κορμί σου.
Κι ύστερα, ας πάρει ο αγέρας τη στάχτη σου
να την πάει όπου θέλει αυτός.
Κάποια ώρα θα πέσει στη γη,
να χορτάσουν τα χώματα.

Το μεγάλο μνημόριο είναι η μνημοσύνη των φίλων σου.
Μα κι αν δεν υπάρχουνε φίλοι
μικρό το κακό.
Απόδειξη πως ήσουν ακόμα πολύ πιο μεγάλος
για να μην μπορούν να σε δουν,
ουδέ να σε φτάσουν.
Δεν προλαβαίναν τις δρασκελιές σου.
Φουσκώναν προσπαθώντας να παραβγούνε
το διάβα σου.
Μα ήταν μικρά τα σκελίσματα που ‘χαν αυτοί.
Κι αγκομαχούσε αδύναμα η καρδιά τους.

Οι ζηλότυποι, παρακολουθούσαν με κάκια
κάθε σου πέταμα,
ποια καινούργια κορφή θα πατήσεις.
Είχαν βουτηγμένα τα βέλη τους
στο βρωμερό φαρμάκι της Ύδρας,
για να φράξουν με πόνο το δρόμο σου.

Σκοπός τους να τσακίσουνε τις φτερούγες σου,
καθώς ανοιγόταν περήφανα μεταξύ Ουρανού και Γης,
και πετούσες χαρούμενα.

Αν μπορούσαν θα θέλανε να σε δουν
να συντρίβεσαι κάτω.
Ένοιωθαν ηδονή να βγάλουν τα νύχια σου.
Να σπάσουν το αήττητο ράμφος σου.
Να μαδήσουν, τσιρίζοντας μικρόχαρα,
τα φτερά σου.

Μα εσύ πετούσες πάντα ψηλά και δεν σ΄ έφταναν
οι δολερές Σαϊτιές τους.
Γυρνούσαν στο χώμα, από κει που ξεκίνησαν
και χτυπούσαν αυτούς που σε τόξευαν.
Αλλά κι οι Αχιλλείς έχουν θνητή, όπως ξέρεις τη φτέρνα τους.
Απ’ αυτή θα προέλθει ο θάνατος.

Τώρα πια ήρθε η ώρα να φύγεις στο σπήλαιο.
Σε προσμένει ο Πάνας.
Και οι Νύμφες στρώνουν τραπέζι
για το καλό συναπάντημα.

Τζεντάϊ εγέρασες πια.
Ή μήπως γεννιέσαι ξανά;
Δώσ’ μας σημάδι.
Ποιός μπορεί από μας να μαντέψει
ποιο θα ‘ναι το άλλο σου βήμα;

Ψέμα πως γέρασες.
Οι Τζεντάϊ, δεν γερνούνε ποτέ.
Δεν πεθαίνουν ακόμα.
Είναι έφηβοι πάντα
και δοξάζουν το χρυσό γένος τ’ ανθρώπου,
την χρυσή εποχή του.

Αθήνα – Παρασκευή 14 Γενάρη 2000